Αθήνα (ΜΓ Ι) Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τετάρτη, 05 Νοέμβριος 2008 19:03

Η πρωιμότερη πλούσια ταφή είναι μια γυναικεία καύση στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, που χρονολογείται λίγο πριν από το τέλος της ΠΓ ΙΙ. Ως τεφροδόχος χρησιμοποιήθηκε ένας θαυμάσιος αμφορέας με οριζόντιες λαβές σε σχήμα διπλού τόξου στην κοιλιά. Κατά την Πρωτογεωμετρική εποχή αμφορείς αυτού του τύπου είχαν χρησιμοποιηθεί συχνά ως τεφροδόχοι σε γυναικείες καύσεις.

Κατά τη Γεωμετρική περίοδο φαίνεται πως προοριζόταν για κυρίες της ανώτερης της, όπως δηλώνουν τα πλούσια κτερίσματα που συνοδεύουν τα τεφροδόχα αυτά αγγεία. Ένα πραγματικά εξαίρετο αγγείο από τον τάφο του Αρείου Πάγου υποδηλώνει με μεγαλύτερη ίσως σαφήνεια την ταξική προέλευση της νεκρής. Το αγγείο έχει τη μορφή επιμήκους στενής λάρνακας με πώμα, που επιστέφεται από πέντε μικρογραφίες σιταποθηκών στη σειρά, και λειτουργία μάλλον συμβολική παρά πρακτική. Ήδη στην πρωτογεωμετρική Αθήνα συναντούμε μικρότερες λάρνακες με απλό χείλος, οι οποίες είχαν προφανώς γίνει σύμβολα υλικής ευημερίας. Μία μάλιστα από αυτές (εισηγμένη από την Αττική) βρέθηκε σαν κτέρισμα σε έναν ιδιαίτερα πλούσιο τάφο στο Λευκαντί, λίγο πριν από το 900 π.Χ. Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες, οι λάρνακα αυτή της κυρίας του Αρείου Πάγου είναι ιδιαίτερα εξεζητημένη. Τα ομοιώματα των σιταποθηκών καθώς και ο αριθμός τους είναι πιθανώς ένα έμβλημα των πεντακοσιομέδιμνων, της ανώτερης δηλαδή κοινωνικής τάξης στην πρώιμη Αθήνα, η οποία περιλάμβανε όσους μπορούσαν να παράγουν 500 μεδίμνους σιτάρι κάθε χρόνο από τα κτήματά τους.

 

Τα κτερίσματα της νεκρής του Αρείου Πάγου είχαν ποιότητα και ποσότητα ανάλογες με την τάξη της. Την συνόδευαν 34 αγγεία, τα οποία - εκτός από 9 - βρέθηκαν σπασμένα μέσα στην πυρά της και στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν τα πιο περίτεχνα και πρωτοποριακά έργα της εποχής τους. Από την πυρά επίσης προέρχονται όστρακα από 21 χειροποίητα εγχάρακτα αγγεία και 9 άλλα αντικείμενα της ίδιας τεχνικής: ψήφοι, σφαίρες και σφοντύλια. Όλα σχεδόν τα πολύτιμα αντικείμενα ήταν μέσα στην τεφροδόχο. Από χαλκό ήταν τρεις περόνες (η μία σιδερένια, με χάλκινο έξαρμα), δύο πόρπες και ένα δαχτυλίδι. Από χρυσό ήταν έξι δαχτυλίδια, τα τρία κατασκευασμένα από λεπτά ευαίσθητα ελάσματα, ενώ τα άλλα τρία ήταν πιο φαρδιά, διακοσμημένα με εγχάρακτους ρόμβους και τεθλασμένες, που περικλείονται από έκκρουστες στιγμές. Το εντυπωσιακό όμως κτέρισμα ήταν ένα ζευγάρι ενωτίων, που διακοσμούνται με περίτεχνα μοτίβα σε κοκκιδωτή και συρματερή τεχνική. Τίποτε στο στυλ του δεν είναι τυπικά ανατολικό, εκτός από τους κρεμαστούς θυσάνους με μορφή ροδιών με κοκκιδωτά φύλλα στον κάλυκά τους. Τα κεντρικά πλακίδια με ορθογώνια διακοσμημένα πλαίσια ανήκουν στη γεωμετρική παράδοση και τα οριζόντια σιγμοειδή (S) συναντώνται σε σύγχρονες πόρπες και περόνες. Φαίνεται ότι τα εξαιρετικά αυτά κοσμήματα κατασκευάστηκαν στην Αθήνα.

Ακόμη περισσότερες πληροφορίες σε ό,τι αφορά τις επαφές με την Ανατολή παρέχουν τα μη μεταλλικά ευρήματα. Το περιδέραιο έχει περισσότερες από χίλιες διασκοειδείς ψήφους από φαγεντιανή, που διακόπτονται κατά διαστήματα από δεκαεπτά γυάλινες ψήφους και μία από ορεία κρύσταλλο. Η μεγαλύτερη ψήφος από ποικιλόχρωμο γυαλί μοιάζει πολύ με μια ανάλογη από τη Σιδώνα, και είναι πολύ πιθανόν ότι όλο το περιδέραιο εισήχθη από την ανατολική Μεσόγειο. Τέλος τρία ελεφαντοστέινα αντικείμενα, δύο σφραγίδες και ένα αποσπασματικό φυλαχτό. Μία από τις σφραγίδες έχει πυραμιδωτό σχήμα, που θυμίζει την εισηγμένη σφραγίδα από φαγεντιανή της Ιαλυσού, όμως η διακόσμηση και των δύο ακολουθεί την τοπική γεωμετρική παράδοση. Το φυλαχτό έχει ίχνη από ένα αδροσχηματισμένο ανθρώπινο πρόσωπο με ένα μεγάλο αποτροπαϊκό μάτι.

Τα πλούσια αυτά ευρήματα συμπληρώνουν εκείνα που βρέθηκαν σε τέσσερις, λίγο μεταγενέστερους, τάφους του Κεραμεικού, των οποίων η κεραμική ανήκει, εν μέρει ή εντελώς, στη ΜΓ Ι περίοδο. Οι τρεις από αυτούς, αρ. 41-43, βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας στον άλλο στο ανατολικό άκρο του νεκροταφείου, στη νότια όχθη του Ηριδανού. Οι πλησιέστεροι τάφοι ανήκουν σε δύο πολεμιστές της προηγούμενης γενιάς (αρ. 2, 38), συνοδευμένους από πλούσια κτερίσματα, και σε μια γυναίκα με πλούσια επίσης κτερίσματα του 900 περ. π.Χ. (ΠΓ τάφος 48). Οι νεκροί που εξετάζουμε ανήκουν επίσης ολοφάνερα στους αρίστους της εποχής τους. Θα μπορούσε ν' αναρωτηθεί κανείς μήπως το τμήμα αυτό του νεκροταφείου προοριζόταν αποκλειστικά για ένα ιδιαίτερο γένος ή για μια αριστοκρατική οικογένεια. Δυστυχώς το πενιχρό σκελετικό υλικό που απέμεινε από τις καύσεις δεν μας επιτρέπει να μελετήσουμε την πιθανή συγγένεια μεταξύ των νεκρών. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι οι νεκροί τω τάφων 42-43 θεωρούνται άτομα ξεχωριστής σημασίας, αν κρίνουμε από τους μνημειακούς κρατήρες, οι βάσεις των οποίων βρέθηκαν in situ αμέσως πάνω από τους τεφροδόχους αμφορείς. Ο τέταρτος και νεότερος πλούσιος τάφος (αρ. 13) ανήκει σε νεαρό πολεμιστή θαμμένο με το σιδερένιο ξίφος του και έχει ως σήμα μια αδροδουλεμένη λίθινη στήλη. Ο τάφος πρέπει ν' ακολουθεί κάποια νέα μόδα και έχει στο εσωτερικό μια όρθια πλάκα, που τον χωρίζει στα δύο. Στον ένα χώρο τοποθετήθηκαν τα καμένα ή άκαυτα κτερίσματα, στον άλλον τα υπολείμματα της πυράς. Ανάμεσα στα τελευταία επισημαίνουμε ιδιαίτερα τέσσερις σιδερένιους δακτυλίους, που είναι τα κέντρα των τροχών του άρματος, το οποίο πιθανότατα μετέφερε τον νεαρό αριστοκράτη στον τάφο του.

Και οι τέσσερις ταφές διαταράχτηκαν πολύ κατά τους Υστερογεωμετρικούς χρόνους και ο τάφοι 41-43 διασώθηκαν μόνο κατά το ήμισυ, χωρίς σχεδόν καθόλου κτερίσματα από την πυρά. Οι τεφροδόχοι όμως ήταν όλες ανέπαφες και η ποικιλία των σωζόμενων ευρημάτων είναι εντυπωσιακή. Ο τάφος 41 έχει γυναικεία καύση σε τεφροδόχο αμφορέα του επιγάστριου τύπου (δηλ. με λαβές στην κοιλιά), παρόμοιο με εκείνον της ταφής του Αρείου Πάγου, και περιείχε τρία πλατιά χρυσά δαχτυλίδια, δύο επιχρυσωμένες σιδερένιες περόνες με ξύλινο σφαιρικό έξαρμα και χρυσή κεφαλή (η μία πολύ κατεστραμμένη), δέκα χάλκινες πόρπες (πέντε ζεύγη) και ένα αποσπασματικό ελεφαντοστέινο αντικείμενο. Το ελεφαντοστέινο αυτό είναι ίσως σφραγίδα με μορφή βάσης τριγωνική, πάνω στην οποία προσαρμόστηκαν δύο κεφαλές πάπιας. Πλαισιώνεται από ταινία με μικρά διάστικτα τρίγωνα, όπως και οι σφραγίδες του Αρείου Πάγου, και προέρχεται μάλλον από το ίδιο τοπικό εργαστήριο. Τα δύο από τα χρυσά δαχτυλίδια είναι απλά, με ένα πλαίσιο με έκκρουστες κουκκίδες, ενώ το τρίτο έχει ραβδώσεις που θυμίζουν δαχτυλίδια από το Λευκαντί και την Κύπρο. Η περόνη είναι το πρώτο αττικό παράδειγμα που θα μπορούσε να συγκριθεί με τις καλλίτερες περόνες της Αργολίδας. Συνδυάζει το πολύ προχωρημένο σχήμα (κεφαλή με δίσκο και απόληξη, προσεγμένοι έξεργοι δακτύλιοι πάνω και κάτω από το έξαρμα), με έναν νέο τύπο διακόσμησης: οριζόντια S χαραγμένα περιμετρικά στο πάνω μέρος του δίσκου και τέσσερις ζώνες τεθλασμένων γραμμών επάνω στο επιχρυσωμένο στέλεχος. Δύο χάλκινες περόνες, που λέγεται ότι προέρχονται από ένα ταφικό σύνολο της Αττικής, έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, με εγχάρακτες τεθλασμένες γραμμές και σταυρούς. Αρκετά διαφέρει η περίεργη χάλκινη περόνη από τον τάφο 13, η κεφαλή της οποίας παίρνει τη μορφή ανθρώπινου ποδιού με υπόδημα, πρόκειται για περίεργη σύλληψη, που τη συναντάμε και στις λαβές δύο πήλινων κυπέλλων, τα οποία προέρχονται από πλούσιους τάφους των μέσων του 9ου αι.

Ακόμη πιο περίτεχνες είναι οι πόρπες αυτής της περιόδου. Κατά την προηγούμενη περίοδο συνέχιζαν τον απλό πρωτογεωμετρικό τύπο με το δύσκαμπτο τόξο. Στις πόρπες αυτού του τύπου το τόξο, που διαπλατυνόταν στο κέντρο, είχε πλαστικούς δακτυλίους στα άκρα, που το ένωναν με το πλακίδιο της πόρπωσης και με τη συστροφή της περόνης. Τώρα όμως, όπως και με τις περόνες, αναπτύσσεται μια έντονη διακοσμητική τάση, που απαιτούσε μεγάλες και επίπεδες επιφάνειες. Ένα έξοχο ζεύγος, έχει σφυρήλατο τόξο και μακρύ (πεπλατυσμένο με στενή απόληξη) πλακίδιο πόρπωσης, τα οποία καλύπτονται από άφθονα εγχάρακτα μοτίβα: τεθλασμένες και ενάλληλες γραμμές, σταυροειδή και οριζόντια σιγμοειδή (S). Αυτό το πείραμα όμως δεν είχε συνέχεια. Στις 8 από τις 10 πόρπες του τάφου 41 υιοθετήθηκε μια πιο πρακτική λύση: το τόξο σφυρηλατείται σε σχήμα ημισελήνου, στο ίδιο επίπεδο με το πλακίδιο πόρπωσης. Και στις δύο όψεις του καθενός υπάρχει ένας διάστικτος αγκυλωτός σταυρός πλαισιωμένος από δύο, επίσης διάστικτα, ψάρια. Στις δύο μεγαλύτερες πόρπες μόνο το πλακίδιο πόρπωσης είναι σφυρήλατο, έχει χαλαρό τετράπλευρο σχήμα και δέχεται την κύρια διακόσμηση: στη μια περίπτωση είναι ένα καλοχαραγμένο πλοίο (διατηρείται μόνο η πλώρη, αλλά μπορούμε να συμπληρώσουμε το ακρόπρωρο [ακροστόλιον, χηνίσκος], το έμβολο και το δικτυωτό κιγκλίδωμα), με ένα ψαράκι που κολυμπά από κάτω, και πλαίσιο από ενωμένα ημικύκλια και οριζόντια σιγμοειδή. Συμπληρωματικά διακοσμητικά μοτίβα (οριζόντια σιγμοειδή και τεθλασμένες) εμφανίζονται στο επίμηκες επίπεδο στέλεχος μεταξύ του πλακιδίου πόρπωσης και του τόξου, και λιγότερα στο καθαυτό τόξο. Αυτές οι πρωτοποριακές πόρπες του τάφου 41 εισάγουν τους δύο πιο φιλόδοξους γεωμετρικούς τύπους, οι οποίοι διακρίθηκαν αργότερα. Ειδικά το τετράπλευρο πλακίδιο δεχόταν συχνά ένα εικονιστικό θέμα, και ίσως έτσι ξεκίνησε μια παρόμοια μόδα στην κεραμική, όπου για πρώτη φορά στην ΜΓ ΙΙ εμφανίζονται μικρές τετράπλευρες πλαισιωμένες μετόπες με εικονιστικές παραστάσεις.

Ο επόμενος τάφος (αρ. 42) περιείχε μια ανδρική καύση σε τεφροδόχο αμφορέα, σφραγισμένο, ως συνήθως, με χάλκινη φιάλη, η οποία όμως δεν είναι απλή όπως οι άλλες, αλλά εισηγμένο ανατολικό προϊόν με εμπίεστη παράσταση: φαίνεται πομπή έξι γυναικών που κρατούν στο αριστερό χέρι και μυρίζουν από ένα άνθος λωτού, ενώ με το δεξί κρατούν την ουρά ενός ζώου. Τα ζώα είναι δύο κατσίκες, δύο ταύροι και δύο λιοντάρια. Ενώ όλα α ζώα προχωρούν ήσυχα, ένα λιοντάρι έχει γυρίσει το κεφάλι πίσω, σαν να διαμαρτύρεται. Το στυλ του θυμίζει πολύ σύγχρονα έργα των νεο-χεττιτικών πριγκιπάτων της βόρειας Συρίας, εκτός από τη διαγράμμιση στις περούκες, που είναι αιγυπτιακό χαρακτηριστικό. Ο συνδυασμός αυτός μας οδηγεί στη σκέψη ότι πρόκειται για έργο Φοίνικα τεχνίτη. Αλλά που ήταν το εργαστήριό του; Μία παρόμοια φιάλη προέρχεται από το ιερό στο Ιδάλιον της Κύπρου, με ολόιδια παραπληρωματική διακόσμηση (τρεις ζώνες με πλοχμό και έναν κεντρικό ρόδακα) και μια λατρευτική σκηνή, όχι τόσο στυλιζαρισμένη όπως η δική μας, πρόκειται για μεταγενέστερο έργο, που ανήκει ωστόσο στην ίδια παράδοση. Εάν η λατρευτική σκηνή της φιάλης έχει σχεδιαστεί ειδικά για το ιερό αυτό, τότε στην Κύπρο θα πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση της φιάλης του Κεραμεικού. Σημειώνουμε πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ιδρύθηκε την ίδια εποχή η κυριότερη φοινικική αποικία στην Κύπρο.

Το διάδημα από λεπτό φύλλο χρυσού χρυσού είναι ένα ακόμη ανατολίτικο κόσμημα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Βρέθηκε ένα στον τάφο αρ. 42, ένα στον τάφο 43, δύο στον τάφο 13 και πέντε σε πλούσιους τάφους, σε άλλες περιοχές του οικισμού. Όλα τα διαδήματα, εκτός από ένα, σχετίζονται με ανδρικές καύσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ή ιδέα ήρθε μέσω της Κύπρου, και ένα λίγο πρωιμότερο παράδειγμα από έναν τάφο της Κνωσού έχει εισαχθεί πιθανώς από την Κύπρο. Όλα όμως τα αθηναϊκά διαδήματα φαίνονται σαν ντόπια έργα, με εμπίεστα και ανάγλυφα μοτίβα τεθλασμένων γραμμών, που εντάσσονται στη γεωμετρική παράδοση. Στην Αθήνα συναντάμε τώρα περισσότερα διαδήματα από όσα σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο πριν τα μέσα του 8ου αι.

 

LAST_UPDATED2