Οι οχυρώσεις Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 23 Οκτώβριος 2008 17:04

Η ανακάλυψη του τείχους γύρω από την Λέρνα III εδραίωσε μια νέα αντίληψη για τη φύση και ισχύ της ΠΕ II Ελλάδος. Η πόλη ευθυγραμμίστηκε με άλλες λαμπρά οχυρωμένες θέσεις, όπως η Τροία και η Mersin στην Ανατολία, η Πολιόχνη στη Λήμνο, η Θερμή στη Λέσβο και το Εμποριό στη Χίο, οι Κυκλαδικές οχυρώσεις της Σύρου, της Σίφνου, της Μήλου και της Αίγινας και τέλος η πρόσφατα ανακαλυφθείσα πόλη στο Ασκηταριό της Αττικής. Όλες αυτές οι θέσεις είναι παραθαλάσσιες. Στο εσωτερικό της χώρας πόλεις όπως η Εύτρηση και ο Ορχομενός, που ήταν πιθανώς εξίσου πλούσιες, δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να προστατεύσουν τα υπάρχοντά τους και τη γη τους μ' αυτόν τον τρόπο, αναμφίβολα επειδή δεν απειλούνταν από πειρατές.

Σε καμιά από τις ηπειρωτικές ή νησιωτικές πόλεις δεν έχει χυθεί πλήρες φως και κανείς δεν μπορεί να πει ποια θέση κατέχει το τείχος μέσα στο όλο σχέδιο. Δηλ. μπορεί απλώς να προστατεύει μια ευπρόσβλητη περιοχή ή να περιβάλλει ολόκληρη τη θέση σε σχήμα ελλειψοειδές ή ορθογώνιο. Μερικές οχυρώσεις έχουν προεκτάσεις σε σχήμα γωνίας ή πετάλου, άλλες έχουν στην εσωτερική πλευρά του τείχους, κι ενσωματωμένα σ' αυτό, μικρά δωμάτια που μοιάζουν με στρατώνες. Το έδαφος στο εσωτερικό είναι ψηλότερο σε σχέση με το εξωτερικό, έτσι ώστε οι υπερασπιστές θα μπορούσαν να βλέπουν πάνω από τα πλινθόκτιστα — στο ανώτερο μέρος τους — τείχη και να χτυπούν, προβάλλοντας μόνο το στήθος, ενώ οι επιτιθέμενοι θα ήταν αρκετά χαμηλότερα και σε μειονεκτική θέση.

Το τείχος της Λέρνας ξαναχτίστηκε τέσσερις φορές στη διάρκεια της πρώιμης Λέρνας III. Στην αρχή χρησίμευσε περισσότερο σαν αναλημματικό τείχος του τύμβου παρά αμυντικό, αν και το πλινθόκτιστο τμήμα είχε αρκετό ύψος. Κατόπιν ένας κοίλος πεταλοειδής πύργος κι ένα φυλάκιο προστέθηκαν με την τεχνική του ψαροκόκκαλου. Μία εσωτερική σκάλα ανάμεσα στον πύργο και το τείχος οδηγούσε επάνω, έχοντας πλάκες στα πέλματα των σκαλοπατιών. Κατόπιν εξέτειναν το όλο σύστημα και κάλυψαν τις σκάλες και ο παλαιός πύργος αντικαταστάθηκε από έναν ισχυρό ορθογώνιο. Αργότερα μεγάλωσε και πάλι κι έγινε στρογγυλός, όπως και πρίν. Μερικές από αυτές τις αλλαγές, που στην ουσία είναι μικρής σημασίας προσθήκες ή πειραματισμοί, συνοδεύτηκαν από πυρκαϊά. Το τείχος φαίνεται ότι είχε αρχίσει νωρίτερα απ' ότι το μεγάλο κεντρικό κτίριο BG και ότι κατεστράφη από πυρκαϊά ταυτόχρονα. Στην περίοδο που ακολούθησε και κατά την διάρκεια της οικίας των Κεράμων η πόλη έμεινε ανοχύρωτη — ίσως διότι το έργο αυτό απαιτούσε πολλές δαπάνες ή ίσως διότι οι κάτοικοι της Λέρνας εξαπατήθηκαν από μια ψεύτικη αίσθηση ειρήνης στον Αιγαιακό κόσμο.

  Καμιάςάλλης πόλης τα τείχη δεν έχουν δημοσιευθεί με τόσες στρωματογραφικές λεπτομέρειες, παρ' όλο που πρέπει να έχουν περάσει κι αυτά από ποικίλες φάσεις. Ο οικισμός δίπλα στο λιμάνι της Αίγινας, κάτω από τον κλασσικό ναό του Απόλλωνος, φαίνεται ισχυρότερος στην απεικόνιση του πάνω στο χάρτη. Στην ίδια, όμως, τη θέση, οι ακανόνιστες γραμμές που κρύβονται κάτω από τα σκουπίδια και τους εκδρομείς, φαίνονται λιγότερο εντυπωσιακές. Ένας ορθογώνιος πύργος υψώνεται δίπλα στην πιο πρώιμη πύλη. Η πύλη αποτελεί παράδειγμα της καμπτομένης διόδου με παγίδες, όπως διώρυγες ρυθμιζόμενης στάθμης νερού, που έφθασε σε υψηλό βαθμό τελειότητας στην όψιμη στρατιωτική αρχιτεκτονική των Μυκηνών, της Τίρυνθας και των Αθηνών. Σκοπός της κατ' αυτόν τον τρόπο σχεδιασμένης διόδου ήταν να εκθέτει τους επιτιθέμενους στα κτυπήματα των υπερασπιστών που βρίσκονταν επάνω και δεξιά, καθώς η ασπίδα που κρατούσαν (οι επιτιθέμενοι) δεν τους κάλυπτε την δεξιά πλευρά και τους ανάγκαζε να συνωθούνται μέσα σ' αυτήν την στενή αυλή, ανάμεσα σε υψηλά τείχη που τους περιτριγύριζαν. Η Κυκλαδική οχύρωση της Χαλανδριανής στην Σύρο σχεδιάστηκε σε μια προχωρημένη φάση της Πρωτοκυκλαδικής εποχής και είναι σχεδόν σύγχρονη με την ύστερη Λέρνα III. Το διπλό τείχος από ακατέργαστους λίθους διέτρεχε μέρος του βράχου που προστατευόταν, με τη φυσική του διαμόρφωση, από δύσβατα φαράγγια. Έχει διασωθεί μια έλλειψη 70 μ. με πέντε πεταλοειδείς κοίλους πύργους στο εσωτερικό τείχος. Για να επιτεθεί κάποιος έπρεπε να γλιστρήσει από ένα στενό πέρασμα του εξωτερικού τείχους και να περάσει σε πολύ μικρή απόσταση από ένα προεξέχοντα πύργο, για να προσβάλει την κύρια πύλη (αριστερά) ή μια μικρότερη πύλη (δεξιά). Και στις δύο περιπτώσεις έπρεπε να περάσει μέσα από το τείχος προς ένα εσωτερικό κτίσμα, που είχε μία θύρα από την οποία έβγαινε κανείς στο μικρό χώρο της ακρόπολης. Φυσιολογικά θα μπορούσε να περάσει κανείς μόνον από τη μικρή πύλη στα πλάγια. Κι αυτό γιατί στη μεγάλη πύλη θα ήταν υποχρεωμένος ν' ανέβει τη σκάλα προς τον πύργο και να παραβιάσει τρεις διαδοχικές θύρες, Είναι φανερό λοιπόν ότι οι αρχιτέκτονες της Σύρου δεν ήταν αδαείς σ' αυτά τα θέματα. Όμως κάτι συνέβη, διότι η ακρόπολη εγκαταλείφθηκε, ενώ ήταν ακόμη γεμάτη αποθηκευτικούς πίθους κι άλλα πολύτιμα είδη, όπως εκείνο το μοναδικό ασημένιο διάδημα από τον πύργο Β κι ένα κύπελλο από την Τροία. Μετά την τρίτη χιλιετία εγκαταλείφθηκε.

Οι πύργοι της Σύρου είναι μόλις πιο ευρύχωροι από της Λέρνας, που θεωρούνται πολύ περιορισμένοι για το τέντωμα ενός τόξου στο εσωτερικό τους. Ίσως και στις δυό θέσεις το κανονικό είδος μάχης απαιτούσε αψιμαχία εκ του συστάδην με εγχειρίδια και όχι τόξα. Συγκριτικά πολύ λίγες αιχμές βελών αναφέρονται από Πρωτοελλαδικές και Κυκλαδικές θέσεις, αλλά τα φυλλόσχημα ή εγχάρακτα εγχειρίδια και οι λόγχες καλής ποιότητας είναι τα όπλα που προτιμούνται. Η επίθεση εναντίον μιας θέσης ή η υπεράσπιση της απαιτούσε στενή, επικίνδυνη επαφή. Η Λέρνα, πάλι, προσφέρει την πιο σαφή εικόνα του τι εγνώριζε η Πρωτοελλαδική Ελλάδα, για να κάνει αυτά τα τείχη αξιόλογα.

LAST_UPDATED2