Αρκάδιος (395-408) Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Παρασκευή, 07 Νοέμβριος 2008 18:26
Πριν πεθάνει ο Θεοδόσιος, που βρισκόταν στη Δύση με μεγάλο μέρος του στρατού, είχε εμπιστευθεί στο πλευρό του Ονωρίου τον magister militum utriusque militiae Στηλίχωνα, κατά το ήμισυ Βάνδαλο, τον οποίο εκτιμούσε τόσο ώστε να του δώσει την ανιψιά του Σερένα για σύζυγο, κάνοντάς τον έτσι "συγγενή" της αυτοκρατορικής οικογένειας και αντιβασιλέα των ανήλικων γιων του. Αυτήν τη συγγένεια και αυτήν την εξουσία την επισφραγίζει τρία χρόνια αργότερα ο γάμος της κόρης του Στηλίχωνα Μαρίας με τον Ονώριο. Στην Κωνσταντινούπολη, αντίθετα, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια πολιτικών ανωτέρων αξιωματούχων, αρχικά στον έπαρχο του πραιτωρίου Ρουφίνο, έπειτα στον προϊστάμενο της υπηρεσίας των αυτοκρατορικών ενδιαιτημάτων (praepositus sacri cubiculi) Ευτρόπιο και τέλος στον Ανθέμιο, έπαρχο του πραιτωρίου από το 405 μέχρι το 414, που είχαν όλοι τους μέλημα να περιορίσουν την εξουσία των στρατιωτικών. Ο Γότθος Γαϊνάς, magister militum τον οποίο ο Στηλίχων αποστέλλει μαζί με τα στρατεύματά του στην Ανατολή, δεν καταφέρνει, όπως θα ήθελε, να διαδραματίσει για πολύ καιρό σημαντικό ρόλο στην Κωνσταντινούπολη, και το 400 οι οπαδοί του σφαγιάζονται εκεί, πράγμα που αναμφίβολα συνέβαλε στην αναχώρηση του Αλαρίχου από την Ιταλία. Οι αντιπαλότητες στον περίγυρο των δύο ανήλικων ηγεμόνων θα εξασθενίσουν την αυτοκρατορία σε περίοδο δύσκολων περιστάσεων.

Το μείζον γεγονός αυτής της περιόδου είναι η επιδείνωση του γοτθικού προβλήματος και η εμφάνιση ενός νέου ηγέτη, του Αλαρίχου. Κατά τους εμφύλιους πολέμους, όταν τους είχε χρησιμοποιήσει ο Θεοδόσιος, οι Γότθοι είχαν υποστεί βαριές απώλειες, πράγμα που προκάλεσε μία πρώτη εξέγερση το 387. Στη μάχη στον ποταμό Frigidus, 10.000 άνδρες τους σκοτώθηκαν στην πρώτη γραμμή, ο Θεοδόσιος εξασθενώντας τους συμμάχους του επέτυχε και δεύτερη νίκη. Το 395, η σύγκρουση μεταξύ Στηλίχωνα και της κυβέρνησης του Αρκαδίου για το Ιλλυρικό προσφέρει στον Αλάριχο την ευκαιρία να παρέμβει και να εκμεταλλευτεί τη δυσπιστία που έτρεφαν στην Κωνσταντινούπολη για τον Στηλίχωνα και τις αξιώσεις του να διευθύνει ολόκληρη την αυτοκρατορία. Επικεφαλής του "λαού" του (gens), δηλαδή των Γότθων φοιδεράτων που είχαν εγκατασταθεί εντός της αυτοκρατορίας το 382 και των οποίων είχε γίνει κατά πάσα πιθανότητα βασιλιάς, επωφελείται από την απουσία του στρατού, που είχε μείνει με τον Στηλίχωνα στην Ιταλία, για να λεηλατήσει την Θράκη και να εισβάλει στη Θεσσαλία. Το καλοκαίρι του 395, η άφιξη του Στηλίχωνα δεν διορθώνει τα πράγματα, εφόσον, για λόγους οι οποίοι επιδέχονται συζήτηση (ίσως ευθύνεται η διαταγή που δίνει ο Αρκάδιος θέλοντας να αποφύγει έναν θρίαμβο του στρατηγού στην Κωνσταντινούπολη, ίσως ο φόβος για διχοστασίες ανάμεσα στα ρωμαϊκά στρατεύματα), πρέπει σύντομα να απομακρυνθεί από τα ανατολικά στρατεύματα. Το 397, ο Στηλίχων εκστρατεύει και πάλι εναντίον των Γότθων που λεηλατούν την Ελλάδα, αυτή τη φορά με πλοία. Φαίνεται όμως ότι η Κωνσταντινούπολη προτίμησε για μία ακόμη φορά να αντιτεθεί στον Στηλίχωνα και να διαπραγματευθεί με τον Αλάριχο, που λαμβάνει το αξίωμα του magister militum per Illyricum. Η πτώση όμως του Ευτρόπιου το 399 και η σφαγή των οπαδών του Γαϊνά το 400 πείθουν τελικά τους Γότθους να εγκαταλείψουν τη Μακεδονία και τη Δακία, όπου είχαν εγκατασταθεί πριν από 25 χρόνια, και να κατευθυνθούν προς την Ιταλία, δίχως άλλο με την ελπίδα να διαπραγματευτούν με τον Ονώριο καλύτερους όρους εγκατάστασης, εφαρμόζοντας μια επαμφοτερίζουσα πολιτική ανάμεσα στα δύο partes imperii, που ήταν διαιρεμένα και αντίπαλα.

Ούτε όμως η Δύση είναι έτοιμη να τους δεχθεί: το 402 ο Στηλίχων καταφέρνει να τους απωθήσει στην Πολλεντία και τη Βερόνα και αυτές οι μικρές ήττες ωθούν τους Γότθους να επιστρέψουν στο Ιλλυρικό. Η φιλοδοξία ωστόσο του Στηλίχωνα, τα σχέδιά του να κατακτήσει το ανατολικό Ιλλυρικό ή και να καταλάβει την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη, τον κάνουν να συνθηκολογήσει με τον Αλάριχο, που ορίζεται εκ νέου magister militum το 404 ή το 405, οπότε οι Γότθοι έρχονται να ενισχύσουν τις δυνάμεις της Δύσης.

Τα σχέδια του Στηλίχωνα ανατρέπονται από τα γεγονότα που σημαδεύουν την αρχή της εγκατάστασης των γερμανικών φύλων στη Δύση. Ο Στηλίχων μπορεί να αναχαίτισε την εισβολή του Ραδαγαίσου στην Ιταλία το 405/406, αλλά οι χιλιάδες των Αλανών, Σουήβων και Βανδάλων που είχαν περάσει τον παγωμένο Ρήνο στις 31 Δεκεμβρίου 406 φτάνουν ήδη στην Ισπανία το 409, ενώ ο σφετεριστής Κωνσταντίνος Γ', ξεκινώντας από τη Βρετανία, προσπαθεί με σχετική επιτυχία να υπερασπιστεί τη Γαλατία, την οποία είχε εγκαταλείψει ο Στηλίχων. Μετά τον θάνατο του Αρκαδίου τον Μάιο και την εξουδετέρωση του Στηλίχωνα τον Αύγουστο του 408, η αδιαλλαξία του Ονωρίου και της αντιγερμανικής μερίδας που αρνούνται στον Αλάριχο τη διοίκηση του στρατού, την ετήσια παροχή σε χρυσό και τις γαίες που διεκδικούσε, οδηγεί μετά από τρεις απανωτές πολιορκίες, στην άλωση της Ρώμης, που αρχίζει στις 24 Αυγούστου 410 και ολοκληρώνεται τις επόμενες μέρες.

Τα έτη 406-410 σημαδεύουν αναμφίβολα μια στροφή πιο σημαντική από την διαίρεση του 396, αφού η πολιτική ενότητα σπάνια είχε επιτευχθεί από τα τέλη του 3ου αι. Και πράγματι σφραγίζουν τη διαφορετική μοίρα που θα γνωρίσουν τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας: από τη μία πλευρά, η Δύση, που στην καρδιά της θα εγκατασταθούν τα διάφορα γερμανικά φύλλα, τα οποία θα εγκαταλείπουν σταδιακά το καθεστώς των φοιδεράτων για να ιδρύσουν τα δικά τους βασίλεια καταστρέφοντας σιγά σιγά την ενότητα του ρωμαϊκού κράτους, και από την άλλη, η Ανατολή, που αντιστέκεται με μεγαλύτερη επιτυχία στις εξωτερικές πιέσεις και διατηρεί την πολιτική και στρατιωτική της οργάνωση και την οικονομική της ευρωστία.

LAST_UPDATED2