Κρήτη (ΜΓ ΙΙ) Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τετάρτη, 05 Νοέμβριος 2008 19:40
Στην Κνωσσό συνηθίζεται, όπως και στο παρελθόν, η καύση σε τεφροδόχους μέσα σε οικογενειακούς τάφους, αλλά γύρω στο 850 π.Χ. παρουσιάζεται ένα μεγάλο χάσμα στη χρήση των νεκροταφείων. Από τις ομάδες της Φορτέτσας, οκτώ παλιοί θαλαμωτοί τάφοι δεν δέχονται πλέον καθόλου ταφές μετά το 850 π.Χ., ενώ πέντε νέοι τάφοι ανοίγονται στα τέλη του 9ου αι., και μόνο σε δύο περιπτώσεις υπάρχουν σειρές καύσεων που γεφυρώνουν το ενδιάμεσο αυτό διάστημα. Το νεκροταφείο του Αγ. Ιωάννη, στις βόρειες παρυφές, παύει να χρησιμοποιείται μετά το 850 π.Χ., ενώ οι ακόμη πιο απομακρυσμένοι τάφοι στο Ατσαλένιο και στον Μασταμπά, στα περίχωρα του σημερινού Ηράκλειου, δέχονται κατά την Πρωτογεωμετρική Β' τις πρώτες τους ταφές, οι οποίες αποτελούν σημαντικότατες αποδείξεις για την εξάπλωση της κνωσσιακής πόλεως.

Αυτήν την εποχή χρησιμοποιούνται πολύ δύο ακόμη νεκροταφεία. Το πρώτο είναι μια ομάδα θαλαμωτών τάφων, πιθανώς μινωικών σε δεύτερη χρήση, κατά μήκος της ακτής της Κεφάλας, ανατολικά του ποταμού Καίρατου (οι πρώτες ταφές γύρω στο 900 π.Χ.). Το άλλο βρίσκεται στον Τεκέ (1,5 χλμ βόρεια της Κεντρικής Κνωσσού), στο οποίο βρέθηκε θαλαμωτός τάφος με πολύ καλά "πρώιμα γεωμετρικά" αγγεία. Ένας άλλος ξαναχρησιμοποιημένος μινωικός θόλος έδωσε μια εκπληκτική συλλογή κοσμημάτων, που είναι υα σημαντικότερα κρητικά ευρήματα της περιόδου.

Μια μελέτη του θολωτού τάφου του Τεκέ απέδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του θησαυρού του τάφηκε μαζί με τον πρώτο νεκρό, στα τέλη του 9ου αι. Τα κοσμήματά του είχαν τοποθετηθεί σε δύο αβαφή αγγεία, που βρέθηκαν ανέγγιχτα σε δύο κοιλότητες κάτω από το δάπεδο, δεξιά και αριστερά της εισόδου του θαλάμου. Αν ο νεκρός ήταν ντόπιος κάτοικος της Κνωσού, τότε τα κοσμήματα αυτά θα είχαν τοποθετηθεί μέσα στην τεφροδόχο του. Το γεγονός ότι τάφηκαν ξεχωριστά, στο επίπεδο της θεμελίωσης, για να καθαγιαστεί ο τάφος, φανερώνει αντιλήψεις ανατολικού χαρακτήρα, όπως εξάλλου και τα ίδια τα κοσμήματα. Μαζί με τα κοσμήματα βρέθηκαν επιπλέον και αδούλευτα χρυσά και αργυρά κομμάτια, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο ίδιος ο νεκρός ήταν ένας Ανατολίτης κοσμηματοτεχνίτης, που ήρθε στην Κνωσσό για να διδάξει και να εργαστεί. Στην κηδεία του τάφηκαν μαζί του τα απομεινάρια από το εργαστήριό του. Από ένα σύνολο 34 κοσμημάτων ξεχωρίζουν τρία από τα καλύτερα που αντιπροσωπεύουν άριστα τη δεξιοτεχνία του και προκαλούν σε σύγκριση τα ανάλογα ανατολίτικα κοσμήματα της Ελευσίνας και της Ανάβυσσου. Το περίαπτο αρ. 1, όπως και τα σκουλαρίκια της Ελευσίνας, συνδυάζει τις ημισεληνοειδείς φόρμες, τα περίκλειστα κενά μοτίβα για ένθετη διακόσμηση και τα μοτίβα με κοκκιδωτή και συρματερή τεχνική. Όμως όλα αποδίδονται εδώ σε πιο μεγαλοπρεπή κλίμακα και τα ένθετα υλικά (ήλεκτρο για τους δίσκους και ορεία κρύσταλλος για τη μεγάλη κεντρική ημισέληνο) υπαινίσσονται σαφώς την εικόνα του ήλιου και της σελήνης που υπήρχε στην πρωτότυπη ανατολίτικη σύλληψη. Το περίαπτο κρέμεται από μια εξαιρετική χρυσή αλυσίδα, που απολήγει σε κεφάλια φιδιών διακοσμημένα με κοκκίδωση, τα οποία θυμίζουν την περιγραφή της αλυσίδας από την Ανάβυσσο. Μια παρόμοια απόληξη αλυσίδας, σίγουρα από το χέρι του ίδιου τεχνίτη, κατέληξε στην Ιθάκη. Το περίαπτο αρ. 2 είναι ακόμη πιο περίτεχνο, μ' έναν κεντρικό πλοχμό σε σχήμα σταυρού, στις γωνίες του οποίου κουρνιάζει ένα πτηνό. Το σύνολο περικλείεται από ημικυκλικό πλοχμό, ο οποίος απολήγει σε δύο ανθρώπινες κεφαλές με επίπεδον πόλον. Όλα τα στοιχεία τονίζονται με κοκκιδωτή διακόσμηση. Η συρματερή διακόσμηση και ο πόλος θυμίζουν την πρωτογεωμετρική Β αγγειογραφία, ενώ παρόμοια πτηνά με μακρύ λαιμό εμφανίζονται αργότερα στο κνωσιακό κεραμικό ρεπερτόριο. Τα πτηνά και τα κεφάλια αποτελούν ίσως παραχώρηση του καλλιτέχνη στις τοπικές προτιμήσεις, αλλά το διάδημα αρ. 3 έχει εντελώς ανατολικό θέμα και χαρακτήρα: πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη παράσταση δύο ηρώων που στέκουν πλάτη με πλάτη, σκοτώνοντας από μία λέαινα ο καθένας.

Φαίνεται λοιπόν πως η κνωσσιακή τέχνη στο δεύτερο μισό του 9ου αι. αναζωογονήθηκε από μια συντεχνία κοσμηματοτεχνιτών, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Ανατολή και επανέφεραν την κοκκιδωτή, συρματερή και ένθετη, τεχνική, μαζί με ένα σύνολο καμπυλόγραμμων μοτίβων που βοήθησαν στο ξεκίνημα του πρωτογεωμετρικού Β ρυθμού της κεραμική. Μετά το 800 π.Χ., οι κεραμείς προχώρησαν γρήγορα στα ίδια γεωμετρικά εκείνα κοσμήματα που προτιμούν και τα άλλα ελληνικά κέντρα της εποχής. Αντίθετα, η μεταλλοτεχνία δεν εξελληνίστηκε τόσο γρήγορα. Μέσα σε έναν πίθο από το τάφο 578 της Φορτέτσας, βρέθηκε κόσμημα από φύλλο χρυσού, με παράσταση αντιμαχόμενων λιονταριών, που αποτελούν διασκευή εκείνων του διαδήματος του Τεκέ, μόνο που τώρα περιβάλλονται από γεωμετρικές τεθλασμένες και ιχθυάκανθες, αντί για την ανατολίτικη συνεχή σπείρα.

Την ίδια εποχή χρονολογούνται και δύο χάλκινα ανάγλυφα, κατασκευασμένα στο ίδιο κνωσσιακό εργαστήριο. Η φαρέτρα αρ. 1569 της Φορτέτσας έχει σειρές από όμοιες σφίγγες, που εναλλάσσονται με εραλδικές συνθέσεις βασισμένες στο διάδημα του Τεκέ. Η δεύτερη ανάγλυφη παράσταση, στη ζώνη αρ. 1568 της Φορτέτσας, παρουσιάζει μια συμμετρική εικονιστική παράσταση: στο κέντρο ένας θεός με κράνος στέκει μπροστά σε ναό, πλαισιωμένος από δύο θεές που φορούν ψηλούς πόλους. Ο ναός προστατεύεται και στις τρεις πλευρές από τρεις τοξότες που αντιμετωπίζουν τρία επιτιθέμενα πολεμικά άρματα. Τα έργα αυτά αντιγράφουν, με αρκετά πιστό τρόπο, ορισμένες ανατολικές φόρμες, στις οποίες δίνουν κάποιον ελληνικό χαρακτήρα. Διακρίνονται όμως και οι τοπικές τάσεις τόσο στην τριάδα των θεών (που πιθανώς απεικονίζουν τον Απόλλωνα, την Άρτεμη και την Λητώ) όσο και στην παράσταση της φαρέτρας, όπου γίνεται ένας δύσκολος συμβιβασμός μεταξύ του Άρχοντα των Ζώων, πλαισιωμένου από δύο λιοντάρια, και ενός πολεμιστή που μάχεται με το λιοντάρι.

Προτού αφήσουμε την Κνωσσό, πρέπει να αναφερθούμε σε μερικά ευρήματα από την καθημερινή ζωή της Φορτέτσας. Μια μικρή χάλκινη περόνη (αρ. 378, πρωτογεωμετρική Β) εισάγει μια τυπική κρητική φόρμα, με δύο ή τρεις αυλακώσεις επάνω και κάτω από έναν ψηλό διπλό κώνο. Δύο ζεύγη ασημένιων περονών από τη θόλο του Τεκέ (αρ. 4, 21) αποτελούν μια πιο περίτεχνη παραλλαγή του ίδιου τύπου: η κεφαλή τους έχει σχήμα κυλίνδρου πάνω στο οποίο κάθεται ένα πτηνό. Ένας άλλος νεωτερισμός της Πρωτογεωμετρικής Β είναι η πόρπη με τρία σφαιρίδια στο τόξο, που απαντά στο Βρόκαστρο, αλλά και στους τύμβους της μικρασιατικής Κολοφώνας. Η πρωιμότερη γνωστή εμφάνιση της βόρειας οκτώσχημης πόρπης, σε χώρο νοτιότερα από τη βόρεια Θεσσαλία, σημειώνεται στη Φορτέτσα (αρ. 568), με συνευρήματα του πρώιμου 8ου αι. Υπάρχουν επίσης άφθονα σιδερένια ξίφη και αιχμές δοράτων, οι οποίες έχουν χαρακτηριστικό κρητικό επίμηκες και λεπτό σχήμα. Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ένα σύνολο χαριτωμένων παιδικών πήλινων παιχνιδιών στον παιδικό τάφο Χ της Φορτέτσας, μια βάρκα με πηδαλιούχο, ένα καλάθι και δύο δέντρα πάνω στα οποία κάθονται πουλιά.

Οι ταφές καύσεων σε τεφροδόχους έχουν γίνει πλέον κανόνας σε ολόκληρη την Κρήτη, και μάλιστα αναφέρεται μια τέτοια περίπτωση στο δυτικό άκρο, στο Καβούσι Κισσάμου, όπου η κεραμική πολύ λίγη σχέση έχει με την κνωσσιακή. Ασυνήθως χρησιμοποιούν θαλαμωτούς τάφους και σπάνια μικρές θόλους, όπως μία στο Ροτάσι (αρχαίο Ρύτιον), στην πεδιάδα της Μεσαράς, η οποία είχε κτιστεί κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες και δέχτηκε συνολικά 40 περίπου καύσεις (περίπου 250 αγγεία), από το 900 ως το 650 π.Χ. Μόνο στο απώτατο ανατολικό άκρο του νησιού χρησιμοποιείται κατεξοχήν ο ενταφιασμός. Μια τυπική θέση στην περιοχή είναι το Πισκοκέφαλο, κοντά στη Σητεία, όπου μέσα σε φυσικό σπήλαιο βρέθηκαν δέκα ενταφιασμοί μαζί με έναν σωρό 80 αγγείων, κυρίως της περιόδου αυτής.

Σε θαλαμωτούς τάφους του Βρόκαστρου χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τώρα και οι δύο τρόποι ταφής ταυτοχρόνως, και έχουν βρεθεί ενταφιασμοί σε σε σπηλιά. Κατά τη διάρκεια όμως της περιόδου αυτής, η καύση γίνεται πλέον κανόνας για τους ενηλίκους και ο ενταφιασμός σε πίθους για τα παιδιά. Συνάμα οι θαλαμωτοί τάφοι αντικαθίστανται από τους πολλαπλούς περιβόλους, δηλαδή ένα ακανόνιστο συγκρότημα πρόχειρα κτισμένων υπαίθριων υπαίθριων δωματίων. Οι σειρές της κεραμικής από τους τάφους αυτούς δείχνουν ότι οι ντόπιοι κεραμείς συμβαδίζουν με την κνωσσιακή πρωτογεωμετρική Β και την "πρώιμη γεωμετρικη", αλλά στη συνέχεια χάνουν την επαφή με την κεντρική Κρήτη και όλες οι νέες ιδέες έρχονται απευθείας από την Αττική ή μέσω των Κυκλάδων. Οι πόρπες που έχουν βρεθεί στους περιβόλους παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία. Μαζί με τους παλιούς τύπους με το απλό καμπύλο τόξο βλέπουμε και τη νεότερη παραλλαγή με τα τρία σφαιρίδια, ένα μικρό σιδερένιο δείγμα του τύπου με το τετράγωνο πλακίδιο καθώς και μια νησιώτικη ποικιλία με μακρόστενο πλακίδιο πόρπωσης. Οι πιο εξελιγμένες πόρπες βρέθηκαν σε συνθήκες τέτοιες ώστε δεν μπορούν να προσδιοριστουν χρονικά. Κοντά στο συγκρότημα των περιβόλων υπάρχει ένα ορθογώνιο δωμάτιο που χρησίμευε ως ιερό. Περιείχε μια πήλινη τράπεζα προσφορών διακοσμημένη με έναν μεγάλο ρόδακα, θραύσματα από ειδώλια ανθρώπων και ζώων και έναν αττικίζοντα ΜΓ ΙΙ κρατήρα με πόδι.

LAST_UPDATED2