Πιθηκούσες και Κύμη Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 06 Νοέμβριος 2008 14:05

Η ίδρυση των δύο αυτών αποικιών βοήθησε στην εντατικοποίηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Ευβοέων και των Ιταλών γειτόνων τους. Η ευρεία διάδοση της ελληνικής ή εξελληνισμένης κεραμικής αποτελεί την κυριότερη ένδειξη για τις δραστηριότητες αυτές. Η γραπτή κεραμική ακολουθεί σχεδόν πάντοτε την ευβοϊκή παράδοση, ενώ τα κορινθιακά αγγεία είναι λιγοστά πριν από το 700 π.Χ. Στις ντόπιες θέσεις της Καμπανίας τα συναντούμε κυρίως σε δύο νεκροταφεία, της Καπύης και του Ποντεκανιάνο. Δεν φαίνεται να έχουν πολλές επαφές με το Λάτιο.

Με τους Ετρούσκους είχαν πολύ συχνότερες ανταλλαγές. Οι έμποροι εξάλλου των Πιθηκουσών προμηθεύονταν το σιδηρομετάλλευμα του νησιού Έλβα και οι πλούσιες σε μεταλλεύματα περιοχές της βόρειας Ετρουρίας, που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από την Έλβα, πρέπει να τροφοδοτούσαν τους Έλληνες αποίκους με χαλκό και ασήμι. Φαίνεται ότι οι έμποροι των Πιθηκουσών αποκτούσαν τα μεταλλεύματά τους μέσω των αγορών της νότιας Ετρουρίας και δεν πρέπει να είχαν αποκτήσει άμεση πρόσβαση στα μεταλλωρυχεία.

Οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να ιδρύσουν κανέναν δικό τους εμπορικό σταθμό στην Ετρουρία, όπως έκαναν στην Καμπανία. Έχουμε όμως κάποιες ενδείξεις ότι ορισμένοι τουλάχιστον τεχνίτες από τους αποίκους έστησαν τα εργαστήριά τους σε οικισμούς της νότιας Ετρουρίας.

Πιθηκούσες

Οι Ευβοείς ίδρυσαν τον πρώτο μόνιμο σταθμό τους στην Ίσκια, ένα ηφαιστειακό νησί κοντά στην είσοδο του κόλπου της Νάπολης. Η αποικία των Πιθηκουσών βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, σε θέση οχυρή και άριστη για εμπορικές δραστηριότητες. Μια απόκρημνη ακρόπολη (Μόντε Βίκο) πλαισιώνεται από δύο λιμάνια: στη μία πλευρά υπάρχει μεγάλη παραλία (το σημερινό θέρετρο Λάκκο Αμένο) και στην άλλη ο βαθύς και κλειστός ορμίσκος του Σαν Μοντάνο, ο οποίος οδηγεί στην κοιλάδα όπου βρισκόταν το αρχαίο νεκροταφείο. Στο εσωτερικό, από την άλλη πλευρά της κοιλάδας, στο ύψωμα της Μετζάβια, είναι η περιοχή των μεταλλουργικών εργαστηρίων, όπου βρέθηκαν άφθονα υπολείμματα κατεργασίας μετάλλων.

Οι Πιθηκούσες πρέπει να ιδρύθηκαν σε περίοδο ηρεμίας του ηφαιστείου, ως την Κλασική εποχή. μετά από αλλεπάλληλες σεισμικές αναστατώσεις, η πόλη είχε πλέον χάσει τη σημασία της και δεν αναφέρεται καθόλου στα κείμενα. Ο Λίβιος μάλιστα είναι ο μόνος αρχαίος συγγραφέας που θυμάται ότι ιδρύθηκαν πριν από την Κύμη, άρα πριν από όλες τις υπόλοιπες αποικίες της Δύσης. Η πρωιμότερη κεραμική από τον οικισμό και το νεκροταφείο τον δικαίωσε πλήρως, εφόσον ανέρχεται σίγουρα ως το 750 π.Χ. περίπου και, επιπλέον, δεν έχουμε ίσως ανακαλύψει τους ακόμη παλαιότερους τάφους και τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην ακρόπολη.

Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Ερετριείς και οι Χαλκιδείς συνεργάστηκαν στην ίδρυση των Πιθηκουσών και έζησαν αρχικά με ευημερία, ώσπου μια πολιτική διαμάχη (ίσως ο απόηχος του Ληλάντιου πολέμου) ανάγκασε τους Ερετριείς να αποσυρθούν, ενώ το νησί εγκαταλείφθηκε αργότερα, μετά από σεισμούς και εκρήξεις. Ο Στράβων εξηγεί με δύο αρκετά περίεργους τρόπους τον αρχικό πλούτο της αποικίας: την ευφορία του εδάφους (ευκαρπία) και τα χρυσά κοσμήματα (χρυσία). Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί λιγοστά και ασήμαντα χρυσά κοσμήματα. Επειδή όμως γνωρίζουμε τους πρωτοποριακούς χρυσοχόους στο Λευκαντί του 9ου αι. και στην Ερέτρια του 8ου αι., θα αποδεχόμασταν την ύπαρξη ενός ανθηρού αποικιακού εργαστηρίου στις Πιθηκούσες. Το ηφαιστειακό έδαφος του νησιού είναι κατάλληλο μόνο για καλλιέργεια αμπελιών, στην οποία μπορεί να αναφέρεται η υποτιθέμενη ευκαρπία. Πράγματι η εξαγωγή κρασιού και σταφυλιών θα μπορούσε να είναι σημαντική πηγή πλούτου για τους πρώτους αποίκους.

Ασφαλώς όμως η πιο προσοδοφόρα ενασχόληση των Πιθηκουσαίων ήταν η μεταλλοτεχνία στα εργαστήρια του υψώματος της Μετζάβια. Στον χώρο αυτόν υπάρχει ένα μόνο κτίσμα με οικιακό χαρακτήρα: ένα αψιδωτό σπίτι, το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε από βράχο που έπεσε σε κάποιο σεισμό γύρω στο 720 π.Χ. και δεν επισκευάστηκε ποτέ. Δύο άλλα κτήρια, που κτίστηκαν και επισκευάστηκαν αρκετές φορές στο διάστημα 750 π.Χ. - 675 π.Χ. περίπου, είναι εργαστήρια σιδηρουργών. Στα δάπεδα του ενός βρέθηκε άφθονο σιδηρομετάλλευμα και σκουριά, ενώ το καμίνι βρισκόταν σε μιαν ανοιχτή αυλή. Το καμίνι του άλλου κτηρίου προστατευόταν από πήλινα πλιθιά και κοντά του υπήρχαν δύο αμόνια από σκληρή μπλε πέτρα. Στον ίδιο χώρο κατεργάζονταν και τον χαλκό και τον μόλυβδο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τόξο μιας αποτυχημένης χυτής χάλκινης πόρπης και ένα κυκλικό μολύβδινο βαρίδι, ενωμένο με έναν χάλκινο δακτύλιο, το οποίο έχει βάρος 8,79 γραμμάρια, δηλαδή αντίστοιχο με το σταθερό βάρος του αργυρού αρχαϊκού στατήρα. Το αντικείμενο μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι στον γειτονικό χώρο κατεργάζονταν και πιο πολύτιμα μέταλλα, συμπεριλαμβανομένων ίσως και των χρυσίων του Στράβωνα, γιατί αναφέρεται ότι το βάρος του έχει κάποια σχέση με τα κοσμήματα από ήλεκτρο, που βρέθηκαν σε τάφους του τέλος του 8ου και των αρχών του 7ου αι.

Η ακρόπολη του Μόντε Βίκο υπέστη δυστυχώς τόσες πολλές καταστροφές, που στάθηκε αδύνατο να βρεθούν in situ κάποια ίχνη της πρώιμης αποικιακής εγκατοίκησης. Ένας βόθρος όμως στην ανατολική πλαγιά, χωρίς στρωματογραφία, δίνει περισσότερα στοιχεία για την κατεργασία του σιδήρου, γιατί περιείχε πήλινα φυσερά σε μορφή κέρατος (φύσαι), σιδηροσκουριά, βάσεις μεγάλων αγγείων που τα χρησιμοποιούσαν για την ανάμιξη των μετάλλων, καθώς και σβώλους σιδηρομεταλλεύματος, το οποίο υποβλήθηκε σε ανάλυση και αποδείχθηκε ότι σίγουρα προέρχεται από ένα συγκεκριμένο μεταλλείο στο νησί Έλβα.

Το νεκροταφείο της κοιλάδας Σαν Μοντάνο φαίνεται ότι διασώθηκε σε άριστη κατάσταση και έμεινε ασύλητο. Οι μέχρι τώρα ανασκαφές αποκάλυψαν περισσότερους από χίλιους τάφους, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων ανήκει στην πρώτη και πιο ανθηρή περίοδο της αποικίας, στον 8ο και πρώιμο 7ο αι. Από την αρχή συνηθίζεται η πρακτική του ενταφιασμού για τα παιδιά, τα νήπια μέσα σε πίθους ή άλλα μεγάλα αγγεία. Για τους ενήλικους χρησιμοποιούν και τις δύο πρακτικές. Οι πυρές των καύσεων ανάβονταν σε κάποια απόσταση από τον τάφο και οι στάχτες δεν συλλέγονται σε τεφροδόχο, όπως στην Ερέτρια, αλλά τα καμένα οστά, τα υπολείμματα της πυράς και τα κτερίσματα θάβονται όλα μαζί κάτω από έναν κυκλικό τύμβο με διάμετρο που κυμαίνεται από 1,50 - 4,50 μ. Ανάμεσα στα καμένα όστρακα της πυράς συναντούμε συχνά και μια άκαυτη οινοχόη, η ο οποία πιθανόν χρησιμοποιήθηκε για να σβήσει τα κάρβουνα, όπως και στην ομηρική περιγραφή της κηδείας του Πάτροκλου. Συνήθως τοποθετούσαν το σώμα των παιδιών σε ξύλινα φέρετρα, την παρουσία των οποίων υποψιαστήκαμε και στην Ερέτρια. Πάνω στο κάλυμμα ακουμπούν μεγάλες αργές πέτρες. είτε για να εμποδίσουν τους δαίμονες είτε για να στηρίξουν τις ταφές.

Πουθενά στον ελληνικό κόσμο δεν υπάρχει άλλη θέση με τόσο μεγάλη ποσότητα και ποικιλία ΥΓ κεραμικής. Από το 750 π.Χ. περίπου και εξής εισάγουν μεγάλες ποσότητες καλής κορινθιακής κεραμικής, η οποία αφθονεί στο νεκροταφείο και επηρεάζει άμεσα τους κεραμείς αποίκους. Σε πολλούς από τους πρωιμότερους τάφους βρέθηκαν οινοχόες και ημισφαιρικές κοτύλες με ενάλληλες γωνίες, που αποτελούν αξιόλογες απομιμήσεις των κορινθιακών ΥΓ προτύπων τους. Η κεραμική του ευβοϊκού ρυθμού, επείσακτη ή ντόπια, δεν είναι πολύ συχνή στο νεκροταφείο, αλλά στην κεραμική του οικισμού υπάρχουν ενδείξεις μια δραστήριας αποικιακης σχολής που εμπνέεται από τις μητροπόλεις. Η απλούστερη διακόσμησή της συνίσταται σε αττικίζουσες τετράγωνες μετόπες, όπου βλέπουμε κάποτε τον συνδυασμό πτηνού και ρόμβου, σύμφωνα με την ευβοϊκή συνήθεια. Συχνά επιχειρούν και εικονιστικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις πολλών αγγείων επηρεάζονται από τον ζωγράφο του Censola, αντανακλούν την τεχνοτροπία του και υιοθετούν και τα τρία αγαπημένα του θέματα. Το κορινθιακό στοιχείο κυριαρχεί γύρω στο τέλος του αιώνα και η πιο φιλόδοξη έκφρασή του εμφανίζεται στον περίφημο "κρατήρα του ναυαγίου. Στην Κύμη βρέθηκαν πολλές ντόπιες παραλλαγές ανατολιζόντων ΠΠρΚ κλειστών αγγείων (κυρίως αρύβαλλων), που πρέπει να κατασκευάστηκαν στις Πιθηκούσες.

Η τρίτη σημαντική πηγή εισαγωγών, μετά την Κόρινθο και την Εύβοια, είναι η Ρόδος.

Σε σύνολα του 8ου αι. συναντούμε περιστασιακές εισαγωγές προϊόντων από διάφορα σημεία της ιταλικής ενδοχώρας.

Η κεραμική της Εγγύς Ανατολής αντιπροσωπεύεται μόνο από εισηγμένα μυροδοχεία. Πολύ περισσότερα είναι τα ανατολικά στολίδια, που βρίσκονται συνήθως σε τάφους παιδιών, γιατί χρησιμοποιούνταν σαν φυλαχτά. Ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: α) 87 λίθινες σφραγίδες σε μορφή σκαραβαίου της βορειοσυριακής ομάδας του Λυριστή, οι περισσότερες από τάφους του 750-725 π.Χ. περίπου. β) Περισσότεροι από 100 γυάλινοι σκαραβαίοι αιγυπτιακού τύπου, οι πρωιμότεροι από τους οποίους είναι απομιμήσεις που κατασκευάστηκαν στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά πολλοί, που βρέθηκαν μαζί με ΠΠρΚ αρύβαλλους (περ. 720-690 π.Χ.) είναι αυθεντικοί αιγυπτιακοί. Ο σημαντικότερος από αυτούς φέρει το ιδεογράφημα του φαραώ Μπόκορι της 24ης Δυναστείας.

Κύμη

Στην ηπειρωτική ακτή, ακριβώς απέναντι από τις Πιθηκούσες, βλέπουμε τον απομονωμένο λοφίσκο της ακρόπολης της Κύμης, που ελέγχει την πλούσια πεδιάδα της Καμπανίας. Διασώθηκαν διάφορες αναμνήσεις σχετικά με την ίδρυση της αποικίας, οι οποίες έχουν κάποια συνοχή. Φαίνεται πως η πρωτοβουλία ανήκε στη Χαλκίδα, αλλά ήρθαν άποικοι και από άλλες περιοχές. Ο Λίβιος αναφέρει ότι ένα σώμα αποίκων έφτασε με πλοίο από τις Πιθηκούσες. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς τοποθετεί τους Ερετριείς ανάμεσα στους πρώτους αποίκους, χωρίς να διευκρινίζει αν ήρθαν από τις Πιθηκούσες ή από τη Μητρόπολη. Ο Στράβων αναφέρει δύο ιδρυτές, τον Μεγασθένη από την Χαλκίδα και τον Ιπποκλή από την Κύμη, την ελληνική πόλη που έδωσε και το όνομά της στην αποικία. Δεν γνωρίζουμε όμως εάν πρόκειται για τη σημαντική πόλη Κύμη της Αιολίας στη μικρασιατική ακτή ή για το χωριό Κύμη στην ανατολική ακτή της Εύβοιας. Μάλλον πρόκειται για την ευβοϊκή Κύμη. Οι μεταγενέστεροι Κυμαίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες που συνάντησαν οι Ρωμαίοι και τους ονόμασαν "Graeci", ίσως από τους "Γραίους", κατοίκους της ανατολικής Βοιωτίας, οι οποίοι μπορεί να μετανάστευσαν στην Κύμη ακολουθώντας τους Ευβοείς γείτονές τους.

Πριν από την ίδρυση της ελληνικής πόλης, η ακρόπολη της Κύμης βρισκόταν υπό τον έλεγχο ενός γηγενούς ιταλικού πληθυσμού. Στο νεκροταφείο της Osta ανασκάφηκαν 36 τάφοι ντόπιων, που εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο του πρώιμου 8ου αι. (περίοδος Βέιο ΙΙΑ) και περιείχαν εισαγμένους ΜΓ ΙΙ σκύφους, οι οποίοι παρέχουν ανάλογες ενδείξεις για επαφές με πρώιμους Ευβοείς επισκέπτες. Οι ιθαγενείς αυτοί κάτοικοι μάλλον ηττήθηκαν και εκδιώχθηκαν από τους πρώτους αποίκους. Δεν είναι δυνατόν να χρονολογήσουμε ακριβώς το γεγονός αυτό, αλλά συνέβη μάλλον κάπου ανάμεσα στο 760-735 π.Χ., δηλαδή μετά την ίδρυση των Πιθηκουσών και πριν από την πρώτη ελληνική αποικία στη Σικελία.

Η απουσία των πρωιμότερων αποικιακών ευρημάτων δυσχεραίνει την κατανόηση των κινήτρων των πρώτων αποίκων: είχαν εμπορικές κυρίως ασχολίες, όπως στις Πιθηκούσες, ή αγροτικές, όπως στις σικελικές αποικίες; Τα γεωγραφικά δεδομένα είναι αμφιλεγόμενα: δεν υπάρχει φυσικό λιμάνι όπως στις Πιθηκούσες, αλλά βρέθηκαν ίχνη ενός αρχαίου λιμανιού (τώρα έχει προσχωθεί) σε απόσταση 1 χλμ νότια της ακρόπολης. Το έδαφος κοντά στην ακρόπολη είναι φτωχό και αμμώδες, αλλά τα εύφορα Φλεγραία Πεδία βρίσκονται πολύ κοντά. Το βέβαιο είναι ότι η νέα πόλις είχε τη δυνατότητα της επέκτασης, κάτι που έλειπε από τις Πιθηκούσες. Ενώ οι κάτοικοι εγκατέλειπαν το ηφαιστειακό νησί εξαιτίας των συχνών αναστατώσεων, η Κύμη άκμαζε και μεγάλωνε όλο και περισσότερο.

Η κεραμική που γνωρίζουμε από το τέλος του 8ου αι. περιλαμβάνει ένα όστρακο από ντόπιο αποικιακό εργαστήριο. Το όστρακο αυτό που βρέθηκε στην ακρόπολη και έχει παράσταση με σειρά ιππέων, θυμίζει την ευβοϊκή παράδοση. Το υπόλοιπο πρώιμο υλικό προέρχεται εξ ολοκλήρου από το νεκροταφείο και έχει αντιστοιχίες με τα σύγχρονα ταφικά σύνολα των Πιθηκουσών. Η κύρια πηγή εισαγωγών είναι και πάλι η Κόρινθος, υπάρχουν όμως και λίγα ευβοϊκά μυροδοχεία, πολλές μιμήσεις κορινθιακών αρύβαλλων κατασκευασμένων στις Πιθηκούσες (η Κύμη δεν έχει κοιτάσματα πηλού) και λίγοι αρύβαλλοι ροδιακής προέλευσης με κάποια ανατολικά στοιχεία.

Εντυπωσιακή είναι η αφθονία των ασημένιων ανάμεσα στα μεταλλικά κοσμήματα. Το ασήμι χρησιμοποιήθηκε για πόρπες (κυρίως μακριές, του ετρουσκικού τύπου), χάντρες, σφηκωτήρες, βραχιόλια, περιβραχιόνια, δαχτυλίδια και, ιδιαίτερα, για το δέσιμο των σκαραβαίων. Οι σκαραβαίοι είναι επίσης άφθονοι και μαρτυρούν τις αδιάκοπες ανταλλαγές με την Εγγύς Ανατολή.

Τα ανατολικά αυτά στολίδια βρίσκονται μόνο σε ταφές ενταφιασμών, όπως και στις Πιθηκούσες, όπου πρέπει να χρησίμευαν ως παιδικά φυλαχτά. Δεν διασώθηκε σημαντικό σκελετικό υλικό, αλλά το μικρό μέγεθος των τάφων και η απουσία όπλων στηρίζουν τη λογική υπόθεση ότι, όπως στις Πιθηκούσες και την Ερέτρια, έτσι και στην Κύμη ο συνήθης τρόπος ταφής των παιδιών ήταν ο ενταφιασμός και όχι η καύση. Υπάρχουν και άλλες αντιστοιχίες εθίμων, όπως η χρήση φέρετρων και η κάλυψή τους με μεγάλες πέτρες. Οι ενήλικοι αποτεφρώνονται και η τέφρα τους τοποθετείτο συνήθως σε χάλκινους λέβητες, με μεγάλες πέτρες γύρω και επάνω. Γύρω στο 700 π.Χ. χρονολογείται μια πριγκιπική ταφή, εφοδιασμένη με πλούσια κτερίσματα: ασημένια κοσμήματα, χάλκινα αγγεία και σιδερένια όπλα. Είναι ένας εντυπωσιακός αντίποδας του "πρίγκιπα", που τάφηκε κοντά στη Δυτική Πύλη της Ερέτριας. Ο σημαντικότερος ωστόσο λέβητας, που δεν βρέθηκε σε οργανωμένη ανασκαφή, ανήκει στον τύπο της Ουράρτου ή της βόρειας Συρίας: φέρει προτομές ταύρων και έχει προφίλ παρόμοιο με των οψιμότερων λεβήτων από το ίδιο νεκροταφείο της Ερέτριας.

 

LAST_UPDATED2