Οι αποικίες Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 06 Νοέμβριος 2008 14:17

 

Οι πρώτες αποικίες στη Σικελία

Το μεγάλο αποικιακό κύμα προς τη Σικελία άρχισε με την ίδρυση της Νάξου το 734 π.Χ. Οικιστής ήταν ο Θεοκλής από την Χαλκίδα, αλλά το όνομα Νάξος υποδηλώνει ότι μετανάστες από το κυκλαδικό νησί υπερίσχυσαν της χαλκιδικής ομάδας. Ο Θεοκλής κατά την άφιξή του αφιέρωσε έξω από την πόλη ένα βωμό στον Απόλλωνα Αρχηγέτη, προστάτη όλων των αποικιακών αποστολών. Η θέση είναι ένα μικρό ακρωτήρι νότια της Ταορμίνας (αρχ. Ταυρομένιον), κοντά τη νότια είσοδο του σικελικού πορθμού. Ο Έφορος, ιστορικός του 4ου π.Χ. αιώνα, αναφέρει ότι οι άποικοι προσελκύστηκαν από το έφορο έδαφος και την αναξιότητα των ντόπιων κατοίκων.

Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι την επόμενη χρονιά μια κορινθιακή αποστολή ίδρυσε την αποικία των Συρακουσών. Οικιστής ήταν ο Αρχίας, μέλος της ολιγαρχίας των Βακχιαδών, αλλά την ομάδα του αποτελούσαν κυρίως φτωχοί αγρότες από το χωριό Τενέα της ενδοχώρας. Η θέση της νέας πόλης, που έγινε αργότερα μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις του ελληνικού κόσμου, ήταν ιδανική για τη γεωργία και για τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Έχει τεράστιο κυκλικό λιμάνι, που προφυλάσσεται εν μέρει από το μακρόστενο νησάκι Ορτυγία. Η Ορτυγία ήταν πάντοτε ο πυρήνας της πόλης, έχει μήκος περίπου 1 χλμ και, το κυριότερο, μια αστείρευτη πηγή δροσερού νερού, την Αρεθούσα. Η πηγή πρέπει να ονομάστηκε έτσι από κάποιον παλαιότερο Χαλκιδέα επισκέπτη, που της έδωσε το ίδιο όνομα με την πηγή της πατρίδας του.

Η Ορτυγία κατακτήθηκε με δυσκολία. Ο Αρχίας χρειάστηκε πρώτα να νικήσει και να υποτάξει τους Σικελούς κατοίκους της. Ίχνη της σικελικής κατοίκησης εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία και ιδιαίτερα στο κέντρο του νησιού, όπου βρέθηκαν θεμέλια από τις ωοειδείς καλύβες των Σικελών κάτω από το ιερό της Αθηνάς. Στον χώρο αυτό βρέθηκε επίσης λίγη κεραμική με γραπτά γεωμετρικά μοτίβα, η οποία υποτίθεται ότι αντανακλά την προαποικιακή ελληνική επιρροή. Η θεωρία όμως αυτή δεν είναι ιδιαίτερα πειστική ούτε και η στρωματογραφία είναι σαφής.

Όταν οι Έλληνες κυρίευσαν το νησί, ίδρυσαν βωμό προς τιμήν της Αθηνάς, από τον οποίο προέρχονται μερικά από τα παλαιότερα ελληνικά όστρακα. Κοντά στον βωμό έκτισαν μερικά σπίτια με τετράγωνα δωμάτια, τα θεμέλια των οποίων ανακαλύφθηκαν (μαζί με κεραμική του όψιμου 8ου αι.) ακριβώς επάνω από ένα στρώμα ντόπιας κατοίκησης και κάτω από τον ιωνικό ναό του 6ου αι. Η πόλη γρήγορα επεκτάθηκε στη διπλανή ηπειρωτική παραλία, όπου βρέθηκαν σύνολα του 8ου αι. κάτω από τη μεταγενέστερη αγορά και κάτω από τον σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό.

Στη θέση Φούσκο, στην απέναντι ενδοχώρα, υπάρχει το παλαιότερο αποικιακό νεκροταφείο. Υπάρχουν 12 και πλέον τάφοι που προηγούνται του 680 π.Χ. Πολλές λεπτομέρειες θυμίζουν κορινθιακά έθιμα: συνηθίζουν τον ενταφιασμό σε σαρκοφάγους ή ορθογώνιους λαξευτούς λακκοειδείς τάφους, και οι κρατήρες χρησιμοποιούνται ως τεφροδόχοι νηπίων ή αφήνονται επάνω στις πλάκες των τάφων των ενηλίκων. Ορισμένες σπάνιες λεπτομέρειες προδίδουν ίσως την παρουσία μη Κορινθίων κατοίκων: ο αποτεφρωμένος νέος μέσα σε χάλκινο λέβητα μπορεί να ήταν Χαλκιδέας. Ένας πίθος με δύο σκελετούς νέων ανδρών μας θυμίζει αργείτικη πρακτική. Δεν θα μας απασχολήσουν καθόλου οι γραπτές πηγές που διατήρησαν μια αμυδρή (και μάλλον διαστρεβλωμένη) ανάμνηση ενός ηγέτη που ονομαζόταν Πόλλις και καταγόταν από το Άργος. Πολλοί εξάλλου από τους κρατήρες του Φούσκο, που ανήκουν στον αργείτικο υπογεωμετρικό τύπο, θα μπορούσαν να είχαν κατασκευαστεί από μετανάστη Αργείο κεραμέα. Το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος της κεραμικής έχει εισαχθεί από την Κόρινθο, με συχνότερο σχήμα τον αρύβαλλο.

Οι Χαλκιδείς δεν ολιγώρησαν στο μεταξύ. Το 728 π.Χ. ξεκίνησαν αποστολές με αρχηγό τον Θεοκλή για να ιδρύσουν νέες αποικίες στους Λεοντίνους και την Κατάνη. Με τον τρόπο αυτόν απέκτησαν πρόσβαση στην πεδιάδα του ποταμού Σύμαιθου, την πλουσιότερη γη της Σικελίας. Στο βόρειο άκρο της πεδιάδας είναι η παράλια πόλη της Κατάνης, με καλό λιμάνι. Τα πρώιμα αποικιακά στρώματα της πόλης δεν ανασκάφτηκαν ακόμα γιατί έχουν καλυφθεί από ηφαιστειακό υλικό της Αίτνας. Οι Λεοντίνοι ελέγχουν το νότιο τμήμα της πεδιάδας, βρίσκονται 10 χλμ προς το εσωτερικό και πρέπει να ήταν αγροτικός κυρίως οικισμός. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως οι άποικοι εκδιώξανε από την περιοχή τους Σικελούς κατοίκους, αλλά ο Πολύαινος, ένας συγγραφέας του 2ου αι. μ.Χ., αναφέρει ότι οι ντόπιοι και οι Έλληνες έζησαν μαζί για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά τελικά οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν. Εδώ τα αρχαιολογικά δεδομένα ενισχύουν τον νεότερο συγγραφέα. Στην πρώιμη αποικιακή ακρόπολη (Σ. Μάουρο) βρέθηκε κεραμική που αρχίζει από την κορινθιακή και ευβοϊκή ΥΓ, αλλά στην κοιλάδα που βρίσκεται ακριβώς από κάτω (Σ. Αλόε) βρέθηκε αρκετή κεραμική από το σικελικό νεκροταφείο, η οποία συνεχίζεται και στα πρώιμα αποικιακά χρόνια και δανείζεται τη διακόσμηση των ελληνικών αγγείων. Αρκετά πριν από το 700 π.Χ. πρέπει να σταματούν τα τελευταία αγγεία από την Σ. Αλόε και ο εγκαταλελειμμένος ντόπιος οικισμός στον διπλανό λόφο Metapiccola ενσωματώνεται κατόπιν στην οχύρωση της αρχαϊκής ελληνικής πόλης.

Οι ιδρυτές των Υβλαίων Μεγάρων συνάντησαν πολλές δυσκολίες και ατυχίες. Οι Μεγαρείς μετανάστες εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Τρώτιλον, ένα βραχώδες ακρωτήριο με ορμίσκο κατάλληλο για πειρατικές επιδρομές αλλά μακριά από την εύφορη καλλιεργήσιμη γη. Στη συνέχεια ενώθηκαν με τους Χαλκιδείς των Λεοντίνων, αλλά λίγο αργότερα τους έδιωξαν κι αυτοί. Το επόμενο καταφύγιό τους ήταν η Θάψος, μια χαμηλή, άνυδρη χερσόνησος που είχε παλαιότερα χρησιμοποιηθεί από Μυκηναίους εμπόρους. Στην Θάψο πέθανε ο αρχηγός τους Λάμις. Ο τάφος του μπορεί να ταυτστεί με μια μεμονωμένη ταφή του 8ου αι. (σε έναν ξαναχρησιμοποιημένο θαλαμωτό τάφο της Εποχής του Χακού), η οποία συνοδευόταν από δύο κορινθιακούς ΥΓ σκύφους του ρυθμού που πήρε το όνομά του από τη Θάψο. Τελικά ο Σικελός βασιλιάς Ύβλων τους εγκατέστησε σε μια πιο κατάλληλη παραλιακή θέση, στην οποία έδωσαν και τα δύο ονόματα, της Μητρόπολης τους και του βασιλιά που τους βοήθησε (δηλ. Μέγαρα Υβλαία). Οι ανασκαφές του οικισμού έδωσαν μεγάλες ποσότητες ΥΓ κεραμικής. Οι κορινθιακές εισαγωγές αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Υπάρχει επίσης λίγη επείσακτη κεραμική από την Αττική, το Άργος και τη Ρόδο, καθώς και μερικές αποικιακές μιμήσεις, που βασίζονται στα κορινθιακά πρότυπα αλλά χρησιμοποιούν και ορισμένα ευβοϊκά μοτίβα. Δεν έχει βρεθεί ακόμη το νεκροταφείο του 8ου αι.

Ίσως οι Χαλκιδείς και οι Κορίνθιοι άποικοι είχαν ήδη καταλάβει τις καλύτερες περιοχές, ίσως πάλι οι συμφορές τους να επιτείνονταν από τις δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα, όπου η Κόρινθος είχε συμμαχήσει με τη Χαλκίδα και ήταν εχθρική προς τη Μητρόπολή τους. Βέβαια, οι Χαλκιδείς των Λεοντίνων τους καλοδέχτηκαν στην αρχή (προτού τους διώξουν), γεγονός που αποδυναμώνει την προηγούμενη υπόθεση αλλά ερμηνεύει ίσως τη μεγαλοψυχία του Σικελού βασιλιά Ύβλωνα. Η πρωτεύουσά του, τα Ύβλα, ταυτίζεται σχεδόν σίγουρα με την Πανταλίκα, η οποία βρίσκεται 20 χλμ προς το εσωτερικό των Συρακουσών. Είναι μια οχυρωμένη ακρόπολη, στις πλαγιές της οποία υπάρχουν πάμπολοι λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι, που καλύπτουν μια χρονική περίοδο πεντακοσίων χρόνων, και στην κορυφή σώζονται τα θεμέλια ενός μεγάλου ανακτόρου. Το βασίλειο του Ύβλωνος είχε ήδη πληγεί από τους Κορίνθιους των Συρακουσών, που έδιωξαν τους υπηκόους του από τον θαλασσινό σταθμό της Ορτυγίας, πρέπει επίσης να ανησύχησε, όταν οι Χαλκιδείς καταπάτησαν τα νότια σύνορά του. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που δέχθηκε με τόση ευγένεια τους Μεγαρείς, γιατί γνώριζε προφανώς την αντίθεσή τους με όλους τους προηγούμενους παρείσακτους Έλληνες και ήλπιζε να βρει κάποιους σημαντικούς Έλληνες συμμάχους. Όλα αυτά αποδείχθηκαν ανώφελα. Γύρω στο 700 π.Χ. καταστράφηκε τελικά η Πανταλίκα και την ίδια περίοδο οι Συρακούσιοι ιδρύουν έναν στρατιωτικό σταθμό στην Έλωρο, για να ελέγχουν τους Σικελούς της περιοχής.

Ο οικισμός στον πορθμό της Μεσσήνης

Το παλαιότερο όνομα της Μεσσήνης ήταν Ζάγκλη, από την ντόπια λέξη που σημαίνει δρεπάνι, γιατί αυτό ακριβώς ήταν το σχήμα της αρχαίας ελληνικής αποικίας γύρω από ένα θαυμάσιο λιμάνι. Ο οικισμός δημιουργήθηκε σε δύο στάδια, πρώτα από Κυμαίους πειρατές και μετά από μια κοινή αποστολή Κυμαίων και Χαλκιδέων, που μοιράστηκαν τη γη αυτής της όχι ιδιαίτερα εύφορης περιοχής. Δεν γνωρίζουμε εάν οι δύο μητροπόλεις χρειάστηκαν να ξεκαθαρίσουν τη στρατηγική αυτή θέση από κάποιους παράνομους πειρατές ή αν η λέξη "πειρατές" ήταν ένας κακόβουλος χαρακτηρισμός, που οι αγρότες της δεύτερης αποστολής απέδωσαν στους προγενέστερους Κυμαίους εμπόρους. Οι γραπτές πηγές δεν δίνουν τις ακριβείς χρονολογίες των γεγονότων αυτών, αλλά ανάμεσα στα λιγοστά ευρήματα ενός ιερού, που βρίσκεται στην άκρη του "δρεπανιού", υπάρχουν αρκετά ΠΠρΚ αγγεία και ένα όστρακο από μία ΥΓ κοτύλη με ερωδιούς της δεκαετίας του 720 π.Χ.

Οι Μεσσήνιοι ίδρυσαν έναν σταθμό στη θέση Μυλές, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια πιο εύφορη περιοχή. Οι Μυλές βρίσκονται σε μια επιμήκη χερσόνησο στη βόρεια ακτή της Σικελίας, απέναντι από τα νησιά του Αιόλου. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ένα πρώιμο αποικιακό νεκροταφείο, που βρίσκεται επάνω από το παλαιότερο ντόπιο του αυσόνιου πολιτισμού, το οποίο σταματά στους χρόνους περί το 950 π.Χ. Σύμφωνα με την ευβοϊκή παράδοση, χρησιμοποιούσαν και εδώ συνήθως το έθιμο της καύσης. Τοποθετούσαν την τέφρα σε χειροποίητους ντόπιους πίθους ή τροχήλατα εισηγμένα αγγεία διαφόρων σχημάτων. Τον 7ο αι. χρησιμοποιούσαν συχνά γραπτές τεφροδόχες υδρίες, που είχαν κάποιες κυκλαδίτικες επιρροές. Τα κτερίσματα είναι λιγοστά, τα χαλκά περιορίζονται σε μερικά δαχτυλίδια, βραχιόλια και μακριές πόρπες του ετρουσκικού τύπου. Τα παλαιότερα χρονολογημένα αγγεία είναι κορινθιακοί αρύβαλλοι, οι οποίοι συμφωνούν με τη χρονολογία 716 π.Χ. που δίνει ο Ευσέβιος για την ίδρυση του οικισμού.

Ρήγιο

Οι Χαλκιδείς ίδρυσαν το Ρήγιο στην ιταλική ακτή για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του πορθμού. Ο Στράβων αναφέρει ότι το κύριο σώμα των αποίκων ήρθε με πλοία από τη Χαλκίδα, μετά από μια κακή συγκομιδή και με την ευλογία των Δελφών. Ο ένας όμως από τους δύο οικιστές καταγόταν από τη Ζάγκλη, γεγονός που υποδηλώνει ότι ανέλαβαν και αυτοί κάποιες πρωτοβουλίες. Ο πληθυσμός της πόλης ενισχύθηκε, ίσως λίγο μετά την ίδρυσή της, από ένα σώμα εξόριστων από τη Μεσσηνία. Η ενδοχώρα είναι άγονη, ορεινή, και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για καλλιέργειες. Οι κάτοικοι πρέπει να ζούσαν από την αμπελουργία, την αλιεία και, κυρίως, από το θαλάσσιο εμπόριο.

Οι Ρήγιοι σύντομα άρχισαν το εμπόριο με τους Καλάβριους γείτονές τους. Στο ντόπιο νεκροταφείο της Κανάλε, στην ανατολική ακτή του άκρου της Ιταλίας, βρέθηκαν 24 ελληνίζοντα αγγεία μαζί με ντόπια μονόχρωμη (impasto) κεραμική. Η Κανάλε βρίσκεται στους λόφους ακριβώς πάνω από την παράλια θέση των Επιζεφυρίων Λοκρών. Όταν το 673 π.Χ. ιδρύθηκε εκεί η ελληνική αποικία , οι κάτοικοι της Κανάλε μετανάστευσαν προς την ενδοχώρα.

Οι αχαϊκές αποικίες

Το εσωτερικό του "πέλματος" της Ιταλίας ήταν πιο κατάλληλο για γεωργία παρά για εμπόριο. Οι παλαιότεροι Έλληνες επισκέπτες δεν ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή, γιατί δεν είχε αρκετά καλά λιμάνια ούτε σημαντικό ορυκτό πλούτο. Μετά όμως από τον πρώτο σικελικό αποικισμό, σημειώθηκε μεγάλη εισροή αγροτικού πληθυσμού στα εύφορα εδάφη των δυτικών παραλίων του Ιονίου πελάγους. Πρώτα οι Αχαιοί ίδρυσαν τη Σύβαρη και τον Κρότωνα.

Οικιστής της Σύβαρης ήταν ο Ις από την Ελίκη, παραλιακή πόλη της Αχαΐας. Οι άποικοι ίδρυσαν τον οικισμό τους ανάμεσα σε δύο ποταμούς που τους έδωσαν ονόματα από την Αχαΐα: Σύβαρης και Κράθη. Δεν υπήρχε φυσικό λιμάνι, αλλά η περιοχή είχε δυνατότητα ελέγχου της χερσαίας διαδρομής προς την τυρρηνική ακτή, και η προοπτική αυτή φαίνεται ότι ενδιέφερε πολύ τους Συβαρίτες, γι' αυτό ίδρυσαν τον 7ο αι. την Ποσειδώνια (Paestum), θυγατρική τους αποικία στο Τυρρηνικό πέλαγος. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία είχε η εκπληκτικά εύφορη πεδιάδα της, που αργότερα έκανε τη Σύβαρη να θεωρείται η κατ' εξοχήν πλούσια και τρυφηλή πόλη ολόκληρης της Ιταλίας, μέχρι που καταστράφηκε από τους Κροτωνιάτες το 510 π.Χ. Ολόκληρη η πόλη βρίσκεται τώρα κάτω από επίχωση ιλύος βάθους 4-6 μ.. Ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '60 με τη βοήθεια μαγνητόμετρου πρωτονίων. Στις πρώτες τομές βρέθηκαν δείγματα της παλαιότερης κεραμικής, αποτελούμενης κυρίως από κορινθιακές εισαγωγές. Ο Ευσέβιος χρονολογεί την ίδρυσή της στο 709 π.Χ., ενώ ο Ψευδο-Σκύμνος στο 720 π.Χ., και μάλλον έχει δίκιο, γιατί τα πρωιμότερα όστρακα ανήκουν σε σκύφους τύπου Θάψου, που χρονολογούνται στους χρόνους περί το 720 π.Χ.

Η αποικιστική αποστολή στον Κρότωνα είχε αρχηγό το Μύσκελλο από τις Ρύπες, πόλη της αρχαϊκής ενδοχώρας. Ο Μύσκελλος ενδιαφέρθηκε προηγουμένως για τη Σύβαρη, αλλά εκεί βρήκε ήδη εγκατεστημένους συμπατριώτες του, ενώ το μαντείο των Δελφών τον προειδοποίησε να αρκεστεί στον Κρότωνα, που είχε αρκετά καλό λιμάνι και μια μικρή καλλιεργήσιμη πεδιάδα. Ο Ευσέβιος χρονολογεί την ίδρυσή του ταυτόχρονα με της Σύβαρης. Από τον Κρότωνα δεν έχουμε ευρήματα αρκετά πρώιμα ώστε να μας διαφωτίσουν για το θέμα αυτό, αλλά η θυγατρική του αποικία Καυλωνία έδωσε Κορινθιακή κεραμική, που χρονολογείται λίγο μετά το 700 π.Χ.

Η άφιξη των Αχαιών κατοίκων είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τους ντόπιους Οινωτρούς. Οι πρώτοι άποικοι έδιωξαν πολλούς από τους ιθαγενείς πληθυσμούς που ήταν εγκατεστημένοι κοντά στη θάλασσα. Μερικοί πήγαν σε οχυρές θέσεις της ενδοχώρας, ενώ λίγοι παρέμειναν στην ίδια περιοχή, κάτω από άσχημες συνθήκες. Ένα παράδειγμα είναι οι ντόπιοι οικισμοί Φρανκαβίλλα, Μαρίττιμα και Αμεντολάρα, που βρίσκονται λίγο πιο βόρεια της Σύβαρης και άκμασαν τον 8ο αι., οπότε συναντούμε άφθονα μεταλλικά αντικείμενα. Στη Φρανκαβίλλα βρέθηκαν επιπλέον δύο σκαραβαίοι, μια βορειοσυριακή σφραγίδα και δύο κορινθιακά ΥΓ αγγεία, τεκμήρια του ελληνικού προαποικιακού εμπορίου. Οι δύο πόλεις ερημώνονται λίγο πριν το 700 π.Χ., αλλά η ζωή συνεχίζεται σε γειτονικούς λόφους, όπου ο δύο νέοι οικισμοί είναι πλέον απλά χωριά στη επικράτεια της Σύβαρης. Στο νεκροταφείο του χωριού Αμεντολάρα βρέθηκαν ελληνικά αγγεία που καλύπτουν ένα μεγάλο διάστημα: αρχίζουν με έναν σκύφο τύπου Θάψου και συνεχίζονται με υπογεωμετρικούς σκύφους και βαθείς κάνθαρους αχαϊκού τύπου.

Τάρας

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου πολλές Σπαρτιάτισσες γέννησαν νόθα παιδιά, ενώ οι άνδρες τους έλειπαν μακρυά πολεμώντας στη Μεσσηνία. Στα παιδιά αυτά κόλλησαν το παρατσούκλι "Παρθενίαι" και τους στέρησαν τα πολιτικά δικαιώματα. Όταν μεγάλωσαν πια, μετά το τέλος του πολέμου, σχεδίασαν μια επανάσταση αλλά απέτυχαν, και κατά συνέπεια οι Σπαρτιάτες τους εξαπέστειλαν αμέσως για να ιδρύσουν μια υπερπόντια αποικία. Ο αρχηγός τους Φάλανθος συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών και πήρε την εξής απάντηση: "Σας χαρίζω το Σατύριο, για να κατοικήσετε στην πλούσια γη του Τάραντα και να γίνετε ο όλεθρος των Ιαπύγων".

Το Σατύριο βρίσκεται 12 χλμ νοτιοανατολικά του Τάραντα, κοντά στο σημερινό Λεποράνο. Μυκηναίοι έμποροι είχαν επισκεφθεί και τις δύο περιοχές και ίσως είχαν εγκατασταθεί σ' αυτές. Κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων οι θέσεις είχαν κατοικηθεί από ντόπιους Ιάπυγες, οι οποίοι κατασκεύαζαν ένα χαρακτηριστικό στυλ γραπτής γεωμετρικής κεραμικής που δεν μοιάζει με καμιάς ελληνικής σχολής. Η στρωματογραφία του Σατυρίου είναι αρκετά σαφής. Στα στρώματα της ιαπυγικής κατοίκησης βρέθηκαν αρκετά όστρακα πού θεωρούνται κυκλαδικά πρωτογεωμετρικά, αλλά το πρώτο σίγουρο στοιχείο του προαποικιακού ελληνικού εμπορίου είναι μια κορινθιακή ΥΓ πρόχους του 730 π.Χ. περίπου. Ακολουθεί κατόπιν ένα στρώμα καθαρού χώματος, πάνω από το οποίο είναι το στρώμα που αρχίζει γύρω στο 700 π.Χ. και περιέχει αποκλειστικά και μόνο ελληνικά αντικείμενα, γιατί το Σατύριο της εποχής αυτής έχει γίνει πια ένα φυλάκιο στην περιοχή της σπαρτιατικής αποικίας του Τάραντα.

Ο Τάρας ήταν θέση εξαιρετική για ναυσιπλοΐα: είχε διπλά, εσωτερικά και εξωτερικό, λιμάνια, χωρισμένα από στενό ισθμό. Ο πυρήνας της ελληνικής πόλης βρισκόταν στη γλωσσοειδή χερσόνησο ανατολικά του ισθμού. Στην άλλη πλευρά, όπου βρίσκονται τα προάστια του σημερινού Τάραντα, υπάρχει ο προελληνικός οικισμός επάνω σε ένα ακρωτήριο που ονομάζεται Scoglio den Tonno. Η στρωματογραφία δεν είναι σαφής, αλλά ανάμεσα στην οψιμότερη ιαπυγική κεραμική υπάρχουν πολλά ελληνικά και αποικιακά όστρακα του 700 π.Χ. περίπου, καθώς και δύο όστρακα από λακωνικά ΥΓ πινάκια, τα οποία πρέπει να ανήκαν στο νοικοκυριό των πρώτων αποίκων. Στη θέση κυριαρχούν πλέον οι Σπαρτιάτες άποικοι, που ιδρύουν τη δική τους πόλη στην απέναντι όχθη του ισθμού, το 706 π.Χ', σύμφωνα με τον Ευσέβιο. Τα πρωιμότερα ευρήματα προέρχονται από λακκοειδείς τάφους με ενταφιασμούς, που βρίσκονται εντός των τειχών. Η παλαιότερη ταφή είναι μια καύση σε τεφροδόχο με έναν όψιμο ΠΠρΚ αρύβαλλο και ένα σκύφο.

Μετά την εγκατάσταση των αποίκων δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις κάποιων ειρηνικών ανταλλαγών με τους ντόπιους. Ο δυνιακός ρυθμός, που ως τα τέλη του 7ου αι. μένει ανεήρέαστος από την Ελλάδα, διαδέχεται γύρω στο 700 π.Χ. τον ιαπυγικό γεωμετρικό. Η περίεργη αυτή έλλειψη επικοινωνίας μπορεί εν μέρει να οφείλεται στον μη εμπορικό χαρακτήρα των αποίκων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους ντόπιους σαν μια εχθρική απειλή και όχι σαν υποψήφιους αγοραστές. Είναι βέβαιο ότι ο τόνος της απάντησης των Δελφών προς τον Φάλανθο απευθύνεται εύστοχα στο σπαρτιατικό ταμπεραμέντο.

 

LAST_UPDATED2