Η κρίση του Αρειανισμού Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 13 Νοέμβριος 2008 20:43

Το 324, ο Κωνσταντίνος, κύριος της αυτοκρατορίας, ανακαλύπτει ότι η Ανατολή είναι διαιρεμένη γύρω από τη διδασκαλία ενός ιερέα της Αλεξάνδρειας, του Αρείου. Υποβάλλει το ζήτημα στη σύνοδο που συγκαλεί στη Νίκαια. Έτσι αρχίζει η κρίση που θα απασχολήσει ολόκληρο τον 4ο αι. και που θα οδηγήσει στον ορισμό της ορθοδοξίας επί Θεοδοσίου.

Το ζητούμενο είναι να αποδοθεί μία θέση στον Ιησού, τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, εντός της μονοθεϊστικής θρησκείας που είναι ο χριστιανισμός. Το ερώτημα που έχει ήδη συζητηθεί σε προηγούμενες εποχές με βάση της Γραφές και την παράδοση, δεν είχε λυθεί. Οι δύο σκόπελοι που προσπαθούν να αποφύγουν οι επίσκοποι κατά τον 4ο αι. είναι ο σαβελλιανισμός και ο αρειανισμός.

Κατά τον σαβελλιανισμό (που πήρε το όνομά του από τον Σαβέλλιο τον 3ο αι. και είχε αρκετούς οπαδούς στην Ανατολή) τα τρία πρόσωπα της Τριάδας (ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) είναι απλώς εκφάνσεις μίας μοναδικής θεότητας. Κατά τον αρειανισμό, ο Υιός δεν είναι Θεός, αλλά "κτίσμα" ξεχωριστό από τα άλλα. Χωρίς να εισάγουν μια τόσο ριζική διαφορά ως προς τη φύση μεταξύ Πατρός και Υιού, ορισμένοι κλίνουν υπέρ του "υποτακτισμού": ο Υιός συμμετέχει στη θεϊκή φύση του Πατρός, αλλά είναι υποτεταγμένος σε αυτόν.

Απέναντι στον κίνδυνο του αρειανισμού, η σύνοδος της Νικαίας το 325 αντιδρά και ορίζει ότι ο Υιός "είναι της ίδιας ουσίας (ή φύσης)" (ομοούσιος) με τον Πατέρα. Έτσι εισάγει έναν καινούργιο όρο, που δεν περιλαμβάνεται στις Γραφές, τον οποίο ορισμένοι υποπτεύονται ότι είναι σαβελλιανικής έμπνευσης. Οι θέσεις όσων αντιστρατεύονται τη σύνοδο της Νικαίας θα είναι πολλές και ποικίλες.

Οι μεγάλοι θεολόγοι του τέλους του 4ου αι. θα επαναλάβουν τους τρόπους διατύπωσης της Νικαίας, καθαρίζοντάς τους από κάθε ίχνος σαβελλιανισμού και θα θέσουν τους κλασικούς όρους: ένας Θεός, με μία φύση ή ουσία, αλλά τρία ξεχωριστά πρόσωπα ή υποστάσεις, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.

Η κρίση του αρειανισμού δείχνει ποιες κατευθυντήριες δυνάμεις συγκρούονται στους κόλπους της εκκλησίας. Η βαρύνουσα θέση της θεολογίας δεν πρέπει να παραβλέπεται. Τα δεδομένα της παράδοσης δεν μπορούν να τροποποιούνται καταπώς θέλει ο καθένας, και οι ακραίες τοποθετήσεις δεν καταφέρνουν να επιβληθούν. Οι επίσκοποι παραμένουν προσκολλημένοι στην παράδοση, της οποίας είναι οι θεματοφύλακες και ορισμένοι δέχονται να εξοριστούν για να υπερασπίσουν την πίστη τους. Η θεολογική δεινότητα είναι μεγάλο πλεονέκτημα και η συστράτευση στις διατυπώσεις της Νικαίας πνευμάτων τόσο σημαντικών όσο οι διδάσκαλοι της Καππαδοκίας, ο Βασίλειος της Καισαρείας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Γρηγόριος Νύσσης αποτέλεσε στοιχείο που έκρινε την έκβαση των πραγμάτων.

Ο ρόλος του αυτοκράτορα είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας. Κάθε ηγεμόνας εργάζεται για την ενότητα της Εκκλησίας και προσπαθεί να βρει σε ποιο σημείο μπορεί να προκύψει συμφωνία. Πολλοί όμως από αυτούς έχουν βαρύνουσες προσωπικές πεποιθήσεις.

Η στάση του Κωνσταντίνου, ο οποίος δέχεται να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι αποφάσεις της Νικαίας, βαραίνει αποφασιστικά στη γέννηση της κρίσης. Η ιδιαίτερα παρεμβατική πολιτική κατά της Νικαίας του Κωνστάντιου Β' έχει ως κατάληξη τον ορισμό του ιστορικού αρειανισμού και μοιάζει να πετυχαίνει. Όταν όμως η πολιτική αυτή υιοθετείται από τον Βάλεντα, δείχνει πια τις αδυναμίες της. Ο Θεοδόσιος, εξίσου παρεμβατικός, καταφέρνει να θέσει τέλος στην κρίση: τα πράγματα έχουν ωριμάσει, και ο αυτοκράτορας μπορεί να υποστηρίξει την πλευρά που έχει ήδη νικήσει.

Οι σύνοδοι, ιδιαίτερα δραστήριες κατά τον 4ο αι., διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Οι απλές τοπικές σύνοδοι, όπως της Άγκυρας το 358, παρεμβαίνουν στη θεολογική αντιπαράθεση. Πιο σημαντικές σύνοδοι συγκαλούνται με την πρωτοβουλία των αυτοκρατόρων και μπορούν να λάβουν αποφάσεις αντίθετες προς άλλες γενικές συνόδους. Δεν καταφέρνουν όμως να διαδραματίσουν τον ρόλο της κεντρικής αρχής που οργανώνει την ζωή της Εκκλησίας. Καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου το ιδιαίτερο κύρος της συνόδου της Νικαίας επιβεβαιώνεται. Η πλήρης αναγνώριση των αποφάσεών της σε θέματα πίστης συντελεί στο να αποτελέσει το υπόδειγμα της "οικουμενικής" συνόδου με τη θεολογική σημασία του όρου, της συνόδου δηλαδή που οι αποφάσεις της αναγνωρίζονται από ολόκληρη την Εκκλησία ως θεόπνευστες.

Παράλληλα προς τους αυτοκράτορες και τις συνόδους θα πρέπει να εξετάσουμε με ποιο τρόπο επηρέασαν την εξέλιξη της κρίσης οι μεγάλες επισκοπικές έδρες, της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας.

Η Ρώμη κατέχει ήδη σημαντική θέση. Παραμένοντας αρχικά εκτός της διαμάχης της οποίας τα διακυβεύματα δεν τα κατανοούν, οπαδοί μιας θεολογίας που τους καθιστά ελάχιστα ευαίσθητους απέναντι στο σαβελλιανό κίνδυνο και χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο που επικαλύπτει ατελώς την ελληνική ορολογία, οι επίσκοποι της Ρώμης αναπτύσσουν επιπλέον μια αντίληψη περί της Εκκλησίας διαφορετική από εκείνη των συναδέλφων τους στην Ανατολή. Καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, η Ρώμη υπερασπίζεται τη σύνοδο της Νικαίας και μάλιστα, για παράδειγμα, ο Δάμασος, υπερασπίζεται τους "παλαιονικαείς", οι οποίοι είναι υπέρ των ορισμών της Νικαίας στην αρχική τους σημασία. Οι πάπες Λιβέριος και Δάμασος θα θεωρήσουν την κοινότητα πίστεως με τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας ως το κριτήριο της ορθοδοξίας. Ως εξ αυτού, η Ρώμη αργεί να αναγνωρίσει τη γονιμότητα της θεολογίας των νεονικαών. Ωστόσο, καθώς παραμένει πιστή στη Νίκαια, η οποία τελικά θα θριαμβεύσει, η αίγλη της βγαίνει ενισχυμένη από την κρίση.

Η Κωνσταντινούπολη, παρά το πολιτικό της βάρος, δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα. Οι επίσκοποί της, που επιλέγονται από τους αυτοκράτορες, είναι αντίπαλοι της Νικαίας και ορισμένοι τους καταφέρνουν να διακριθούν σε αυτό ακριβώς το στρατόπεδο.

Η Αντιόχεια, αποστολική έδρα και διοικητική πρωτεύουσα της Ανατολής, ασκεί σημαντική επίδραση στις διοικήσεις της Ανατολής και της Ασίας. Οι επίσκοποί της πολλές φορές επιλέγονται από τους αυτοκράτορες, που βρίσκονται συχνά στην πόλη. Στις αρχές του 4ου αι., ένα σχίσμα, που αντιπαραθέτει συχνά νικαείς και αρειανούς, περιπλέκεται, όταν ο Μελέτιος, τον οποίο αναγόρευσε ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, αποκαλύπτεται ότι είναι οπαδός της Νίκαιας. Τώρα πλέον, οι χριστιανοί της Αντιόχειας χωρίζονται σε τρία στρατόπεδα: τους αρειανούς, γύρω από τους επισκόπους που αναγόρευσαν οι αυτοκράτορες σε αντικατάσταση του Μελετίου, τους μελετιανούς, που είναι υπέρ της συνόδου της Νικαίας, και τους οπαδούς του Παυλίνου, που είναι επίσης υπέρ της Νικαίας. Αυτή η μπερδεμένη κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο με τις παρεμβάσεις της Ρώμης ή του Αθανασίου.

Η Αλεξάνδρεια κατέχει ξεχωριστή θέση. Οι αυτοκράτορες που αντιτίθενται στη σύνοδο της Νικαίας προσπαθούν να επιβάλλουν τους δικούς τους υποψηφίους. Η Εκκλησία της Αιγύπτου όμως παραμένει ενωμένη πίσω από εκείνον τον οποίο αναγνωρίζει ως νόμιμο αρχηγό της, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αθανάσιο (328-373). Μέχρι τον θάνατό του, παρά τις επανειλημμένες εξορίες του, ο Αθανάσιος παραμένει πιστός στη σύνοδο της Νικαίας. Η συσπείρωση Ρώμης και Αλεξάνδρειας συμβάλλει στη νίκη του στρατοπέδου της Νίκαιας και το διάταγμα του Θεοδοσίου (380) προτείνει ως κριτήριο της ορθοδοξίας την κοινότητα πίστης με τους επισκόπου της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας.

Ο Άρειος, ιερέας της Αλεξάνδρειας, αναπτύσσει λίγο πριν το 320 μια σκανδαλώδη διδασκαλία: ο Υιός μπορεί να γεννήθηκε από τον Πατέρα, αλλά δεν υπήρχε από πάντα (ανάρχως) ("υπήρξε ένας καιρός κατά τον οποίο δεν υπήρχε"). Στην πραγματικότητα είναι δημιούργημα, διακριτό οντολογικά από τον Πατέρα, και όχι Θεός. Καταδικασμένος από τον επίσκοπό του, ο Άρειος βρίσκει στηρίγματα εκτός Αιγύπτου, συγκεκριμένα στον επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, όπως και στον Ευσέβιο Καισαρείας. Μία σύνοδος που συγκαλείται στην Αλεξάνδρεια (το 319;) αφορίζει τον Άρειο και τους οπαδούς του, ενώ αντίθετα το 322 δύο περιφερειακές σύνοδοι επιβεβαιώνουν την ορθοδοξία του Αρείου. Το 324 ο Κωνσταντίνος αποστέλλει τον Όσσιο Κορδούης στην Αίγυπτο για να συλλέξει σχετικές πληροφορίες. Ο Όσσιος συγκαλεί στις αρχές του 325 στην Αντιόχεια σύνοδο όπου οι αρειανίζοντες καταδικάζονται. Η οικουμενική σύνοδος της Νικαίας (20 Μαΐου-τέλος Ιουλίου 325) επιλύει το ζήτημα του Αρείου προς την ίδια κατεύθυνση. Διατυπώνεται ένα Σύμβολο της Πίστεως, όπου ο Υιός ανακηρύσσεται ομοούσιος προς τον Πατέρα. Ο Άρειος καταδικάζεται και εξορίζεται λίγο αργότερα, έπειτα εξορίζεται ο ίδιος ο Ευσέβιος Νικομηδείας καθώς και ο επίσκοπος Νικαίας Θέογνις. Η υπόθεση φαίνεται να έχει ρυθμιστεί. Στην πραγματικότητα, μολονότι δεν υπάρχουν στην Ανατολή οπαδοί του Αρείου, οι όροι της Νικαίας γεννούν επιφυλάξεις. Ενεργοποιούνται διάφορες δυνάμεις και η στάση του Κωνσταντίνου κάμπτεται. Ορισμένοι νικαείς επίσκοποι καθαιρούνται. Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας καταδικάζεται στη σύνοδο της Τύρου (335) και εξορίζεται.

Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου το 327, η κατάσταση θα εξελιχθεί σαφώς εις βάρος των οπαδών της Νικαίας. Ο Κωνστάντιος Β', στην αρχή της βασιλείας του, ανακαλεί από την εξορία όλους τους επισκόπους και δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Ωστόσο ο Αθανάσιος δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια. Καταφεύγοντας στη Ρώμη, όπου έρχεται να τον συναντήσει και ο Μάρκελος Αγκύρας, ζητάει την παρέμβαση του πάπα Ιουλίου, που του παρέχει την προστασία του και δέχεται την κοινότητα πίστης με τον Μάρκελο. Μια ρωμαϊκή σύνοδος στις αρχές του 341 θέτει ξανά υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της καθαίρεσης του Αθανασίου, του Μαρκέλου και άλλων επισκόπων. Αυτή απόφαση της Ρώμης προκαλεί την αντίδραση των Ανατολικών, που τη θεωρούν ανάμειξη στις υποθέσεις τους. Η σύνοδος 90 επισκόπων που συγκαλείται στην Αντιόχεια το 341, γνωστή ως σύνοδος των Εγκαινίων -διότι τότε γίνεται η καθιέρωση (εγκαίνια) του καθεδρικού ναού της Αντιόχειας- επαναβεβαιώνει έναντι της Ρώμης τις θέσεις των εκκλησιών της Ανατολής και συντάσσει τέσσερις όρους πίστης που, ενώ καταδικάζουν τον Άρειο , αποφεύγουν τους όρους διατύπωσης της Νικαίας. Ο δεύτερος όρος που αποκαλείται Σύμβολο των Εγκαινίων, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο: οι Πατέρες της συνόδου επιβεβαιώνουν τη θεϊκή φύση του Υιού, "ακριβή εικόνα της θεϊκής φύσης και της ουσίας... του Πατρός" και διακρίνουν τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ο τέταρτος όρος είναι λιγότερο ξεκάθαρος, αλλά καταδικάζει ρητά τη διδασκαλία του Μσρκέλου Αγκύρας.

Ο αυτοκράτορας Κώνστας δεν αποδέχεται τις αποφάσεις της Αντιοχείας και συγκαλεί γενική σύνοδο στη Σερδική. Οι 80 όμως επίσκοποι της Ανατολής δεν δέχονται να παρακαθίσουν με τους 98 επισκόπους της Δύσης, που έχουν με το μέρος τους καταδικασμένους επισκόπους, και τους οποίους θεωρούν οπαδούς του σαβελλιανισμού. Οι Δυτικοί, που κατηγορούν τους Ανατολικούς επί αρειανισμώ, πριν αναχωρήσουν, θεσπίζουν ορισμένους κανόνες που δικαιολογούν κυρίως την παρέμβαση της Ρώμης. Η κατάσταση θα εξελιχθεί, όταν ο Κωνστάντιος θα γίνει ο μόνος κύριος της αυτοκρατορίας.

Οι θεολογικές του θέσεις, που αντιτίθενται στη Σύνοδο της Νικαίας είναι ξεκάθαρες ήδη από το 351, όταν συγκαλεί στο Σύρμιο σύνοδο η οποία καταδικάζει σαβελλιανούς και ακραίους αρειανούς, αλλά, μολονότι αποφεύγει τις διατυπώσεις της Νικαίας, επανέρχεται στον τέταρτο όρο της συνόδου των Εγκαινίων και υιοθετεί μια θέση που είναι υπέρ του υποτακτισμού. Μετά το 353, ο Κωνστάντιος ασκεί δεσποτική θρησκευτική πολιτική και επηρεάζει ιδιαίτερα τα πράγματα: σε μια σειρά συνόδων (της Αρελάτης το 353, των Μεδιολάνων το 355, του Μπεζιέ το 357), ένα σημαντικό τμήμα των επισκόπων της Δύσης συντάσσεται με την αυτοκρατορική πολιτική. Οι αρειανίζοντες, ενθαρρυμένοι, προσπαθούν να κερδίσουν και δεύτερο πλεονέκτημα: μία σύνοδος στο Σίρμιο το 357 επιβεβαιώνει την κατωτερότητα του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα ("μείζονα είναι του πατέρα"). Το Πάσχα του 358 ωστόσο, 12 επίσκοποι που συνέρχονται στην Άγκυρα υπό τον επίσκοπο της πόλης Βασίλειο απορρίπτουν την διατύπωση του Σιρμίου και διακηρύσσουν τον Υιό ομοιούσιο προς τον Πατέρα ("όμοιον τω πατρί κατά πάντα"). Ο Κωνστάντιος φαίνεται ότι προσπάθησε να συνδυάσει τις απόψεις των οπαδών της διατύπωσης του Σιρμίου και εκείνες των οπαδών της Άγκυρας. Πιέζει να καθαιρεθούν οι ακραίοι αρειανοί (οι ανόμοιοι). Την άνοιξη του 359, πιέζει να συνταχθεί το "το πεπαλαιωμένο πιστεύω" που ορίζει το "όμοιον".

Αυτός ο όρος που παρουσιάζεται σε δύο συνόδους που συγκλήθηκαν το 359, η μία στο Αρίμινο (Rimini), με 400 επισκόπους της Δύσης, και η άλλη στη Σελεύκεια της Ισαυρίας, με περισσότερους από 150 επισκόπους της Ανατολής. Και στις δύο περιπτώσεις, οι περισσότεροι είναι εχθρικοί προς τη διδασκαλία του ομοίου, αλλά οι ελιγμοί και οι πιέσεις καταφέρνουν να τους κάνουν να αλλάξουν γνώμη. Ο Κωνστάντιος συγκαλεί επίσης το 360 στην Κωνσταντινούπολη σύνοδο που, αποδεχόμενη τη διατύπωση των Ρίμινι-Σελευκείας, απαγορεύει να χρησιμοποιούνται οι λέξεις ουσία και υπόσταση, ακυρώνει τους παλαιούς όρους του Συμβόλου της Πίστεως και απαγορεύει να προτείνονται νέοι. Στη συνέχεια λαμβάνει πλήθος μέτρων κατά των ανομοίων και των υπέρμαχων του "ομοιουσίου" επισκόπων. Φαίνεται πως αποκατέστησε την ενότητα της εκκλησίας γύρω από όρους που χρησιμοποιεί η διδασκαλία του "ομοίου", ορίζοντας "τον ιστορικό αρειανισμό" που εξαπλώνεται εκτός της αυτοκρατορίας: ο Ουλφίλας, που διέδωσε το Ευαγγέλιο στους Γότθους, συμμετείχε στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο θάνατος όμως του Κωνστάντιου τον Νοέμβριο του 360 διαλύει την ισορροπία που είχε επιτευχθεί κατ' αυτόν τον τρόπο.

Η βασιλεία του Ιουλιανού, που ανακαλεί από την εξορία τους επισκόπους τους οποίους καθαίρεσε ο Κωνστάντιος, και η βασιλεία του Ιοβιανού διακόπτουν πράγματι τη δράση υπέρ των οπαδών του "ομοίου". Άλλες δυνάμεις κάνουν την εμφάνισή τους και κινούνται υπέρ των όρων της Νικαίας.

Την άνοιξη του 362, η σύνοδος που συγκαλεί στην Αλεξάνδρεια ο Αθανάσιος που έχει επιστρέψει από την εξορία του, επαναβεβαιώνει τις θέσεις της Νικαίας αλλά δείχνει να αντιλαμβάνεται με καινούργιο τρόπο τα προβλήματα. Στην Αντιόχεια μια άλλη σύνοδος που συγκαλεί ο Μελέτιος το 363, ενώ εμμένει κατά βάθος στη διδασκαλία του "ομοιούσιου", προσχωρεί στις απόψεις της Νικαίας. Το 364 μία σύνοδος που συγκαλείται στη Λάμψακο απορρίπτει τις διατυπώσεις περί "ομοίου" και επανέρχεται στο σύμβολο της συνόδου των Εγκαινίων. Η διδασκαλία περί "ομοίου" χάνει επομένως έδαφος. Από την άλλη, οι Καππαδόκες δάσκαλοι αναπτύσσουν μια καινούργια θεολογία που επανερμηνεύει τις διατυπώσεις της Νικαίας.

Δύο παράγοντες θα καθυστερήσουν ωστόσο τη λύση της κρίσης. Ο πρώτος είναι η θέση της Ρώμης, που αργεί να αναγνωρίσει την αξία της θεολογίας οι διατυπώνουν οι νεονικαείς, ο δεύτερος είναι η δράση του Βάλεντος υπέρ της διδασκαλίας του "ομοίου".

Το 365, αντιπροσωπεία επισκόπων του "ομοιούσιου" μεταβαίνει στη Ρώμη όπου, μετά από αίτημα του Λιβερίου, αναθεματίζουν τη διατύπωση του Ρίμινι και προσχωρούν στη Νίκαια. Με την επιστροφή τους όμως η συμφωνία που συνήψαν στη Ρώμη δεν επιδοκιμάζεται από όλους τους οπαδούς τους. Από την άλλη, το 366, εκλέγεται ένας νέος πάπας, ο Δάμασος, με θέσεις αδιάλλακτες. Στην Ανατολή η παράταξη των οπαδών του "ομοιούσιου", ενισχυμένη από την εκλογή του Βασιλείου του Μεγάλου στην έδρα της Καισαρείας στην Καππαδοκία, αναζητάει να επανασυνδεθεί με τη Ρώμη, αλλά χωρίς επιτυχία. Το 377 τέλος, ο πάπας απευθύνει προς τους Ανατολικούς τον "Τόμο του Δαμάσου" που δείχνει ότι οι Δυτικοί κατανοούν τα θεολογικά ζητήματα καλύτερα, αλλά αρνείται πάντα να αναγνωρίσει τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο.

Εξάλλου, ενώ ο Βαλεντιανός, σε μια Δύση που τάσσεται υπέρ των ιδεών της Νικαίας, υιοθετεί ουδέτερη στάση που θα την ακολουθήσει και ο Γρατιανός μετά το 373, ο Βάλης στην Ανατολή επανέρχεται στην πολιτική υπέρ του "ομοίου" του Κωνστάντιου. Ήδη το 364, τιμωρεί τους επισκόπους της συνόδου της Λαμψάκου και το 365 εκδίδει διάταγμα, που εφαρμόζεται ατελώς, με το οποίο ξαναστέλνει στην εξορία τους επισκόπους που είχε καταδικάσει ο Κωνστάντιος και είχε επαναφέρει ο Ιουλιανός. Ο Βάλης επιστρέφοντας από τον γοτθικό πόλεμο το 369, αφιερώνεται στις θρησκευτικές υποθέσεις και εξορίζει πολλούς επισκόπους αλλά, αναχωρώντας το 377 για νέο πόλεμο εναντίον των Γότθων, μεταθέτει για την επιστροφή του την εφαρμογή όλων των αποφάσεών του περί εξορίας.

Ο θάνατος του Βάλεντος και η ανάρρηση του Θεοδοσίου στον θρόνο σημαδεύουν μια μεταστροφή. Θερμός οπαδός της Νικαίας, ο Θεοδόσιος λαμβάνει πράγματι, πολύ σύντομα, μέτρα υπέρ της συνόδου. Στις 28 Φεβρουαρίου του 380, εκδίδει διάταγμα με το οποίο ορίζει την ορθοδοξία. Όλοι πρέπει να προσχωρήσουν στην πίστη των επισκόπων της Ρώμης και της Αλεξανδρείας. Στην Κωνσταντινούπολη, στα τέλη του 380, ο Θεοδόσιος αποπέμπει τον επίσκοπο Δημόφιλο, οπαδό του δόγματος περί "ομοίου", και αναγορεύει στη θέση του τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, που ήταν υπεύθυνος για τη μικρή κοινότητα των οπαδών της Νικαίας στην πόλη. Από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο του 381 συγκαλεί στην Κωνσταντινούπολη σύνοδο -που αργότερα αναγνωρίστηκε ως η δεύτερη "οικουμενική" σύνοδος- η οποία επικυρώνει θριαμβευτικά τις διατυπώσεις της συνόδου της Νικαίας.

Η σύνοδος, της οποίας την έναρξη των εργασιών κηρύσσει ο αυτοκράτορας, συγκεντρώνει καταρχήν 150 περίπου επισκόπους της Ασίας και του Πόντου στους οποίους θα προστεθούν ο Τιμόθεος Αλεξανδρείας, μαζί με ορισμένους Αιγύπτιους επισκόπους, και ο Αχόλιος Θεσσαλονίκης, αντιπρόσωπος του πάπα Δαμάσου. Αναγνωρίζει ως επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, που, μετά τον θάνατο του Μελετίου Αντιοχείας, προεδρεύει της συνόδου. Καθώς όμως οι Αιγύπτιοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητά του, ο Γρηγόριος παραιτείται.

Οι Πατέρες της συνόδου υπενθυμίζουν ότι παραμένουν πιστοί στη σύνοδο της Νικαίας και διακηρύσσουν το ομοούσιο του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που είναι "μία μόνον θεότητα, δύναμη και ουσία" σε τρεις υποστάσεις. Καταδικάζουν τους αρειανούς, τους πνευματομάχους και άλλους διάφορους αιρετικούς, μεταξύ των οποίων τους σαβελλιανούς. Το Σύμβολο της Κωνσταντινουπόλεως επανέρχεται στο Σύμβολο της Νικαίας, αλλά το συμπληρώνει σε ορισμένα σημεία. Μετά από αίτημα των επισκόπων, ο Θεοδόσιος, με διάταγμά του στις 30 Ιουλίου του 381 επικυρώνει τις αποφάσεις της συνόδου. Οι αιρετικοί πρέπει να παραχωρήσουν τις εκκλησίες τους στους ορθόδοξους.

Η αρειανή κρίση τελειώνει αφήνοντας ωστόσο ανοιχτές πληγές. Η Ρώμη και η Αλεξάνδρεια σιγά-σιγά διαχωρίζονται από τους διαδόχους του Παυλίνου, αλλά το σχίσμα της Αντιοχείας διατηρείται για καιρό κατά τον 5ο αι. Ο αρειανισμός που διαδίδεται μέσω του Ουλφίλα στους Γότθους, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη Δύση μέχρι τον 7ο αι. Στην Ανατολή οι αρειανές κοινότητες μαρτυρούνται ακόμη κατά τον 6ο αι. εντός της αυτοκρατορίας, αλλά είναι πλέον αμελητέες.

LAST_UPDATED2