Αθήνα Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Δευτέρα, 03 Νοέμβριος 2008 20:39

Η Αθήνα ήταν μία από τις λίγες βασιλικές ακροπόλεις, η οποία ποτέ δεν εκπολιορκήθηκε και αποτελούσε μια από τις ενδοξότερες παραδόσεις των κατοίκων της το γεγονός ότι τα τείχη της Ακρόπολης προστάτευαν όχι μόνο τους Μυκηναίους της Αττικής αλλά και φυγάδες από λιγότερο τυχερές πόλεις, που βρίσκονταν αρκετά μακρυά, όπως η Πύλος. Το σχήμα της Ακρόπολης είναι εκείνο που αρχικά σχεδιάστηκε από Μυκηναίους αρχιτέκτονες. Τα τείχη και το ανάκτορο χτίστηκαν αργά στην ιστορία των Αθηνών της Εποχής του Χαλκού. Από την Νεολιθική Εποχή και μετά οι πιο ακμάζουσες εγκαταστάσεις βρίσκονταν σε περιοχές της υπαίθρου, εκμεταλλευόμενες τον θαλάσσιο πλούτο, όπως ο ’γιος Κοσμάς, ή την εύφορη γη της μεσογαίας, όπως η τειχισμένη Βραυρώνα. Υπάρχουν όστρακα ΥΕ Ι-ΙΙ εποχής στη θέση του μεταγενέστερου ανακτόρου, που επιβεβαιώνουν κάποια δυναστική εδραίωση κατά την περίοδο των πρώιμων θολωτών τάφων. Σύμφωνα με την παράδοση ο Κέκροψ, ο πρώτος βασιλιάς των Αθηνών είχε φθάσει στην Ακρόπολη το 1581 π.Χ.. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας θολωτός τάφος κάτω από την Ακρόπολη ή στον λόφο του Φιλοπάππου, όμως δεν έχει βρεθεί κανείς.

Μετά την πτώση της Κνωσού καινούργιος πλούτος συγκεντρώθηκε γύρω από τους πρόποδες της Ακρόπολης, πλούτος που αντιπροσωπεύεται από τον βασιλικό τάφο με την ελεφάντινη πυξίδα και τα πολλά θαυμάσια αγγεία. Από τότε και μέχρι το 1200 π.Χ. παρατηρείται μια υψηλή αναλογία ξένων εισηγμένων προϊόντων, όπως φαγεντιανής και σκαραβαίων από την Αίγυπτο, αμφορέων κρασιού από την Χαναάν, κασσίτερου και λιπαρίτη λίθου, και μια στενή σχέση στην αγγειογραφία με ρυθμούς της Κρήτης και της Ρόδου. Ένα αγγείο στην Τροία VI έχει χαρακτηρισθεί με επιφύλαξη σαν Αττικό.

Στην Ακρόπολη των Αθηνών διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη φάση, στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, κτίσθηκε στο βόρειο τμήμα του βράχου μια σειρά αναλημματικών τοίχων που στήριζαν πέντε άνδηρα διαφόρου σχήματος και μεγέθους. Επάνω στην ισοπεδωμένη αυτή περιοχή είχε οικοδομηθεί το ανακτορικό συγκρότημα. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκαν οι προσβάσεις στην Ακρόπολη, η βορειοανατολική άνοδος και μία βοηθητική στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου, ο οποίος πλέον λειτουργούσε ως ακρόπολη, ήταν όμως ατείχιστος.

Η δεύτερη οικοδομική φάση τοποθετείται στα τέλη της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, εποχή κατά την οποία επεκτείνονται και αποκτούν την τελικά τους μορφή οι ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Στην περίοδο αυτή η Ακρόπολη των Αθηνών τειχίστηκε με κυκλώπειο τείχος και στον τύπο της οχύρωσης είναι φανερή η επίδραση από τα αργολικά πρότυπα.

Το κυκλώπειο τείχος σώζεται αποσπασματικά, αλλά η διαδρομή του είναι γνωστή και ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του βράχου. Η κύρια είσοδος της Ακρόπολης ήταν στη δυτική πλευρά και αποτελείτο από μία διπλή πύλη προστατευμένη από έναν προμαχώνα ο οποίος διατηρείται ως σήμερα. Στην πρόσοψή του υπάρχει κτιστή κόγχη όπου είχε δημιουργηθεί ιερό πύλης.

Στη βόρεια πλευρά του τείχους κατασκευάστηκε υπόγεια κρήνη στην οποία οδηγούσε κλιμακωτή κάθοδος στο όρυγμα βάθους περίπου 40 μ. Η αρχή της καθόδου βρισκόταν κάτω από το τείχος, στα θεμέλια της οικίας των Αρρηφόρων, και είχε τη μορφή κατηφορικής σύριγγας κτισμένης με τον κυκλώπειο τρόπο. Η δεξαμενή έφερε επένδυση ξύλου, αντίστοιχη της υπόγειας λίθινης κρήνης των Μυκηνών ή του εντυπωσιακού υδρευτικού συστήματος της Τίρυνθας, που όλες κατασκευάστηκαν την ίδια εποχή. Κλιμακωτή κάθοδος από πέντε επάλληλα ξύλινα δάπεδα, με σκαλοπάτια που ήσαν από λίθο και ξύλο, οδηγούσε σε κεφαλόσκαλο πάνω από μια κρυφή δεξαμενή πολύ κάτω από την επιφάνεια της γης. Ήταν πολύ απότομη και η υγρασία προκάλεσε τόση φθορά στο ξύλο, ώστε φαίνεται να σάπισε τελείως μετά από χρήση μόνο 25 ετών. Τότε αναζήτησαν συμπληρωματικό νερό ανοίγοντας φρέατα στις πλαγιές του λόφου, ακριβώς έξω από τα τείχη. Στα ιστορικά χρόνια η αρχή της σύριγγας χρησιμοποιήθηκε ως μυστική δίοδος για τις Αρρηφόρους που μετέβαιναν στο ιερό του Έρωτος και της Αφροδίτης.

Από το ανακτορικό συγκρότημα που βρισκόταν στο εσωτερικό της Ακρόπολης σώζονται ελάχιστα αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία υποδηλώνουν τη μεγαλοπρέπεια του κτιρίου, ανάλογη με των άλλων μυκηναϊκών ανακτόρων, αλλά με κανέναν τρόπο δεν επιτρέπουν την αναπαράστασή του. Εκτός από το ανάκτορο, στο εσωτερικό της Ακρόπολης υπήρχαν κι άλλα κτίρια από τα οποία επίσης ελάχιστα κατάλοιπα έχουν διασωθεί.

Την οχύρωση του βράχου συμπλήρωνε η κάτω ακρόπολη, το Πελαργικόν των ιστορικών χρόνων που αποκαλείται από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς και Εννεάπυλον. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, το Πελαργικό βρισκόταν κάτω από το βόρειο τείχος, ήταν βραχώδες, περιελάμβανε το σπήλαιο του Πανός, και ήταν κοντά στο τέρμα της οδού των Παναθηναίων, στο Πύθιο και στο Ελευσίνιο. Βρίσκεται στο χαμηλό πλάτωμα των σπηλαίων, στην ΒΔ οφρύ του βράχου όπου σώζονται και ίχνη μυκηναϊκής οχύρωσης. Το Πελαργικό ήταν χώρος κλειστός και απροσπέλαστος, κατάλληλος για κατοίκηση σε περίπτωση ανάγκης. Η επικοινωνία με την Ακρόπολη ήταν εξασφαλισμένη μέσω της βορειοδυτικής προσβάσεως χωρίς άλλη επαφή προς τα έξω. Η ονομασία Εννεάπυλον την οποία παραδίδουν ο Κλείδημος και ο Πολέμων δεν σχετίζεται με τη μυκηναϊκή οχύρωση, αλλά αφορά τοίχους της Γεωμετρικής και της Αρχαϊκής εποχής.

Η μυκηναϊκή Ακρόπολη δεν διατηρείται καλά γιατί ο χώρος χρησιμοποιήθηκε συνεχώς και ανακατασκευάστηκε πολλές φορές. Από την ανασκαφική έρευνα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Ακρόπολη των Αθηνών δεν καταστράφηκε όπως οι άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις, πράγμα που συμφωνεί με την παράδοση.

LAST_UPDATED2