Δημοτικό ποιήμα "Ο Κωνσταντής" |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Κυριακή, 09 Νοέμβριος 2008 11:41 |
Ο Βασιλιάς ηθέλησε να πάει στο κυνήγι με του Παπάνου τα παιδιά, και με τον Κωσταντίνον. αγάλι αγάλια πιάνουν τον, κι αγάλια δένουσίν τον, κι αγάλια παν και βάλλουν τον σε πύργον σιδερένιο, σε πύργον ολοσίδερον, βολιμοσκεπασμένο." Κι αφέντης του προσγεύγουντον κάτω στην Βαβυλώνα, και το κρασίν οπού 'πινε πολύ θολό του 'φάνει. - "Σήμερον τον υιούκα μου, σε βρόχια τον εβάλαν, σε βρόχια και σε σίδερα, σε φυλακές μεγάλες." Τον μαύρον του χαλίνωσε, πηδά, καβαλλικεύει, κι ο μαύρος του τον ηύγαλε στον πύργο από πόξω δόνει του πύργου μια κλωτσιά, και πάει μέσα κι όξω, κι απ' το χεράκι τον αρπά, στου βασιλιά τον πάει. - "Θωρείς, αφέντη βασιλιά, τούτον τον Κωσταντίνο; ήθεν του κάμεις τίποτε και είθε τον χαλάσεις, εσέ και την βασίλισσαν ήθελε να βοθρίσω και την Κωσταντινούπολιν χοίρους να την γεμίσω." |