Κάλαντα Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Κυριακή, 09 Νοέμβριος 2008 11:38

Αρσημενιά κι αρσηχρονιά, κι' αρσή του Γενναρίου.
'Αης Βασίλης έρσεται από την Καισσαρεία,

βαστά λιβάνι και κερί χαρτί και καλαμάρι.
Τρεις άγιοι του παντήξανεμ κ' οι τρεις τον ερωτούσι,
- "Βασίλ' απότεν έρσεσαι, κι απότεν κατεβαίνεις;
- Από της μάνας μ' έρχομαι, και στο σκολειό μου πάω.
- Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραουδήσεις.
- Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω.
Αν είσαι και γραμματικός, πες μας την άρφα βήτα".
Και το δαβρί σου κούμπισε, να πει την άρφα βήτα,
και το δαβρί του ξερό 'τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα,
κι απάνω στην κορφίτσα του πέρδικα πλουμισμένη,
και κάτω στην ποδίτσα του γούρνα πελεκημένη,
και κατεβαίν' η πέρδικα και πίνει κι ανεβαίνει,
και βρέσει της φτερούες της, και ραίνει τον αφέντη,
εσέ σου πρέπ' αφέντη μου, στο μαύρο καβαλάρης,
τρεις να βαστούν τη σέλλα σου, κ' έξε το χαλινάρι,
και τρεις να σε παρακαλούν, αφέντη καβαλάρη,
και πάλι ξαναπρέπει σου, στα πεύκια να καθίζεις
το 'να σου σέρι να μετρείς και τ' άλλο να δανείζεις,
και πάλι ξαναπρέπει σου της Πόλης τ' αργαστήρια
να δρυμονίζεις τα φλουριά, να κοσκινίζεις τ' άσπρα.

Επόπαμεν τ' αφέντη μας, ας πούμεν της Κερά μας.
Κερά μαρμαροτράχηλη, και φεγγαρομαούλα,
που 'σης τον Ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου το φτερό έσεις καμαροφρύδι,
που 'σεις αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ατσαλένες,
και παραστιές ολόχρυσες και μαργαριταρένιες.
Έσεις τον γιό, τον καλογιό, τον μοσκοκανακάρη,
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειόν του πάει,
κι ο δάσκαλος τον ήβαλε για να καλαναρσήσει,
και ξέφυέν του το κερί, κ' ήναψεν το χαρτίν του,
κ' ήναψε και τα ρούχα του τα μορφοκεντημένα,
οπού του τα κεντούσανε οι τρεις βασιλιοπούλες.
Η μια 'βαλε τον πόθο της, κ' η άλλη το μετάξι,
κ' η τρίτη η καλλίτερη τον ουρανόν με τ' άστρη.

Επόπαμεν και της Κεράς, ας πούμεν και της κόρης.
Κερά μας το κορίτσι σου, του βασιλιά κορώνα,
'πο μέσα 'πο την Βενετιάν του στείλαν αρραβώνα,
ρηόπουλον την αγαπά και θέλει να την πάρει,
μ' αν  είναι και ρηόπουλο πολλά προυκιά γυρεύγει,
γυρεύγ' αμπέλι' ατρύγετα, χωράφια με τα στάσυα,
γυρεύγει και την θάλασσαν μ' όλα της τα καράβια.
Μα 'σαν θα την ευλοηθεί θα σφέξει σίλια βούδια,
και εννιά σιλιάδες πρόβατα, και τρεις σιλιάδες γίδγια,
να τρων, να πίνουν φίλοι του, να σκάσουν οι οχτροί του.

Επόπαμεν της κόρης μας, ας πούμεν και της βάγιας.
'Αψε μας, βάια, τα κεριά, κι' ανέβα και κατέβα
και πιάσ' και τα κλειδάκια σου τα μαργαριταρένια,
κι άνοιξε το σεντούκι σου, το πολυχρουσωμένα,
και γέμισε την φούχτα σου, και ρήξε τα στη λύρα,
να σου 'φκηστούμεν όλοι μας, να γίνεις καλομοίρα
κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξετε τ' αρχοντικό να πούμε καλή σπέρα.
LAST_UPDATED2