Τίρυνς Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Κυριακή, 02 Νοέμβριος 2008 18:18

 

Η ακρόπολη

Η μυκηναϊκή ακρόπολη της Τίρυνθας είναι χτισμένη σε ένα βραχώδη λόφο ύψους 18 μ. στην πεδιάδα του Αργολικού κόλπου. Το ύψωμα απέχει σήμερα 1,5 χλμ από την παραλία, κατά τη Μυκηναϊκή εποχή όμως, όπως έχουν δείξει γεωλογικές έρευνες, η θάλασσα έφτανε ως τους πρόποδες του λόφου. Η πρωιμότερη κατοίκηση στο λόφο της Τίρυνθας ανάγεται στη Νεολιθική εποχή. Στην Πρωτοελλαδική περίοδο ο οικισμός ήταν ήδη σημαντικός, όπως δείχνουν τα θεμέλια ενός μεγάλου κυκλικού κτίσματος που βρέθηκε κάτω από το μυκηναϊκό ανάκτορο.

Η κατοίκηση των μυκηναϊκών χρόνων εκτεινόταν στα τρία υψώματα του λόφου που ονομάζεται άνω, μέση, και κάτω ακρόπολη καλύπτοντας συνολικά μια έκταση 20.000 τμ. Το μυκηναϊκό οχυρωματικό τείχος, χτισμένο με κυκλώπεια τοιχοδομία, είναι παλαιότερο από αυτό των Μυκηνών και είναι το επιβλητικότερο των μυκηναϊκών ακροπόλεων. Το παλαιότερο τμήμα της οχύρωσης χτίστηκε γύρω στο 1400 π.Χ. Η ακρόπολη αυτή ήταν μικρή και καταλάμβανε το χώρο που είχε αργότερα μόνο το ανάκτορο. Αργότερα άλλαξε η διαρρύθμιση της ανατολικής εισόδου, ενισχύθηκε το νότιο τείχος και η ακρόπολη περιέκλεισε μια ακόμη μεγάλη περιοχή, τη μέση ακρόπολη. Η δεύτερη αυτή ακρόπολη κτίσθηκε έναν αιώνα αργότερα, γύρω στο 1250 π.Χ., και ήταν διπλάσια σε μέγεθος. Η τελική διαμόρφωση της ακρόπολης στη μορφή που είναι σήμερα ορατή ολοκληρώθηκε γύρω στο 1200 π.Χ. Κατά το διάστημα αυτό, το νότιο τείχος ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, η ανατολική είσοδος έγινε σχεδόν απόρθητη και προστέθηκε το οχυρωματικό τείχος της κάτω ακρόπολης. Η οχύρωση περιλάμβανε τώρα ολόκληρη την επιφάνεια του υψώματος εξασφαλίζοντας έτσι τον ανεφοδιασμό του οχυρού σε νερό. Τα τείχη της έχουν περίμετρο 725 μ., πάχος 4,50 μ. έως 17 μ. και σώζονται σήμερα σε ύψος 7,50 μ.

Το κυκλώπειο τείχος της Τίρυνθας είναι εξαιρετικά επιβλητικό. Οι λίθοι με τους οποίους είναι κτισμένο έχουν εμφάνιση ανώμαλη, εκτός από τους γωνιακούς που είναι αρκετά τετραγωνισμένοι, αλλά η εντύπωση της μεγαλοπρέπειας αυξάνεται κυρίως διότι κατά τόπους υπάρχουν πελώριοι ογκόλιθοι (με 3-4 μέτρα μήκος) που δίνουν στο σύνολο μια εμφάνιση τραχιά και πολύ μνημειώδη.

Η κυρία είσοδος της ακρόπολης είναι στην ανατολική πλευρά. Μια αναβάθρα έχει κτισθεί κατά μήκος του ανατολικού τείχους. Η πρόσβαση αυτή αναγκάζει τον εχθρό να επιτίθεται με περιορισμένο αριθμό οπλιτών και τον θέτει εκ των πραγμάτων σε μειονεκτική θέση αφού του λείπει η δυνατότητα μεγάλης ευελιξίας και ευχέρειας βολής. Εκτός τούτου οι οπλίτες είναι άμεσα εκτεθειμένοι στους υπερασπιστές της ακρόπολης που βρίσκονται επάνω στα τείχη. Μια δίοδος, που ήταν καθώς φαίνεται ανοικτή, οδηγεί σ' έναν μακρύ διάδρομο ο οποίος συνδέει την κύρια είσοδο με τη βόρεια προσθήκη, την κάτω ακρόπολη. Στον ανατολικό τοίχο του διαδρόμου υπάρχει μια κόγχη που πιθανότατα ήταν ιερό πύλης. Η κάτω ακρόπολη έχει δύο ακόμη προσβάσεις. Η μία βρίσκεται στο βορρά, μοιάζει με παράθυρο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο με τη βοήθεια κινητής σκάλας. Η άλλη, προς τα δυτικά, ήταν μια κανονική στενή πύλη με πόρτα.

Η κάτω ακρόπολη είχε κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή. Από τη Μεσοελλαδική περίοδο λειτουργούσε σαν οικισμός, ήταν όμως ατείχιστη. Οχυρώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου και περιβλήθηκε με κυκλώπειο τείχος μέσα στην ίδια περίοδο, μερικά χρόνια αργότερα, συγχρόνως με τις επισκευές που έγιναν στην επάνω ακρόπολη. Η περιοχή ήταν ήδη πυκνά κατοικημένη. Μετά από τις καταστροφές του τέλους της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου ο χώρος της κάτω ακρόπολης αναδιοργανώθηκε εξ ολοκλήρου σύμφωνα με νέο σχέδιο και παρέμεινε πυκνοκατοικημένος σε όλη τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ Γ ως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής.

Ο οικισμός της κάτω ακρόπολης περιλαμβάνει τάφους, σπίτια, εργαστήρια και ιερά. Ορισμένα σπίτια αποτελούσαν αυτόνομες οικιστικές μονάδες και εκτός από το χώρο της κατοικίας είχαν αποθήκες και εργαστήρια. Ένα σημαντικό ιερό κτίριο, στο οποίο διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις της ΥΕ ΙΙΙ Γ περιόδου, είναι προσκτισμένο στο δυτικό τείχος. Έχει σχήμα μεγαροειδές και επικονιαμένους τοίχους. Στο εσωτερικό του βρέθηκε θρανίο για λατρευτική χρήση. Ένα δεύτερο σημαντικό ιερό κτίριο που ήταν σε χρήση στην ΥΕ ΙΙΙ Β και ΙΙΙ Γ περίοδο, περιλαμβάνει ένα οικιακό ιερό και διάφορα δωμάτια που ήταν αρχεία και αποθήκες. Το κτίριο αυτό έχει επονομαστεί "κατοικία της ιέρειας" ξαι συνδέεται, καθώς φαίνεται, με τη λατρεία που ετελείτο σε μία από τις κόγχες που είχαν διαμορφωθεί στο εσωτερικό του δυτικού τείχους. Από τα ιερά αυτά κτίρια προέρχονται πολλά αξιόλογα ειδώλια, μεγάλα και μικρά, καθώς και ρυτά και άλλα αγγεία.

Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι στην κάτω ακρόπολη συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι της περιοχής σε περίπτωση πολέμου, αλλά αυτό δεν είναι βεβαιωμένο. Ίσως ένας από τους λόγους που κατασκευάστηκε η προσθήκη αυτή ήταν να προστατευθεί η πρόσβαση προς τα αποθέματα νερού της ακρόπολης. Πράγματι, στο βορειοδυτικό άκρο της κάτω ακρόπολης ανακαλύφθηκαν το 1962 δύο υπόγειες παράλληλες "σύριγγες" που οδηγούν σε δύο δεξαμενές, υδρομαστευτικές, οι οποίες συγκεντρώνουν το νερό από τα γύρω υψώματα. Οι δύο σύριγγες, η βόρεια (μήκος 28,90 μ.) και η νότια (μήκος 30,70 μ.), έχουν την είσοδό τους στην εσωτερική πλευρά του κυκλώπειου τείχους, το διασχίζουν εγκαρσίως και καταλήγουν καθεμιά σε μια υπόγεια κρήνη. Οι σύριγγες είναι κτισμένες με το κυκλώπειο σύστημα και στεγάζονται με καμάρα κατά τον εκφορικό τρόπο. Στο άνω μέρος, μεταξύ των τοιχωμάτων αφήνεται ένα κενό που σκεπάζεται με καλυπτήριες πλάκες οι οποίες ακολουθούν την κατηφορική κλίση των συρίγγων. Ένα τμήμα του άνω μέρους των συρίγγων ήταν ορατό πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και εξαιτίας της κλίσης των καλυπτήριων πλακών είχε μια διάταξη βαθμιδωτή. Οι σύριγγες έπαψαν να χρησιμοποιούνται μετά το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής και με τον καιρό γέμισαν χώματα και λάσπη.

Στην Αρχαϊκή εποχή οι μυκηναϊκές σύριγγες της Τίρυνθας συνδέθηκαν με τη μυθολογία και θεωρήθηκε ότι ήταν οι θάλαμοι των θυγατέρων του Προίτου που αναφέρει ο Παυσανίας. Τότε ίσως απέκτησαν ιερό χαρακτήρα.

Τον 7ο αι. π.Χ., όταν το εσωτερικό των συρίγγων δεν ήταν πια σε χρήση, χαράχθηκαν δύο επιγραφές επάνω σε καλυπτήριες πλάκες της νότια σύριγγας. Πρόκειται για μια "δημοσίευση εμφανή" σε ένα γνωστότατο και σπουδαίο σημείο της Τίρυνθας. Ήταν διαδεδομένη στην αρχαιότητα η συνήθεια να γράφονται τα σπουδαία ψηφίσματα στους τοίχους των δημοσίων οικοδομημάτων. Εδώ είναι η παλαιότερη εμφάνισή της. Οι επιγραφές αναφέρονται σε συμπόσια ή συσσίτια και τις σχετικές εισφορές. Μνημονεύονται ο Ζεύς και η Αθηνά ως οι κύριες θεότητες της πόλης. Οι επιγραφές αυτές καθώς και άλλα αρχαιολογικά δεδομένα δημιουργούν ερωτηματικά σχετικά με την ταυτότητα της θεάς στην οποία αφιερώθηκε ο γεωματρικός ναός που κτίσθηκε στη θέση του ανακτόρου, και είναι πιθανόν να μην ήταν η Ήρα, όπως γενικά πιστεύεται, αλλά η Αθηνά, στην οποία είναι αφιερωμένοι και άλλοι ναοί που κτίσθηκαν επάνω σε μυκηναϊκά ανάκτορα, συγκεκριμένα στις Μυκήνες και στην Αθήνα. Στην περίπτωση αυτή ο ναός της Ήρας, της οποίας η λατρεία είναι βεβαιωμένη στην Τίρυνθα, θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη θέση.

Η άνω ακρόπολη έχει δύο προσβάσεις. Την κύρια είσοδο στην ανατολική πλευρά και μια δεύτερη βοηθητική στη δυτική. Η επίσημη είσοδος αποτελείται από δύο διαδοχικές ισχυρές πύλες εκ των οποίων η πρώτη μοιάζει πολύ με την Πύλη των Λεόντων. Οι παραστάσεις και το κατώφλι είναι από αμυγδαλίτη λίθο, που τον είχαν φέρει ασφαλώς από τις Μυκήνες γιατί τέτοιος λίθος δεν υπάρχει στην Τίρυνθα. Η πόρτα ασφάλιζε με μια οριζόντια δοκό η οποία γλιστρούσε συρταρωτά σε μια εσοχή μέσα στον τοίχο. Η δεύτερη πύλη οδηγεί σ' ένα προάυλιο με κιονοστοιχία στην ανατολική του πλευρά. Πίσω από αυτήν, σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, μέσα στο εσωτερικό του τείχους, είχε κατασκευασθεί μια σειρά επτά αποθηκών (4,30 Χ 3,30 μ.) που συνδέονται μεταξύ τους με μακρόστενο διάδρομο, "μία από τις περίφημες σύριγγες της Τύρινθας". Τόσο οι αποθήκες όσο και ο διάδρομος στεγάζονται με οξυκόρυφη καμάρα. Παρόμοιο σύστημα διαδρόμου-αποθηκών έχει δημιουργηθεί και στην προσθήκη του νότιου τείχους.

Το νότιο τείχος δεν είναι ένα συμπαγές κτίσμα. Στην τελική επισκευή της ακρόπολης, κατά μήκος της νότιας και της νοτιοδυτικής όψης του κυκλώπειου τείχους και εμπρός από αυτό, κτίσθηκε ένα ισχυρό νέο σκέλος. Στη δυτική του άκρη σχημάτιζε πύργο και περιέλαβε στο πάχος του δύο τετράγωνους τυφλούς χώρους που επικοινωνούσαν μόνο με τα ανώγειά τους με φορητές ξύλινες σκάλες. Στη νότια πλευρά, ανάμεσα στο παλαιό τείχος και στο νέο σκέλος, δημιουργήθηκε ένας μακρύς διάδρομος στεγασμένος με οξυκόρυφη θολωτή στέγη κτισμένη με τον εκφορικό τρόπο, καθώς και μια σειρά αποθηκών. Στη δυτική του άκρη ο διάδρομος είναι κλειστός, ενώ στην ανατολική καταλήγει σε οξυκόρυφο παράθυρο-πολεμίστρα από το οποίο και φωτίζεται το συγκρότημα. Στον διάδρομο εξάλλου καταλήγει η στενή κλίμακα που διασχίζει το πάχος του τείχους έως μια μικρή βοηθητική έξοδο που βρισκόταν σ' αυτή την πλευρά ήδη από την προηγούμενη οικοδομική φάση της ακρόπολης.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία της οχύρωσης είναι ο δυτικός προμαχώνας, ο οποίος στην τρίτη φάση της ακρόπολης έζωσε ένα ολόκληρο τμήμα του δυτικού τείχους προστατεύοντας έτσι τη βοηθητική δυτική είσοδο. Ο πολύ ισχυρός αυτός προμαχώνας ξεκινά από έναν πύργο και, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο, έρχεται να ακουμπήσει στις γωνίες του παλαιού τείχους. Η δυτική είσοδος έχει τη μορφή μιας στενής πυλίδας, είναι πολύ στενή προς την εξωτερική της πλευρά και αρκετά πλατύτερη στην εσωτερική. Η διάταξη αυτή έχει αμυντική σημασία. Από την πυλίδα αυτή δεν μπορούσε να μπει παρά ένας πολύ μικρός αριθμός εχθρών, οι οποίοι και αν ακόμη περνούσαν από το άνοιγμα, θα βρίσκονταν αμέσως σ' έναν πλατύ χώρο περικυκλωμένοι από τη φρουρά. Από την πυλίδα ξεκινά μια σκάλα (σώζονται περίπου 65 σκαλοπάτια σε μήκος 50 μέτρων) που φθάνει επάνω στον πύργο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένα μεγάλο άνοιγμα σαν λάκκος, έτσι ώστε και στην περίπτωση που θα ανέβαινε ο εχθρός τη σκάλα, να βρισκόταν μπροστά στην ανοιχτή αυτή παγίδα. Σε καιρό ειρήνης θα σκέπαζαν το λάκκο με ξύλα. Τα αμυντικά αυτά μέτρα θυμίζουν πολύ τα μεσαιωνικά φρούρια με τις μυστικές εισόδους και τις καταπακτές.

Δεν έχει εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίον κατασκευάστηκε αυτό το τεράστιο οχυρωματικό έργο. Η θεωρία ότι κτίσθηκε για διευκολυνθεί η πρόσβαση σε πηγάδια που είναι έξω από το τείχος δεν ικανοποιεί. Μια τέτοια ακρόπολη δεν ήταν δυνατόν να εξαρτήσει τον εφοδιασμό της σε νερό από πηγάδια που βρίσκονται εκτός των τειχών. Εξάλλου οι σύριγγες της κάτω ακρόπολης εξυπηρετούσαν την ύδρευση αρκετά καλά. Οπωσδήποτε, εκτός από την προστασία της δυτικής εισόδου, θα υπήρχε και κάποιος άλλος σημαντικός λόγος για την οικοδόμηση αυτού του έργου, τον οποίον δεν γνωρίζουμε.

Το ανάκτορο

Στο χώρο του ανακτόρου οδηγεί το εξωτερικό πρόπυλο που αποτελείται από δύο στοές, με δύο κίονες εν παραστάσι, χωρισμένες μ' έναν εγκάρσιο τοίχο με πόρτα. Είναι ένα "ελληνικό" πρόπυλο, το πρότυπο για τα πρόπυλα των ελληνικών ιερών, η διάταξή του παραμένει η ίδια για πολλούς αιώνες. Μια θύρα στη βόρεια στοά του προπύλου εξασφαλίζει την κατευθείαν επικοινωνία με τα βορειοανατολικά ιδιωτικά διαμερίσματα.

Το εξωτερικό πρόπυλο συγκοινωνεί με μια εξωτερική τραπεζοειδή αυλή. Στη βόρεια πλευρά της βρίσκονται δύο δωμάτια που είναι ίσως αρχεία ή φυλάκια. Το δεύτερο, εσωτερικό πρόπυλο έχει την ίδια διάταξη με το εξωτερικό, αλλά είναι μικρότερο και οδηγεί στην αυλή του ανακτόρου που είναι τετράπλευρη (17,70 Χ 20,25 μ.), με κίονες στις τρεις πλευρές της και με στρογγυλό βωμό ή βόθρο θυσιών στο κέντρο. Μετά το τέλος των μυκηναϊκών χρόνων γύρω από τον βωμό κτίσθηκε μια τετράγωνη προσθήκη. Στην αυλή υπάρχει επίσης φρεάτιο για να συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής.

Τη βόρεια πλευρά της αυλής καταλαμβάνει η πρόσοψη του μεγάρου, του μεγαλοπρεπέστερου από τα διαμερίσματα του ανακτόρου. Παρατηρούμε ότι το μέγαρο, η έδρα της βασιλικής εξουσίας, βρίσκεται καλά προστατευμένο στο κέντρο του ανακτορικού συγκροτήματος και ότι η πρόσβαση σ' αυτό δεν ήταν εύκολη.

Η αίθουσα έχει το σχήμα μια δίστυλης στοάς in antis. Το κάτω μέρος των τοίχων φέρει ζωοφόρο από αλαβάστρινες πλάκες που έχουν διακόσμηση αμφημιροδάκων και τριγλύφων με ενθέσεις από κύανο, διακόσμηση που συσχετίστηκε με την ομηρική περιγραφή περί δε θριγκός κυάνοιο. Τρεις δίφυλλες θύρες οδηγούν στον πρόδομο. Στη δυτική πλευρά του προδόμου μια θύρα επιτρέπει την πρόσβαση κατευθείαν στα δυτικά διαμερίσματα ενώ άλλη κεντρική θύρα χωρίς θυρόφυλλα οδηγεί στον δόμο, τον μεγαλύτερο στεγασμένο χώρο του ανακτόρου (9,75 Χ 11,81 μ.). στο κέντρο βρίσκεται κυκλική εστία η οποία περιβάλλεται από τέσσερεις κίονες που στήριζαν την οροφή. Στη μέση του ανατολικού τοίχου του δόμου, εμπρός από την εστία και επάνω σ' ένα μικρό βάθρο, ήταν τοποθετημένος ο θρόνος του βασιλέως. Το δάπεδο ήταν επιχρισμένο με ασβεστοκονίαμα. Με λεπτές εγχάρακτες γραμμές ήταν χωρισμένο σε τατράγωνα, τα οποία είχαν ζωγραφισμένα δελφίνια, χταπόδια και φολιδωτό σχέδιο, θέματα εμπνευσμένα από τον μινωικό θαλάσσιο ρυθμό.

Δίπλα στο μέγαρο βρίσκεται ένας γωνιώδης διάδρομος που εξασφαλίζει την επικοινωνία του πρόδομου με την αυλή, το κλιμακοστάσιο για τον άνω όροφο, ένας φωταγωγός με φρεάτιο για να συγκεντρώνει τα νερά της βροχής, και το διαμέρισμα του λουτρού, το οποίο περιλαμβάνει δύο δωμάτια - τον προθάλαμο με κτιστό θρανίο και το κυρίως λουτρό. Το έδαφος τπυ κυρίως λουτρού αποτελείται από ένα τεράστιο μονόλιθο (3 Χ 4 μ.) που ζυγίζει 20 τόνους και περιβάλλεται από μια βαθμίδα διάτρητη με οπές όπου στερεώνονταν σανίδες οι οποίες αποτελούσαν την επένδυση του λουτρού. Στο έδαφος υπάρχει αυλάκι για να φεύγει το νερό, ενώ το κατώφλι είναι υπερυψωμένο για να μην πλημμυρίζει νερά ο προθάλαμος. Δύο κοιλώματα σαν μικρές γούρνες χρησίμευαν ασφαλώς για να τοποθετούνται αρώματα.

Γύρω από το μέγαρο ένας διάδρομος καταλήγει ανατολικά σ' ένα άλλο μικρότερο και παλαιότερο μέγαρο. Η αίθουσά του δεν έχει κίονες και δεν υπάρχει πρόδομος. Στον δόμο σώζονται οι θέσεις της εστίας και του θρόνου. Το δάπεδο είχε ασβεστοκονίαμα και έφερε διακόσμηση ανάλογη με εκείνη του μεγάλου μεγάρου. Το μικρό αυτό μέγαρο ονομάζεται "μέγαρο της βασίλισσας", αλλα δεν είναι γνωστό αν η ονομασία αναποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γύρω του υπάρχει ένας διάδρομος που το χωρίζει από ένα τρίτο μέγαρο ακόμη μικρότερο. Ένα κλιμακοστάσιο οδηγεί στον άνω όροφο και από την περιοχή αυτή. Εμπρός από τα δύο μικρά μέγαρα βρίσκεται μια αυλή, η οποία μέσω ενός διαδρόμου τα συνδέει κατευθείαν με το εξωτερικό πρόπυλο. Τα δωμάτια κοντά στο ανατολικό τείχος ήταν καθώς φαίνεται εργαστήρια.

Οι τοίχοι του ανακτόρου ήταν λίθινοι στο κάτω μέρος, ενώ στο επάνω ήταν κτισμένοι με ωμές πλίνθους και με ξυλοδεσιές. Οι παραστάδες και οι κίονες ήταν από ξύλο και είχαν λίθινες βάσεις.

Το ανάκτορο υπέστη διάφορες καταστροφές κατά το διάστημα των αιώνων. Μια σημαντική καταστροφή έγινε προς το τέλος της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1200 π.Χ., καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Μετά την καταστροφή του ανακτόρου, η ακρόπολη της Τίρυνθας εξακολούθησε να κατοικείται έως το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου, περίπου έως το 1100 - 1050 π.Χ.

Οι οικοδομικές δραστηριότητες των κατοίκων της Τίρυνθας δεν περιορίστηκαν στην ακρόπολη. Κατά την εποχή της ακμής της κατασκευάστηκαν στην πεδιάδα αναχώματα και τείχη με σκοπό να μεταφέρουν την κοίτη του γειτονικού ποταμού και να προστατέψουν έτσι την περιοχή από τις πλημμύρες. Στα ανατολικά της ακρόπολης έχουν βρεθεί μυκηναϊκοί θαλαμοειδείς τάφοι, ενώ σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από την ακρόπολη, στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία, βρέθηκε ένας θολωτός τάφος.


Google Map

LAST_UPDATED2