Η κατάληψη της Πύλου (Α' μέρος) Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 06 Νοέμβριος 2008 21:16

Την άνοιξη, οι Πελοποννήσιοι και σύημμαχοί τους έκαναν εισβολή στην Αττική. Αρχηγός τους ήταν ο Άγις του Αρχίδαμου, βασιλιάς των Λακεδαιμονίων. Έστησαν στρατόπεδο και άρχισαν να καταστρέφουν τη γη.

Οι Αθηναίοι έστειλαν στην Σικελία τα 40 καράβια που είχαν ετοιμάσει και τους άλλους δύο στρατηγούς, τον Ευρμέδοντα και τον Σοφοκλή. Έδωσαν διαταγή στους δύο στρατηγούς, όταν παραπλέουν τη Κέρκυρα, να βοηθήσουν τους Κερκυραίους που ήσαν μέσα στην πολιτεία, γιατί τους δημιουργούσαν δυσκολίες οι φυγάδες που κρατούσαν τα βουνά. Οι Πελοποννήσιοι είχαν κιόλας στείλει 60 καράβια για να βοηθήσουν τους φυγάδες. Μεγάλη πείνα βασάνιζε την πολιτεία και οι Πελοποννήσιοι νόμιζαν ότι εύκολα θα επιβληθούν. Ο Δημοσθένης, ο οποίος, μετά την επιστροφή του από την Ακαρνανία, δεν είχε κανένα αξίωμα, ζήτησε κ' έλαβε την άδεια να χρησιμοποιήσει τα 40 καράβια όπως θα νόμιζε καλύτερα, όσο θα παραπλέαν την Πελοπόννησο.

Όταν παραπλέαν τις ακτές της Λακωνικής κ' έμαθαν ότι τα πελοποννησιακά καράβια ήσαν κιόλας στη Κέρκυρα, ο Σοφοκλής και ο Ευρυμέδων ήθελαν να φτάσουν εκεί όσο μπορούσαν γρηγορώτερα, ενώ ο Δημοσθένης επέμενε να σταματήσουν πρώτα στην Πύλο και, αφού την οχυρώσουν, να εξακολουθήσουν το δρόμο τους. Αλλά ενώ οι δύο εξακολουθούσαν να έχουν αντιρρήσεις, έτυχε να σηκωθεί μεγάλη τρικυμία που ανάγκασε το στόλο να καταφύγει στην Πύλο. Ο Δημοσθένης ζήτησε αμέσως επιτακτικά, να οχυρώσουν το μέρος. Είπε πως γι' αυτό το σκοπό είχε συνοδεύσει το στόλο και τους έδειχνε ότι υπήρχαν σε αφθονία ξύλα και πέτρες και ότι το μέρος ήταν φυσικό οχυρό και ακατοίκητο, καθώς και η περιοχή σε μεγάλη ακτίνα. Του αποκρίθηκαν ότι υπήρχαν πολλά έρημα ακρωτήρια στην Πελοπόννησο που θα μπορούσε να οχυρώσει να ήθελε να δημιουργεί έξοδα για την Αθήνα. Αλλά εκείνος πίστευε ότι το μέρος αυτό ήταν το καταλληλότερο από κάθε άλλο. Είχε λιμάνι και οι Μεσσήνιοι, άλλοτε κάτοικοι της περιοχής, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λακεδαιμόνιους, θα μπορούσαν, με ορμητήριο την Πύλο, να τους προξενούν μεγάλες ζημιές στο έδαφός τους και να είναι οι ασφαλέστεροι φρουροί της τοποθεσίας.

Δεν μπορούσε, όμως, να πείσει ούτε τους στρατηγούς ούτε τους ταξίαρχους και τους στρατιώτες στους οποίους αυτοί εξήγησαν το σχέδιό του κι έτσι το εκστρατευτικό σώμα έμενε αργό έως ότου οι ίδιοι στρατιώτες βαρέθηκαν να μένουν με σταυρωμένα τα χέρια και τους ήρθε η διάθεση να μοιραστούν σε ομάδες και να οχυρώσουν τη τοποθεσία. Έπιασαν δουλειά και επειδή δεν είχαν σιδερένια εργαλεία για να λαξεύουν τις πέτρες, τις διάλεγαν μια μια και τις αρμολογούσαν καθώς τύχαινε να ταιριάζει το σχήμα τους. Όπου ήταν ανάγκη να χρησιμοποιούν λάσπη, επειδή δεν είχαν σκάφες, τη κουβαλούσαν στην πλάτη τους. Βιάστηκαν με κάθε τρόπο να προλάβουν να οχυρώσουν τα πιο επικίνδυνα σημεία, προτού έρθουν και τους επιτεθούν οι Λακεδαιμόνιοι. Το μεγαλύτερο μέρος της τοποθεσίας ήταν απόκρημνο και δεν ήταν ανάγκη να τειχιστεί.

Οι Λακεδαιμόνιοι έτυχε να έχουν κάποια θρησκευτική γιορτή και όταν έμαθαν την είδηση δεν ανησύχησαν, πιστεύοντας ότι άμα εκστρατεύσουν, είτε οι Αθηναίοι δε θ' αντισταθούν διόλου και θ' αποσυρθούν, είτε οι ίδιοι θα κυριέψουν εύκολα τη τοποθεσία. Αλλά τους καθυστέρησε και το ότι ο στρατός τους ήταν ακόμα στην Αττική. Οι Αθηναίοι, σ' έξη μέρες μέσα, οχύρωσαν το μέρος προς την στεριά και τα σημεία εκείνα που ήταν να ενισχυθούν. Άφησαν εκεί το Δημοσθένη με πέντε καράβια και με τον υπόλοιπο στόλο συνέχισαν βιαστικά το δρόμο τους προς τη Κέρκυρα και τη Σικελία.

Οι Πελοποννήσιοι που ήσαν στην Αττική, μόλις έμαθαν τη κατάληψη της Πύλου, γύρισαν βιαστικά πίσω. Ο Άγις και οι Λακεδαιμόνιοι θεωρούσαν πως το πράγμα ήταν γι' αυτούς ζωτικό. Εκτός απ' αυτό είχαν κάνει την εισβολή πολύ νωρίς την άνοιξη και το σιτάρι ήταν ακόμα χλωρό. Σπάνιζαν τα τρόφιμα για το στρατό κ' έπεσε και μεγάλη κακοκαιρία, παρά την εποχή, και ο στρατός ταλαιπωρήθηκε πολύ. Έμειναν μόνο 15 μέρες στην Αττική.

Την ίδια εποχή, ο Αθηναίος στρατηγός Σιμωνίδης, αφού συγκέντρωσε μερικούς Αθηναίους και αρκετούς από τους συμμάχους της περιοχής της Χαλκιδικής, κυρίεψε, με προδοσία των κατοίκων, την Ηιόνα της Θράκης, αποικία των Μενδαίων, η οποία ήταν εχθρός της Αθήνας. Αλλά οι Χαλκιδείς και οι Βοττιαίοι έτρεξαν και βοήθησαν την Ηιόνα, τον έδιωξαν από την πολιτεία και του σκότωσαν πολλούς στρατιώτες.

Όταν οι Πελοποννήσιοι έφυγαν από την Αττική, οι Σπαρτιάτες και οι πιο κοντινοί από τους περιοίκους πήγαν αμέσως στην Πύλο, ενώ οι υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι ξεκίνησαν αργότερα, επειδή είχαν μόλις γυρίσει από άλλη εκστρατεία. Έστειλαν και μηνύματα σ' όλη την άλλη Πελοπόννησο ζητώντας να σταλούν αμέσως ενισχύσεις εναντίον της Πύλου και μήνυσαν στα 60 καράβια που ήσαν στη Κέρκυρα να γυρίσουν πίσω. Τα καράβια αυτά τα κύλησαν επάνω από τον ισθμό της Λευκάδας για να μη τους καταλάβει ο αθηναϊκός στόλος που ήταν στη Ζάκυνθο, κ' έτσι μπόρεσαν να περάσουν στην Πύλο όπου είχε κιόλας φτάσει ο στρατός.

Ενώ ο πελοποννησιακός στόλος έπλεε ακόμα προς την Πύλο, ο Δημοσθένης πρόλαβε να στείλει, κρυφά, δυο καράβια στον Ευρυμέδοντα και τους Αθηναίους που ήσαν με το στόλο στη Ζάκυνθο για να τους ειδοποιήσει να έρθουν να ενισχύσουν την Πύλο. Ο στόλος έπλευσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν εναντίον της Πύλου, από στεριά και θάλασσα, ελπίζοντας ότι θα κυρίευαν εύκολα το μέρος που είχε οχυρωθεί πρόχειρα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα και είχε τόσο λίγους υπερασπιστές. Ήξεραν, όμως, ότι θα ερχόταν να βοηθήσει ο αθηναϊκός στόλος απ' την Ζάκυνθο και, για την περίπτωση που δε θα είχαν κατορθώσει να κυριέψουν πρωτύτερα την Πύλο, σκέφτηκαν να φράξουν τα δύο στόμια του λιμανιού, ώστε να μην μπορέσουν οι Αθηναίοι να το χρησιμοποιήσουν. Είχαν σκοπό να κλείσουν τα στόμια του λιμανιού δένοντας μαζί καράβια με τις πρώρες προς τα ανοιχτά. Επειδή είχαν το φόβο μήπως οι Αθηναίοι χρησιμοποιήσουν τη Σφακτηρία για ορμητήριο, έστειλαν οπλίτες στο νησί κ' έβαλαν στρατό στην αντικρινή στεριά. Λογάριαζαν έτσι ότι και το νησί θα ήταν απρόσιτο για τους Αθηναίους, αλλά και η στεριά, επειδή δεν υπήρχε μέρος κατάλληλο για απόβαση, αφού οι ακτές της Πύλου προς το πέλαγος είναι αλίμενες. Οι Αθηναίοι δε θα είχαν που να σταθούν για να βοηθήσουν τους δικούς τους, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι χωρίς να ναυμαχήσουν και να ριψοκινδυνέψουν, θα μπορούσαν να κυριέψουν το οχυρό που δεν είχε τρόφιμα και είχε ετοιμαστεί πρόχειρα. Αφού καταστρώσαν το σχέδιό τους, έστειλαν στη Σφακτηρία οπλίτες, κληρώνοντάς τους απ' όλες τις μονάδες. Τις πρώτες μέρες πέρασαν και άλλοι στο νησί κι αντικαθιστούσαν τη φρουρά. Οι τελευταίοι που βρέθηκαν αποκλισμένοι εκεί ήσαν 420 και οι είλωτες υπηρέτες τους. Αρχηγός τους ήταν ο Επιτάδας του Μολόβρου.

Ο Δημοσθένης, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονται να επιτεθούν από στεριά κι από θάλασσα, ετοιμάστηκε κι αυτός. Έσυρε έως κάτω απ' τ' οχυρό τα καράβια που του είχαν μείνει και τα περιχαράκωσε με πασσάλους. Τους ναύτες των καραβιών τους όπλισε με πρόχειρες ασπίδες φτιαγμένες από πλεχτή λυγαριά. Οι Μεσσήνιοι ήσαν έως σαράντα οπλίτες και ο Δημοσθένης τους χρησιμοποίησε μαζί με τους άλλους. Τους περισσότερους στρατιώτες του, οπλίτες ή όχι, τους τοποθέτησε στα περιτειχισμένα και στα οχυρά σημεία, προς το μέρος της στεριάς, με διαταγή ν' αποκρούσουν το πεζικό του εχθρού αν κάνει επίθεση. Ο ίδιος διάλεξε 60 οπλίτες, από όσους είχε, και μερικούς τοξότες, βγήκε έξω από το οχυρό προς το μέρος της θάλασσας, στο σημείο όπου θεωρούσε πιθανότερο ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα προσπαθούσαν να κάνουν απόβαση. Το μέρος ήταν δύσβατο και όλο βράχια κ' έβλεπε προς τ' ανοιχτά, αλλά σ' εκείνο το σημείο το τείχος ήταν πολύ αδύνατο. Λογαριάζοντας ότι δεν ήταν δυνατό στον εχθρό να τους επιτεθεί από θάλασσα, δεν είχαν οχυρώσει καλά το μέρος, κ' έβλεπαν τώρα ότι, αν ο εχθρός κατόρθωνε να κάνει απόβαση εκεί, τότε θα μπορούσε εύκολα να κυριέψει τη τοποθεσία. Στο σημείο, λοιπόν, εκείνο έταξε τους οπλίτες του όσο μπορούσε πιο κοντά στη θάλασσα, για να εμποδίσει την απόβαση, αν μπορούσε και τους μίλησε για να τους ενθαρρύνει.

Με τα λόγια του Δημοσθένη οι Αθηναίοι αναθάρρησαν πολύ, κατέβηκαν στην παραλία και παρατάχτηκαν κοντά στη θάλασσα. Οι Λακεδαιμόνιοι ξεκίνησαν να χτυπήσουν το οχυρό ταυτόχρονα και από στεριά με το στρατό, και από θάλασσα με το στόλο τους, 43 καράβια. Ναύαρχος ήταν ο Σπαρτιάτης Θρασυμηλίδας του Κρατησικλέους. Έκανε την επίθεσή του στο μέρος όπου τον περίμενε ο Δημοσθένης. Οι Αθηναίοι υπερασπίζαν τις θέσεις τους και προς τη στεριά και προς τη θάλασσα. Οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή τα καράβια τους δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πολλά μαζί, τα χώρισαν σε μικρές μοίρες που έκαναν εφόδους η μια μετά την άλλη με μεγάλη ορμή και μ' ενθαρρυντικές κραυγές, για ν' απωθήσουν τους Αθηναίους και να κυριέψουν τη τοποθεσία. Περισσότερο απ' όλους διακρίθηκε ο Βρασίδας. Ήταν τριήραρχος κ' έβλεπε ότι, επειδή το μέρος ήταν δύσκολο, οι άλλοι τριήραρχοι κ' οι κυβερνήτες από φόβο μη τσακίσουν τα καράβια τους, δίσταζαν να προσεγγίσουν ακόμα και στα σημεία όπου τούτο φαινόταν κάπως εύκολο. Τους φώναζε πως ήταν ντροπή να σκέπτονται τα σανιδόξυλα, όταν έβλεπαν τον εχθρό να έχει χτίσει οχυρό στο πάτριο έδαφος και τους παρακινούσε να τσακίσουν τα καράβια τους για να κάνουν απόβαση. Φώναζε στους συμμάχους να μην διστάσουν να θυσιάσουν στην περίσταση αυτή τα καράβια τους για τους Λακεδαιμόνιους ρίχνοντάς τα έξω στη στεριά για να κάνουν απόβαση, να νικήσουν τον εχθρό και να κυριέψουν το φρούριο.

Αυτά φώναζε στους άλλους και ανάγκασε το δικό του κυβερνήτη να ρίξει το καράβι του έξω στη στεριά. Προχώρησε στη σανίδα για την απόβαση και προσπαθούσε ν' αποβιβαστεί. Ενώ όμως προσπαθούσε να κατέβει, τον ανακόψαν οι Αθηναίοι, τραυματίστηκε σε πολλά μέρη και λιποθύμησε. Οι άλλοι παρά τις προσπάθειές τους δεν μπόρεσαν ν' αποβιβαστούν, τόσο επειδή το μέρος ήταν πολύ δύσκολο όσο κι επειδή οι Αθηναίοι κρατούσαν σταθερά τις θέσεις τους και δεν υποχωρούσαν.

Οι Λακεδαιμόνιοι αφού έκαναν επιθέσεις ολόκληρη εκείνη την ημέρα κ' ένα μέρος της επομένης, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες. Τη τρίτη μέρα έστειλαν μερικά καράβια στην Ασίνη για να φέρουν ξύλα, ώστε να κατασκευάσουν πολιορκητικές μηχανές, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν με αυτές να κυριέψουν το τείχος προς το μέρος του λιμανιού. Το τείχος, εκεί, ήταν ψηλό, αλλά και η απόβαση σ' εκείνο το σημείο ήταν εύκολη. Στο μεταξύ, όμως, έφτασαν από τη Ζάκυνθο οι Αθηναίοι με 50 καράβια, γιατί στο διάστημα αυτό είχαν ενισχυθεί με μερικά καράβια από τη φρουρά της Ναυπάκτου και με τέσσερα Χιακά. Όταν είδαν ότι όλες οι ακτές και η Σφακτηρία ήσαν γεμάτες στρατό και ότι ο εχθρικός στόλος ήταν μέσα στο λιμάνι χωρίς σκοπό να βγει να ναυμαχήσει, δεν ήξεραν που να προσορμιστούν και πήγαν στο ερημονήσι Πρώτην, που δεν απέχει πολύ, όπου άραξαν. Την επομένη ετοιμάστηκαν και ανοίχτηκαν για ναυμαχία, με σκοπό ν' αντιμετωπίσουν τον εχθρό αν έβγαινε στ' ανοιχτά, αλλιώς θα έμπαιναν εκείνοι στο λιμάνι να τους επιτεθούν. Οι Λακεδαιμόνιοι ούτε βγήκαν στ' ανοιχτά ούτε είχαν φράξει, όπως το είχαν σκοπό, τα στόμια του λιμανιού. Ο στρατός τους, στη στεριά έμενε αργός, ενώ τα πληρώματα μπήκαν στα καράβια κ' ετοιμάζονταν για ναυμαχία αν έμπαινε ο εχθρός στο λιμάνι.

Οι Αθηναίοι όταν είδαν τη κατάσταση, έκαναν επίθεση κι από τα δύο στόμια του λιμανιού κ' έτρεψαν σε φυγή τα περισσότερα από τα εχθρικά καράβια που είχαν σηκώσει άγκυρα κ' είχαν παραταχθεί εναντίον τους. Τα καταδίωξαν στη μικρή απόσταση που τα χώριζε απ' τη στεριά, σε πολλά προξένησαν ζημιές κι αιχμαλώτισαν πέντε, ένα μάλιστα με το πλήρωμά του. Στα άλλα, που είχαν καταφύγει στην παραλία, τους έκαναν επίθεση με το έμβολο. Τσάκισαν και μερικά καράβια που δεν είχαν προλάβει να ξεκινήσουν κ' επιβίβαζαν ακόμα τα πληρώματά τους. Άλλα, που τα είχαν εγκαταλείψει τα πληρώματά τους, τα έδεσαν και άρχισαν να τα ρυμουλκούν αδειανά. Βλέποντας τη καταστροφή που πάθαιναν και με την ιδέα ότι θ' αποκλειστούν οι οπλίτες τους στη Σφακτηρία, οι Λακεδαιμόνιοι συνταράχτηκαν κ' έτρεξαν να βοηθήσουν. Έμπαιναν με τα όπλα τους στη θάλασσα, άδραχναν τα καράβια τους και προσπαθούσαν να τα τραβήξουν πίσω στη στεριά. Οι Λακεδαιμόνιοι κατόρθωσαν να σώσουν τ' αδειανά καράβια τους εκτός από εκείνα τα πέντε που είχαν αιχμαλωτιστεί στην αρχή. Και οι δύο αντίπαλοι γύρισαν στα στρατόπεδά τους. Ο Αθηναίοι άρχισαν να πλέουν γύρω από τη Σφακτηρία και να επιτηρούν το νησί, όπου οι στρατιώτες του εχθρού ήσαν πια αποκλεισμένοι. Οι Πελοποννήσιοι με τις ενισχύσεις που τους είχαν έρθει από παντού, έμεναν στρατοπεδευμένοι γύρω από την Πύλο.

Όταν έγιναν γνωστά στη Σπάρτη τα όσα είχαν συμβεί θεωρήθηκαν συμφορά μεγάλη και αποφασίστηκε να κατεβούν οι άρχοντες στο στρατόπεδο να δουν τη κατάσταση και να πάρουν αμέσως την απόφαση που θα έκριναν καλύτερη. Όταν είδαν πως ήταν αδύνατο να βοηθήσουν τους οπλίτες της Σφακτηρίας και δεν ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν να τους αφήσουν είτε να πεθάνουν από πείνα είτε ν' αναγκαστούν να παραδοθούν στον πολυπληθέστερο εχθρό, σκέφτηκαν να προτείνουν στους στρατηγούς των Αθηναίων αν ήθελαν να κάνουν τοπική ανακωχή στην Πύλο για να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα μα προτείνουν ειρήνη και να επιτύχουν το γρηγορότερο να ελευθερωθούν οι οπλίτες τους.

Οι Αθηναίοι στρατηγοί δέχθηκαν την πρόταση κ' έγινε ανακωχή με τους ακόλουθους όρους. Οι Λακεδαιμόνιοι έπρεπε να παραδώσουν στους Αθηναίους όλα τα καράβια που είχαν πάρει μέρος στη ναυμαχία, καθώς και όλα τα άλλα πολεμικά που βρίσκονταν στη Λακωνική και τα οποία έπρεπε να φέρουν στην Πύλο. Δεν θα έκαναν επίθεση εναντίον του φρουρίου, ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα. Οι Αθηναίοι θα άφηναν τους Λακεδαιμόνιους να στέλνουν στους οπλίτες στη Σφακτηρίας ορισμένη ποσότητα αλεύρι ζυμωμένο. Για κάθε οπλίτη δύο αττικούς χοίνικες (περ. 2 κιλά) κριθάρι, δύο κοτύλες (περ. μισό λίτρο) κρασί και κρέας. Για κάθε υπηρέτη θα έστελναν τα μισά. Ο ανεφοδιασμός θα γινόταν με την επίβλεψη των Αθηναίων και κανένα καράβι δε θα πήγαινε στο νησί κρυφά. Οι Αθηναίοι θα εξακολουθούσαν να επιτηρούν τη Σφακτηρία όπως και πριν, αλλά δε θα επιχειρούσαν να κάνουν απόβαση και δε θα έκαναν επίθεση εναντίον του πελοποννησιακού στρατοπέδου ούτε από στεριά ούτε από θάλασσα. Εάν ένα από τα δύο μέρη παράβαινε έστω και τον παραμικρό όρο, τότε θα έπαυε η ανακωχή η οποία θα διαρκούσε έως ότου επιστρέψουν οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις από την Αθήνα όπου θα τους πήγαινε και από όπου θα τους έφερνε αθηναϊκό πολεμικό. Μετά την επιστροφή τους η ανακωχή θα έληγε οπωσδήποτε και οι Αθηναίοι θα επιστρέφαν τα καράβια στην κατάσταση στην οποία τα είχαν παραλάβει. Αυτοί ήσαν οι όροι της ανακωχής. Τα καράβια, 60 περίπου, παραδόθηκαν στους Αθηναίους και οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις έφυγαν. Έφτασαν στην Αθήνα και ζήτησαν να γίνει ειρήνη.

Οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι όσο κρατούν τους στρατιώτες αποκλεισμένους στο νησί, θα μπορούν να επιβάλουν ειρήνη όποτε θελήσουν και γι' αυτό προτιμούσαν να εκμεταλλευτούν την περίσταση όσο το δυνατό πιο πολύ. Περισσότερο από κάθε άλλον τους εξώθησε σ' αυτό ο Κλεών του Κλεαινέτου που είχε μεγάλη δύναμη στο λαό κ' επηρέαζε το κόσμο. Έπεισε τους Αθηναίους να δώσουν την ακόλουθη απόκριση. Πρώτ' απ' όλα να παραδοθούν με τα όπλα τους οι οπλίτες της Σφακτηρίας και να μεταφερθούν στην Αθήνα. Αφού φτάσουν, τότε οι Λακεδαιμόνιοι ν' αποδώσουν τη Νίκαια, τις Πηγές, τη Τροιζήνα και την Αχαΐα. Τα μέρη αυτά δεν τα είχαν κατακτήσει με πόλεμο, αλλά τους τα είχαν παραχωρήσει με προγενέστερη συνθήκη οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν πάθει τότε συμφορές και είχαν ανάγκη ειρήνης πολύ περισσότερο απ' ότι τώρα. Τότε μόνο θα παραδίναν τους οπλίτες της Σφακτηρίας και θα έκαναν σπονδές για όσο καιρό θα συμφωνούσαν.

Οι Λακεδαιμόνιοι δεν διετύπωσαν αντίρρηση σ' αυτά, αλλά πρότειναν στους Αθηναίους να διορίσουν αντιπροσώπους, οι οποίοι θα διαπραγματευτούν το καθένα από τα ζητήματα αυτά και να φτάσουν ήρεμα σε συμφωνία. Αλλά ο Κλέων εναντιώθηκε βίαια στην πρόταση αυτή και είπε ότι απ' την αρχή ήξερε πως οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανένα ειλικρινή σκοπό, αλλά ότι τώρα το πράγμα ήταν φανερό αφού οι πρέσβεις τους αρνιόνταν να μιλήσουν στο λαό, αλλά θέλουν να συζητήσουν με λίγους αντιπροσώπους. Οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι εξαιτίας της συμφοράς τους είχαν ενδοτική διάθεση, έβλεπαν ότι ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να μιλήσουν δημοσία για να μην εκτεθούν στους συμμάχους τους αν οι προτάσεις τους δεν γίνονταν δεκτές, ούτε τους Αθηναίους να πείσουν να δεχτούν όρους επιεικείς, κ' έφυγαν άπρακτοι απ' την Αθήνα.

LAST_UPDATED2