Πύλος Εγκλιανός |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Κυριακή, 02 Νοέμβριος 2008 17:31 |
Το Ανάκτορο Το ανάκτορο της Πύλου είναι χτισμένο στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού, 17 χλμ βόρεια της Πύλου. Ο λόφος είναι φυσικά οχυρός, αφού υψώνεται ανάμεσα από χαράδρες και έχει θέα στον κόλπο του Ναβαρίνου. Ο λόφος του Εγκλιανού δεν ήταν παρά μία από τις πολλές Μεσοελλαδικές κατοικημένες θέσεις στη Μεσσηνία, λιγότερο εντυπωσιακός από την Μάλθη ή την Περιστεριά. Ο στενός λόφος βρίσκεται ανάμεσα σε ρεματιές, οι οποίες σχηματίζουν βαθιές παράλληλες πτυχώσεις προς την θάλασσα και οι εδαφικές ανωμαλίες ανάγκασαν την κεντρική οδό να περάσει από το εσωτερικό, καθώς κατευθύνεται νοτιοδυτικά από το όρος Αιγάλεο προς το μεγάλο φυσικό λιμάνι του Ναβαρίνου. Το ανάκτορο της Πύλου είναι το μοναδικό ανάκτορο που δεν περιβάλλεται από κυκλώπειες οχυρώσεις και αποτελεί τον πυρήνα της μεγαλύτερης πόλης της Πύλου, απεικονίζει με έντονο και σαφή τρόπο το Μυκηναϊκό οικιστικό σχέδιο. Το ανακτορικό συγκρότημα αποτελείται από διαφορετικά κτήρια. Η καλύτερα διατηρημένη πτέρυγα είναι η βασιλική κατοικία. Η περίοδος ακμής του ανακτόρου θεωρείται το διάστημα από το 1300 μέχρι το 1200 π.Χ. Ο μεγάλος αριθμός πινακίδων Γραμμικής Β, που βρέθηκε στο αρχείο του ανακτόρου, συνέβαλε ουσιαστικά στην αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής. Πριν το 1300 π.Χ. ο Εγκλιανός πέρασε μια περίοδο ανώνυμης άνθισης, όπως οι πλουσιότερες γειτονικές θέσεις (Μυρσινοχώρι, Ίκλαινα, Τραγάνα). Υπήρχε ένα αξιόλογο κτίριο από ασβεστόλιθο κατά τον 15ο αιώνα επάνω στην ακρόπολη, όπως υπάρχουν και ίχνη κατοικιών μέσα στα αμπέλια σταφίδας που βρίσκονται πιο κάτω. Ένας φαρδύς δρόμος οδηγούσε επάνω στην κεντρική πύλη με μια σειρά χαμηλών σκαλοπατιών και προστατευτικών τοίχων, που ίσως ήταν πύργοι. Ένας θολωτός τάφος βρισκόταν απέναντι από την πύλη και ένας άλλος κάτω στο δρόμο προς τα νοτιοδυτικά. Όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι που να δείχνει ότι η Πύλος είχε περισσότερο εξέχουσα θέση από έξι άλλες Μυκηναϊκές πόλεις της περιοχής της. Περί το 1400 π.Χ. τα σημάδια αύξησης του πληθυσμού γίνονται ορατά στην εξάπλωση της κάτω πόλης, γύρω από το ύψωμα του Εγκλιανού. Στον Εγκλιανό, τουλάχιστον αυτή η πόλη του 14ου αιώνα καταστράφηκε από πυρκαϊά και νέοι άρχοντες έγιναν κύριοι του λόφου. Αυτό θα έγινε δύο ή τρεις γενεές μετά την πτώση της Κνωσού, συμπίπτοντας με την αρχή του ΥΕ ΙΙΙ Β κεραμικού ρυθμού και την ολοκληρωμένη διεθνή φάση του 13ου αιώνα. Εάν η Ιστορία συμφωνεί με τον μύθο, τότε ήταν ο Νηλέας, ο Θεσσαλός πρίγκηπας, που ήλθε στην Πελοπόννησο μετά από διένεξη με τον αδελφό του Πελία στην Ιωλκό, ήταν και οι δύο "γιοί του Ποσειδώνα" και η ισχυρή προσήλωση στη λατρεία του θεού αυτού και στις δύο περιοχές, καθώς επίσης και ορισμένα τεχνικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, φανερώνουν τους δεσμούς αυτών των κατά τ' άλλα μακρυνών περιοχών. Οι πρωιμότεροι οικιστές του Εγκλιανού παραμένουν ανώνυμοι. Το ανάκτορο του ΝέστοροςΗ ανάπτυξη του ανακτόρου δεν φαίνεται να οφείλεται σε μια σημαντική γεωγραφική θέση, όπως σε άλλες περιπτώσεις, ούτε σε κανένα τελείως εξαιρετικό γεωγραφικό πλαίσιο, όπωε στην περίπτωση της Ακρόπολης των Αθηνών ή των Μυκηνών. Η ανάπτυξη του πυλιακού ανακτόρου φαίνεται πως είναι συνυφασμένη με τους ηγεμόνες που εγκαταστάθηκαν εκεί. Πριν από το 1300 π.Χ. το πόλισμα του Άνω Εγκλιανού δεν διέφερε από τα άλλα σύγχρονά του. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι καταστρέφεται πριν από το τέλος του 14ου αι. π.Χ. από πυρκαγιά και ότι μια καινούργια κατάσταση εμφανίζεται γύρω στο 1300 π.Χ., οπότε και κτίζεται το ανάκτορο στην κορυφή του λόφου. Στο ανάκτορο διακρίνονται δύο φάσεις: η παλαιότερη, που συμβατικά ονομάζεται φάση του Νηλέως, και η νεότερη, η φάση του Νέστορος. Υπάρχει τόση λίγη αναποφασιστικότητα ή πειραματισμός στο σχέδιο που θα πρέπει να πιστέψουμε ότι η αρχιτεκτονική παράδοση είχε ήδη σταθεροποιηθεί κατά τρόπο αρκετά συντηρητικό.
Το δάπεδο ήταν χωρισμένο σε τετράγωνα κοσμημένα με έντονα γραμμικά σχέδια (αμείβοντες, τεθλασμένες κ.α.). Σε ένα τετράγωνο, ακριβώς μπροστά στον θρόνο, ήταν ζωγραφισμένο ένα χταπόδι, για να δώσει έμφαση στη θέση αυτή, δηλώνοντας ενδεχομένως και τις ναυτικές δραστηριότητες του άνακτος. Έχουν διασωθεί περισσότερα ζωγραφιστά δάπεδα στην ηπειρωτική Ελλάδα από ό,τι στην Κρήτη, δεν είναι όμως γνωστό εάν πράγματι συνηθίζονταν περισσότερο στην ηπειρωτική χώρα. Είναι πιθανό ότι και οι μινωικές επίσημες αίθουσες είχαν διακοσμημένα δάπεδα, αλλά στα μινωικά ανάκτορα οι αίθουσες αυτές ήταν στους άνω ορόφους και δεν έχουν διασωθεί. Είναι επίσης πιθανό ότι στην Κρήτη προτιμούσαν τον εγχώριο εξαιρετικό γυψόλιθο από το ασβεστοκονίαμα. Τα διακοσμητικά τετράγωνα των μυκηναϊκών δαπέδων μιμούνται ασφαλώς λίθινες πλάκες. Πολύ συχνά εμφανίζονται και διακοσμήσεις εμπνευσμένες από τον θαλάσσιο κόσμο που δείχνουν μινωική επιρροή.
Σχετικά με τον πλούτο που περιστοίχιζε τους μυκηναίους βασιλείς και την κατοικία τους υπάρχουν αρκετές αναφορές στο ομηρικό έπος: "Θαύμασε", λέει ο Τηλέμαχος στον γιο του Νέστορα όταν επισκέφθηκαν μαζί το παλάτι του Μενέλαου στη Σπάρτη, "... τη λαμπεράδα του χαλκού, το κεχριμπάρι, το χρυσό, το φίλντισι, το ασήμι. Παρόμοιο θα 'ναι και του Δία το παλάτι ..."
Η τρίτη, η νοτιοδυτική νησίδα του ανακτόρου, είναι πολύ κατεστραμμένη γιατί χρησιμοποιήθηκε από τους χωρικούς για λατομείο. Μια αυλή οδηγεί σε έναν προθάλαμο με δύο ξύλινους κίονες στην είσοδο, που είχαν 44 ραβδώσεις, και έναν κίονα στο κέντρο. Οι τοίχοι είχαν τοιχογραφίες, πολύ κατεστραμμένες σήμερα. Διασώζεται αποσπασματικά μια ζωφόρος όπου κυριαρχούν οι ροδαλές αποχρώσεις και εικονίζονται γρύπες καθώς και ορισμένα άλλα θέματα, τα οποία όμως δεν διακρίνονται. Από τον επάνω όροφο είχαν πέσει εδώ τμήματα τοιχογραφιών που εικονίζουν σκηνές μάχης όπου λαμβάνουν μέρος πολεμιστές που φορούν κράνη από δόντια κάπρου. Αριστερά από τον προθάλαμο βρίσκεται μια ευρύχωρη αίθουσα που ήταν το κύριο διαμέρισμα. Οι τοίχοι και το δάπεδο ήταν καθώς φαίνεται ζωγραφισμένα. Εστία δεν υπήρχε αλλά σώζεται στο εσωτερικό της αίθουσας η βάση ενός κίονα, διακρίνεται η θέση ακόμη τριών, και ίσως υπήρχαν άλλοι δύο. Είναι πιθανόν ότι το διαμέρισμα αυτό είχε τη μορφή μιας υπόστηλης αίθουσας που ανήκε ως φαίνεται σε μια παλαιότερη φάση του ανακτόρου. Η καταστροφή του ανακτόρουΤο ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά και λεηλατήθηκε γύρω στο 1200 π.Χ., στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, όπως και τα άλλα μυκηναϊκά ανάκτορα. Οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη αυτή η καταστροφή παραμένουν άγνωστες. Πριν από την πυρκαγιά είναι πιθανόν να έγινε επιδρομή εναντίον του ανακτόρου. Ανθρώπινα λείψανα όμως δεν βρέθηκαν, γι' αυτό και εικάζεται ότι οι κάτοικοι είχαν αντιληφθεί τον κίνδυνο που πλησίαζε και διέφυγαν στα ορεινά μέρη, προς τη βορειοδυτική Πελοπόννησο και τα Ιόνια Νησιά, όπου στην επόμενη ΥΕ ΙΙΙ Γ περίοδο πυκνώνουν οι παλαιοί οικισμοί και εμφανίζονται νέοι. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β αντιλαμβανόμαστε ότι λίγο πριν από την πτώση της Πύλου, επικρατούσε μια γενική ανησυχία και οι κάτοικοι είχαν αρχίζει να προετοιμάζονται για τον επικείμενο πόλεμο.
Πολλά ερωτηματικά γεννιούνται σχετικά με την προσπέλαση των επιδρομέων στον ανακτορικό χώρο. Είναι γεγονός ότι στο ανάκτορο του Εγκλιανού δύσκολα μπορεί να φθάσει κανείς από την ξηρά. Η περιοχή περιβάλλεται από βουνά, και μόνο ένα πέρασμα υπάρχει από τον βορρά, πίσω από την βορειοδυτική ακτή. Ήταν εύκολο επομένως στους άρχοντες της Πύλου να υπερασπίσουν τη θέση τους από ξηράς. Όμως από τη θάλασσα τα πράγματα αλλάζουν. Το βασίλειο της Πύλου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, είχε 150 χλμ ακτές. Προς βορρά της σημερινής Κυπαρισσίας οι ακτές είναι εύκολα προσιτές, ενώ προς νότον της πόλης αυτής είναι αφιλόξενες και δεν υπάρχουν κοιλάδες, ώστε να γίνεται εύκολα η προσπέλαση στην ενδοχώρα. Νότια της σημερινής Πύλου οι ακτές είναι βραχώδεις και μόνο κοντά στη Μεθώνη μπορούν να πλησιάσουν εύκολα τα πλοία, αλλά η περιοχή αυτή είναι μακριά από το ανάκτορο και οι επιδρομείς θα έπρεπε να διανύσουν μεγάλη απόσταση ώσπου να φτάσουν. Η περιοχή του ακρωτηρίου Ακρίτας είναι επίσης βραχώδης. Ο Μεσσηνιακός κόλπος είναι κατάλληλος για απόβαση μόνο κοντά στη σημερινή Καλαμάτα, αλλά και πάλι η απόσταση από το ανάκτορο είναι μεγάλη. Εκτός τούτου όταν ένας στόλος μπει στον κόλπο μπορεί εύκολα να αποκλεισθεί. Ο κόλπος όμως του Ναβαρίνου είναι ένα εξαίρετο φυσικό λιμάνι, καθώς και ο κόλπος της Βοϊδοκοιλιάς που ήταν ασφαλώς και το λιμάνι του ανακτόρου, σε απόσταση μόνο 6 χλμ. Γνωρίζουμε από τις πινακίδες ότι οι ακτές ήταν διηρημένες σε δέκα τομείς και φρουρούνταν, και ότι περισσότερο ενισχυμένες ήταν οι φρουρές στις δύο αυτές ευαίσθητες θέσεις, του Ναβαρίνου και της Βοϊδοκοιλιάς. Οι επιδρομείς ήρθαν, καθώς φαίνεται, από την θάλασσα, από τα νότια, έχοντας ξεκινήσει από κάποια ανατολική περιοχή της Μεσογείου. Αλλά ποιοι ήταν; Οι μελετητές πιστεύουν ότι στην καταστροφή της Πύλου δεν ήταν αμέτοχοι αυτοί που ονομάζονται "λαοί της θάλασσας". Μια ομάδα από αυτούς μπορεί κάλλιστα να εξεστράτευσε, να λήστεψε και να κατέλυσε τελικώς το μικρό κράτος της Πύλο. Οι χρονολογίες ταιριάζουν. Ανάμεσα στα 1225 και 1180 π.Χ. εκινούντο οι "λαοί της θάλασσας" σ' αυτή την περιοχή της Μεσογείου και είχαν καταστήσει επικίνδυνη τη ναυσιπλοΐα. Ίσως έτσι εξηγείται η έλλειψη χαλκού που αναφέρεται στην πινακίδα, γιατί θα ήταν δύσκολο για τους Πυλίους να προμηθευτούν το πολύτιμο μέταλλο. οι πινακίδες δίνουν επίσης πληροφορίες για την εποχή της καταστροφής. Υπάρχουν απογραφές για πρόβατα που ακόμη δεν έχουν κουρευτεί, δεν έχει γίνει ακόμη θερισμός, καμιά συγκομιδή για σιτηρά, ούτε φυσικά τρύγος. Σε μια πινακίδα, και μάλιστα στην πινακίδα "των προσφορών", αναφέρεται η λέξη po-ro-wi-to (Πλοΐστιος)και οι μελετητές υποθέτουν ότι πρόκειται για όνομα μηνός, οπότε θα πρόκειται για τον μήνα της ναυσιπλοΐας. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι ξεκινούσαν τα θαλάσσια ταξίδια γύρω στα τέλη Μαρτίου. Εάν οι μελέτες είναι σωστές, παρατηρούμε ότι υπάρχει σύμπτωση των διαφόρων πληροφοριών και μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά νωρίς την άνοιξη. Η καταστροφή αυτή έγινε γύρω στο 1200 π.Χ. και είναι σύγχρονη με τις καταστροφές των άλλων ανακτόρων. Το ανάκτορο όμως της Πύλου, αντίθετα από τα άλλα μυκηναϊκά ανάκτορα, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, δεν επισκευάσθηκε, ούτε κατοικήθηκε ξανά. Σύμφωνα με την παράδοση οι απόγονοι του Νέστορος έφυγαν, άλλοι προς την Μ. Ασία και άλλοι προς την Αθήνα. Από μεταγενέστερες πηγές είναι γνωστό ότι η ευγενής οικογένεια του Πεισιστράτου καταγόταν από τους Νηλείδες των Αθηνών. Στα ταραγμένα χρόνια του τέλους της Μυκηναϊκής εποχής, πολλοί κάτοικοι από άλλες περιοχές κατέφυγαν στην Αθήνα για να σωθούν, γιατί η πόλη αυτή δεν γνώρισε τις καταστροφές των άλλων μυκηναϊκών κέντρων. Οι ιστορικές παραδόσεις γνωρίζουν και αναφέρουν τη σχετική ηρεμία που επικράτησε στην Αθήνα την εποχή αυτή και την αποδίδουν στο γεγονός ότι οι Δωριείς δεν κατέλαβαν ποτέ την πόλη αυτή. Πολλές όμως οικογένειες θα παρέμειναν στην Πύλο μετά από την καταστροφή του ανακτόρου, γιατί θολωτοί τάφοι εξακολουθούν να κτίζονται και να χρησιμοποιούνται στην περιοχή έως το τέλος του 11ου αι., έως το τέλος δηλαδή της Μυκηναϊκής εποχής. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι η ζωή κατά κάποιο τρόπο συνεχίσθηκε, αλλά ο πληθυσμός σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, μειώθηκε πολύ και έφθασε μόλις στο ένα δέκατο του πληθυσμού της προηγουμένης περιόδου.
Google Map |
LAST_UPDATED2 |