Το Αρχιπέλαγος την άνοιξη Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Κυριακή, 09 Νοέμβριος 2008 16:35

Το Μάρτη, όταν ελαφρά λευκά σύννεφα τρέχουν ακόμα, σαν λεπτές τουλούπες ξασμένου μαλλιού, πάνω στο λεπτό γαλάζιο του ουρανού, το τοπίο αυτό είναι ροδοκόκκινο, χαρούμενο, ανοιξιάτικα χλιαρό και γλυκό.

Η γη δεν έχει καεί ακόμα από εκείνα τα φλογερά καλοκαίρια που εμποδίζουν τα πουλιά να τραγουδήσουν, εξουθενώνουν τα πρόβατα που σωριάζονται βαριά στις σκιερές γωνιές, τυφλώνουν τους ανθρώπους, και κάνουν να κιτρινίζουν, ανάμεσα στις πέτρες, τα ξερά μαραμένα χορτάρια. Η θάλασσα δεν έχει τη σκληρή λάμψη των αφόρητων ημερών, εκείνο το βαθύ σκούρο γαλάζιο, που η νωθρή ακτινοβολία του δεν αντανακλά τίποτα. Αλλά ο ήρεμος καθρέφτης όπου καθρεφτίζονται τα καστανόχρωμα βράχια, έχει ένα φωτεινό, ήρεμο, χαρούμενο μπλε. Στην ακροθαλασσιά, τα βότσαλα λάμπουν σαν κοσμήματα μέσα στην αστραφτερή διαφάνεια των χρυσοπράσινων νερών, που από μακριά φαντάζουν σαν σμαράγδια.

Ανεπαίσθητες πτυχές ζαρώνουν τη μεγάλη γαλανή επιφάνεια, όπου μακρινά πανιά ανασηκώνουν λευκούς αφρούς. Πολύ μακριά, πέρα από τα στολισμένα με αφρισμένη δαντέλα βράχια, στην οριακή γραμμή όπου συναντώνται ο ουρανός με τη θάλασσα, διακρίνεις αμυδρά γαλαζωπά περιγράμματα: Κως, Αστυπάλαια, Ανάφη, μυκρούλα και μυτερή... Θέλεις να φύγεις μακριά, στα γελαστά αυτά νησιά, να αφεθείς στο δροσερό αεράκι, στο ρυθμικό μουρμουρητό των κυμάτων, να σε πάνε οπουδήποτε μέσα στη φωτεινή, γαλανή, βιολετιά και χρυσή αυτή χώρα.

Δυο πέτρες, στις δυο άκρες του δρόμου, και ανάμεσά τους ένας ξύλινος σταυρός. Είναι η είσοδος της αγίας γης, το προσκύνημα του μοναστηρίου. Εδώ ο κάθε καλός χριστιανός οφείλει να βγάλει το καπέλο του, να κάνει καμιά δεκαριά φορές το σταυρό του και να πει μερικές προσευχές... Ύστερα σε μια απότομη στροφή, σε μια εσοχή του βουνού, εμφανίζεται το μοναστήρι. Είναι ένα σπιτάκι, άχαρο και καστανωπό, κουρνιασμένο εκεί ψηλά σαν φωλιά γερακιών. Ο Tournefort, που ζούσε σε μια εποχή στην οποία δεν άρεσαν και πολύ οι γραφικές εικόνες, λέει ότι είναι σκαμμένο στα βράχια "σαν ντουλάπα". Και οι μοναχοί ακόμα δεν μπορούν να πουν ότι κοιμούνται μέσα σε τέσσερις τοίχους, αφού η πρόσοψη και οι πλαϊνοί τοίχοι, στηριγμένοι με δοκάρια, απλά ακουμπούν στο βουνό, που χρησιμεύει σαν τέταρτος τοίχος, ενώ και κάποια από τα κελιά που βρίσκονται στις εσοχές των βράχων μοιάζουν με γνήσια λαγούμια, λιγάκι μεγαλύτερα. Στην είσοδο της αυλής μας υποδέχεται μια μεγάλη μαύρη κουκούλα, από όπου βγαίνει μια μακριά λευκή γενειάδα και στο βάθος της οποίας λάμπουν δυο ματάκια, διαπεραστικά λόγω ασκητισμού ή πονηριάς - κανείς δεν ξέρει. Είναι ο πάτερ Μακάριος, ένας από τους πιο ανεξιχνίαστους ερημίτες που μπορεί να δει κανείς. Τον γνώριζα επειδή τον είχα συναντήσει αρκετές φορές στα μονοπάτια, να περπατάει ασταμάτητα, ολομόναχος, με το μπαστούνι του. Ο πάτερ Μακάριος είναι σχεδόν εκατό χρονών, κανείς δεν ξέρει σε ποιο ακριβώς έργο μπορεί να αφιέρωσε την πολύχρονη ζωή του και νομίζω πως, αν μπορούσε κανείς να του αποσπάσει μια γενική εξομολόγηση, θα έφτιαχνε με τη βιογραφία του μια "ανατολίτικη βιογραφία", ακόμα πιο περιπετειώδη από εκείνη του Βαγγέλη του κ. de Vogue'. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Μακάριος ήταν ναύτης και μάλιστα καϊκτσής και είχε ζήσει πολλές θαλασσινές περιπέτειες. Στη μνήμη του βρίσκονται διάσπαρτες λέξεις τούρκικες, γαλλικές, αγγλικές, τις οποίες μάζεψε σαν κοχύλια από μακρινές ακτές. Πέρασε πολλά χρόνια στην Αίγυπτο και βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια όταν η αυτοκράτειρα Ευγενία πήγε να επισκεφτεί τις εργασίες στη διώρυγα του Σουέζ. Ξέρει ρώσικα και διακρίνει αόριστα κάπου στο παρελθόν του, δεν ξέρω γατί, τη Μαρτινίκα και το Μεξικό. Ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να έκανε στις πολυάριθμες αυτές περιπέτειες ο μυστηριώδης άντρας που κρύβεται κάτω από το ράσο και το όνομα του πάτερ Μακαρίου και κατέληξε σαν τσακισμένη, στην απόμακρη αυτή ερημιά. Δε θα με εξέπληττε αν είχε στη συνείδησή του και μερικές ενοχλητικές αναμνήσεις. Σήμερα ο άνθρωπος αυτός έχει χορτάσει τα πάντα και έχει αποβάλει πολλές ψευδαισθήσεις και, στις σπάνιες στιγμές που μιλάει, λέει, σαν το βασιλιά Σολομώντα: Ματαιότης ματαιοτήτων. Πιστεύω πως αυτή η φράση είναι και η μόνη που γνωρίζει ο Μακάριος από τα ιερά βιβλία. Θα την επαναλαμβάνει για να κερδίσει τον παράδεισο, μέχρι να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του και να ανοίξει ο ηγούμενος της μονής τον ουρανό τη μετανιωμένη και χωρίς αυταπάτες ψυχή του.

Ο Μακάριος  είναι περισσότερο μετανοητής, παρά καλόγερος. Να και οι μοναχοί. Ο μάγειρας, χοντρός και βρόμικος, χαμογελάει με καλοσύνη. Ο δίκαιος, ο Διονύσιος, τον οποίο διστάζεις να αποκαλέσεις πάτερ, γιατί οι τρόποι του είναι άνετοι και νεανικοί: ένας γενειοφόρος, ρωμαλέος καστανός λεβέντης με μακρύ μαύρο ράσο και σκούφο σαν αυτόν που φοράνε στη Γαλλία οι δικαστές και οι καθηγητές. Τα μακριά πλεγμένα μαλλιά του μπαίνουν μέσα στο σκούφο του. Το πρόσωπό του έξυπνο, δυναμικό, αποφασιστικό. Ο Διονύσιος δείχνει πνεύμα ανοιχτό, φιλελεύθερο, ικανό για ανοχή, είναι από τη Σαντορίνη, μιλάει χωρίς πίκρα για τις καθολικές ενορίες του νησιού και μου εκμυστηρεύεται οτι έχει πολλούς φίλους που είναι λατίνοι ιερείς. Ο άγιος ηγούμενος, όπως λένε στην Ελλάδα, φρόνιμο και πονηρό πρόσωπο βυζαντινού μοναχού, Πολύ μεγαλόπρεπος μέσα στη γούνα του και την μπλε ζώνη του, ο σεβάσμιος Γεννάδιος απλώνει επίσημα το κομψό, αδύνατο χέρι του στους ασπασμούς των πιστών. Μου λένε ότι σε τίποτα δεν μοιάζει με τον προκάτοχό του, έναν ευτράπελο του οποίου οι σχέσεις με τη δασκάλα, μια όμορφη Σαντορινιά, θορύβησαν πολύ το νησί. Αυτός εδώ έχει άλλες ιδέες στο κεφάλι του, λένε ότι είναι φιλόδοξος και πως τον δελεάζουν οι επισκοπικές τιμές. Και ευχαριστήθηκε όταν του είπα, στο τραπέζι, σηκώνοντας το ποτήρι μου: άγιε ηγούμενε! εις ανώτερα, κάτι που μπορεί να αποδοθεί έτσι: Άγιε ηγούμενε, πίνω στην προαγωγή σας!

Το  εκκλησάκι του μοναστηριού είναι πάμφτωχο και πολύ μικρό. Τα ζωηρά χρώματα στο τέμπλο είναι ξεθωριασμένα και θαμπά. Μόνο ο ασημένιος πολυέλαιος αστράφτει. 'Ομως, από το μικρό εξώστη που είναι μπροστά στην εκκλησία, όπου κρέμεται το σκοινί για τις καμπάνες, θέα απλώνεται ως πέρα στη θάλασσα και στα νησιά. Η απόκρημνη κοφτερή όχθη πέφτει απότομα στο νερό. Τον καιρό των πειρατών, το μοναστήρι ήταν ταυτόχρονα παρατηρητήριο και φρούριο. Κανένα πανί με ύποπτες διαθέσεις δεν περνούσε απαρατήρητο από τους καλόγερους που φύλαγαν σκοπιά πίσω από τις πέτρινες επάλξεις τους. Οι ληστές δεν μπορούσαν να ελπίζουν πως θα άπλωναν χέρι στα χρυσά καντηλέρια και στα παλιά βιβλία: οι μοναχοί ήταν οπλισμένοι και από κάθε πολεμίστρα έβγαινε η κάνη μιας καραμπίνας.

Σήμερα,  οι μοναχοί της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, μη έχοντας τίποτα να παραμονέψουν, ξοδεύουν τον ελεύθερο χρόνο τους χωρίς τύψεις σε αθώες περιπλανήσεις. Νομίζω πως η διαχείριση των αγαθών τους δεν τους απασχολεί και πολύ, παρά τα ακίνητα και τα έσοδα ποθ απαριθμούνται επίσημα σε ένα χρυσόβουλο "του πιστού βασιλέως και αυτοκράτορος Ρωμαίων Μιχαήλ - Δούκα - Αγγέλου - Κομνηνού Παλαιολόγου". Μόλις οργώσουν τα χωράφια τους και μαζέψουν τη σοδειά τους, είναι σχεδόν ελεύθεροι από κάθε φροντίδα.

Έχουν  μια βιβλιοθήκη, την οποία εκτιμούν πολύ από τότε που ο Ιωαννίδης κατέγραψε τα βιβλία και τους είπε πως περιείχε χειρόγραφα. Βοήθησα τον πρώην σχολάρχη στο ψάξιμο των παλιών αυτών πραγμάτων και γρατζούνισα τα δάχτυλά μου στα σκουριασμένα θηλυκωτήρια, δύστροπα σαν τις κλειδαριές που δεν ανοίγουν ποτέ. Όλα εκείνα τα παλιόχαρτα κείτονταν φύρδην-μίγδην μέσα σε παμπάλαια σκοροφαγωμένα μπαούλα και κατάλαβα πως οι κοινοβίτες της Αμοργού σπάνια έμπαιναν στη "βιβλιοθήκη" τους, όπου ωστόσο θα μπορούσαν να είχαν διαβάσει, στις καλλιγραφημένες περγαμηνές, το βιβλίο του Εφραίμ του Σύρου, το μαρτυρολόγιο του Ανανίου του Αποστόλου, τους ασκητικούς λόγους του αβά Ιωάννη και του αγίου Θεοδώρου, τις Ομιλίες του Μαξίμου, επισκόπου Κυθήρων, τις Κατηχήσεις του Θεοδώρου του Ομολογητού.
LAST_UPDATED2