Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Οι άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Δευτέρα, 10 Νοέμβριος 2008 22:38

Αθήνα

Στην Αθήνα, οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου αι. περιόρισαν την πόλη σ' ένα ελάχιστο μόνο τμήμα του αρχικού εμβαδού της. Τελικά, απέκτησε κτήρια για τις φιλοσοφικές σχολές της, οι οποίες διατηρούσαν ακόμη τη φήμη τους. Οι κύριοι ναοί των Αθηνών μετατράπηκαν σε εκκλησίες μόλις τον 6ο αι.

Απάμεια

Στην Απάμεια της Συρίας κυριαρχούσε περισσότερο η πλούσια αριστοκρατία παρά ο δημόσιος βίος. Αυτή η πόλη είχε ένα πιο ομαλό πολεοδομικό σχέδιο από τις περισσότερες άλλες, με οδούς που διασταυρώνονταν σε ορθές γωνίες σχηματίζοντας κανονικά τετράγωνα ή νησίδες (insulae). Μια εντυπωσιακή λεωφόρος με στοές, μήκους 2 χλμ και πλάτους 20 μέτρων, αποτελούσε τον άξονα της πόλης. Στρωμένη με ασβεστολιθικές πλάκες και διακοσμημένη με ψηφιδωτά δάπεδα στις σκεπαστές κιονοστοιχίες, αυτή η λεωφόρος οδηγούσε στα κύρια δημόσια κτήρια: στην Αγορά, στα λουτρά, σε μια μνημειακή κρήνη, σ' ένα μεγάλο αποχωρητήριο και, μέσω μιας άλλης διασταυρούμενης λεωφόρου, στο θέατρο. Καταστήματα αναπτύσσονταν κατά μήκος των δύο λεωφόρων, στη διασταύρωση των οποίων βρισκόταν μια μεγάλη ροτόντα. Λαμβάνοντας υπόψη την πλούσια διακόσμησή της με ορθομαρμάρωση, φαίνεται ότι ταυτίζεται με το προσκύνημα όπου φυλασσόταν το πιο ιερό κειμήλιο της Απάμειας, ένα κομμάτι του Τίμιου Σταυρού. Απέναντι βρισκόταν μια μεγάλη εκκλησία, ενώ πολύ κοντά στη διασταύρωση ορθωνόταν ο καθεδρικός ναός, στον οποίο έφθανε κανείς ανεβαίνοντας μια εντυπωσιακή κλίμακα και διασχίζοντας μια αυλή με κιονοστοιχίες. Αυτό το τεράστιο θολωτό τετράκογχο ήταν το κέντρο ενός συγκροτήματος με πολυάριθμα δωμάτια, αυλές και ένα λουτρό, που φαίνεται ότι ανήκαν στο επισκοπικό μέγαρο. Και οι τρεις αυτές εκκλησίες ακολουθούσαν νέους αρχιτεκτονικούς τύπους και έφεραν πλούσιο διάκοσμο του 6ου αι.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στα οποία οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Απάμειας είναι οι ευρύχωρες αριστοκρατικές επαύλεις που καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές καταλαμβάνουν την επιφάνεια ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων με διαστάσεις περίπου 55Χ110 μέτρα. Πρόκειται για "εσωστρεφείς" κατασκευές, προσανατολισμένες σε εσωτερικές αυλές. Οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν τυφλοί και οι είσοδοί τους δεν έδιναν την παραμικρή ένδειξη για το τι βρισκόταν στο εσωτερικό τους. Αψιδωτές αίθουσες υποδοχής και χώροι παράθεσης γευμάτων πλαισίωναν τις κεντρικές κιονοστήρικτες αυλές, δίνοντας έτσι έμφαση στην ψυχαγωγία που αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό του αριστοκρατικού τρόπου ζωής. Μικρότερα δωμάτια στο ισόγειο χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για το υπηρετικό προσωπικό και ως αποθήκες, αλλά τα λειτουργικά δωμάτια, όπως οι κουζίνες, τα λουτρά και τα αποχωρητήρια φαίνεται να απουσιάζουν εντελώς. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα στον επάνω όροφο. Μια πολύ μεγάλη οικία, με τρεις αψιδωτές αίθουσες και πολυάριθμα μικρότερα δωμάτια, βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό και μάλλον ήταν η οικία του κυβερνήτη.

Αφροδισιάδα

Η Αφροδισιάδα ήταν αρχικά η πόλη ενός ναού, κτισμένη γύρω από το σπουδαίο ιερό της Αφροδίτης. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, απέκτησε τα συμπληρωματικά απαραίτητα για κάθε πόλη δημόσια κτήρια, πλούσια διακοσμημένα με μάρμαρο που προερχόταν από παρακείμενο λατομείο. Στα κτήρια αυτά ανήκαν το θέατρο, το ωδείο, τα λουτρά, οι μνημειακές κρήνες, φαρδιές στοές με μαρμάρινα δάπεδα και μια θαυμάσια οδό αφιερωμένη στην αυτοκρατορική λατρεία.

Στην άκρη της πόλης βρισκόταν ένα τεράστιο στάδιο, δίπλα στα τείχη του 4ου αι. με τη μαρμάρινη επένδυση. Όλες αυτές οι κατασκευές συνέχισαν να χρησιμοποιούνται κατά στην Ύστερη Αρχαιότητα., αφού υπέστησαν τις απαραίτητες μετατροπές, χωρίς όμως να αλλοιωθεί ο κατ' εξοχήν ρωμαϊκός χαρακτήρας της πόλης. Καθώς ο ναός της Αφροδίτης, βρισκόταν στο κέντρο της πόλης χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως ο καθεδρικός ναός της, μια μετατροπή που ολοκληρώθηκε σχετικά αργά, τον 5ο αι. Εκατέρωθεν του ναού υπήρχαν δύο μεγάλες επαύλεις με αψιδωτούς χώρους υποδοχής, κτίσματα της Ύστερης Αρχαιότητας, προφανώς οι κατοικίες του κυβερνήτη και του επισκόπου.

Έφεσος

Η Έφεσος υπήρξε οικονομικό κέντρο με μεγάλη κίνηση στο σταυροδρόμι σημαντικών χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών οδών, και είχε όλα τα στοιχεία μιας χριστιανικής ρωμαϊκής πόλης. Στο κέντρο της δέσποζαν εντυπωσιακά δημόσια κτήρια, που συνδέονταν μεταξύ τους με πλούσια διακοσμημένες οδούς, ενώ τα σύμβολα της νέας θρησκείας ήταν ορατά παντού.

Οι περισσότερες πόλεις της Ελληνικής Ανατολής είχαν μία κεντρική πλατεία ή Αγορά. Η Έφεσος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε είχε δύο: την Αγορά στην άνω πόλη, που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο, και την κεντρική Αγορά στην κάτω πόλη. Και οι δύο αυτοί χώροι δημιουργήθηκαν τον 1ο αι. και κοσμούνταν με χαρακτηριστικά ρωμαϊκά κτήρια. Το διοικητικό κέντρο είχε έναν υπαίθριο χώρο για τελετές, στη μέση του οποίου υπήρχε ναός. Γύρω απ' αυτόν τον χώρο, στα βόρεια, βρίσκονταν το κτήριο της συγκλήτου (που έμοιαζε με μικρό θέατρο), το δημαρχείο ή πρυτανείο και ο ναός της Ρώμης και του Καίσαρα. Στα νότια υπήρχε μια τεράστια δεξαμενή, όπου συγκεντρωνόταν το νερό από τα υδραγωγεία πριν διανεμηθεί στην πόλη. Η δυτική πλευρά οριζόταν από μια οδό που πλαισιωνόταν από εμπορικά καταστήματα. Μια μακρά στοά οδηγούσε στα κτήρια της βόρειας πλευράς. Η δεξαμενή αντιπροσώπευε ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά τόσο των ρωμαϊκών πόλεων όσο και των πόλεων της Ύστερης Αρχαιότητας, την πρόβλεψη και διατήρηση ενός αξιόπιστου συστήματος ύδρευσης, που συχνά μετέφερε το νερό από πολύ μακριά μέσω υδραγωγείων και το διένειμε στη συνέχεια σε ολόκληρη την πόλη σε δημόσιες κρήνες και λουτρά

Στην Ύστερ Αρχαιότητα, τα αμιγώς ειδωλολατρικά στοιχεία αυτής της πλατείας εξαφανίστηκαν ή τροποποιήθηκαν: το πρυτανείο με το άσβεστο ιερό πυρ της θεάς Εστίας (Vesta) έκλεισε, ο ναός της Ρώμης και του Καίσαρα ανακατασκευάστηκε, ο κεντρικός ναός κατεδαφίστηκε και το σημείο του σταυρού χαράχθηκε στα αγάλματα της Λιβίας και του Αυγούστου που έστεκαν στη στοά, καθώς και πάνω από την είσοδο του κτηρίου της συγκλήτου, που λειτουργούσε ακόμη. Ο σταυρός ήταν ένα χρήσιμο μέσο προφύλαξης, αφού κοινή ήταν η πεποίθηση ότι στο εσωτερικό των αρχαίων κτηρίων και των αγαλμάτων κατοικούσαν δαίμονες. Έτσι, το αρχαίο αστικό ύφος διατηρήθηκε, αλλά εκχριστιανίσθηκε. Η νέα εποχή έκανε αισθητή την παρουσία της και με έναν άλλον τρόπο στην οδό δυτικά της άνω αγοράς, όπου ορισμένα από τα καταστήματα πρόσθεσαν τοίχους που προεξείχαν πάνω στα πεζοδρόμια. Με αυτόν τον τρόπο, το ιδεώδες της αρχαίας κλασσικής χωροταξίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις κακόγουστες απαιτήσεις της έντονης οικονομικής δραστηριότητας.

Η αγορά της κάτω πόλης, μια μεγάλη υπαίθρια πλατεία πλαισιωμένη από διώροφα κτήρια με κιονοστοιχίες στην πρόσοψή τους, διατήρησε το σχήμα και τη λειτουργικότητά της. Ο χώρος φιλοξενούσε καταστήματα, στα οποία τα εμπορεύσιμα αγαθά έφθαναν μέσω ενός δρόμου που οδηγούσε κατευθείαν στο λιμάνι. Ο χριστιανισμός δεν επηρέασε τις οικονομικές δραστηριότητες, που συνεχίστηκαν αμείωτες σε αυτή τη σημαντική πόλη-λιμάνι. Από την άλλη, ο πανύψηλος ειδωλολατρικός ναός που έστεκε στην πλαγιά πάνω από την Αγορά μετατράπηκε σε εκκλησία και η βιβλιοθήκη του Κέλσου κοντά στην είσοδο της Αγοράς, δωρεά του πρώτου Έλληνα που έγινε μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου, άλλαξε ριζικά. Το εσωτερικό του κτηρίου γέμισε με μπάζα και η πρόσοψή του αποτέλεσε το φόντο μιας μνημειακής κρήνης, προσφιλούς αρχιτεκτονήματος της εποχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτής της εποχής έπαψαν να διαβάζουν ή να γράφουν, αλλά ολόκληρη η περιοχή του λιμανιού είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γότθων το 262, με αποτέλεσμα πολλά κτήρια να κείτονται ερειπωμένα για έναν αιώνα ή και περισσότερο. Όταν κάποια από αυτά τα κτήρια τελικά αποκαταστάθηκαν, και οι αισθητικές αντιλήψεις αλλά και οι ανάγκες είχαν αλλάξει.

Οι ρωμαϊκές πόλεις είχαν έναν εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό πυρήνα συνδεδεμένο και κοσμημένο με πολλές λεωφόρους και πλατείες. Η Έφεσος της Ύστερης Αρχαιότητας δεν αποτελούσε εξαίρεση τουλάχιστον στο επίπεδο των αρχών βάσει των οποίων είχε οικοδομηθεί. Η πόλη ήταν τόσο πλούσια, ώστε οι κύριες λεωφόροι της ήταν στρωμένες με μάρμαρα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν αφαιρεθεί από κατεστραμμένα, συνήθως ειδωλολατρικά κτήρια. Η πιο πολυσύχναστη λεωφόρος της Εφέσου, η Έμβολος (η κατ' εξοχή πλαισιωμένη από στοές λεωφόρος), συνέδεε τις δύο αγορές. Τη διακοσμούσαν κιονοστοιχίες, αγάλματα, παλιά, νέα και μεταποιημένα μνημεία και πολυτελή σπίτια. Όπως συνηθιζόταν στις ρωμαϊκές πόλεις, αυτή η λεωφόρος ήταν πεζόδρομος και η κίνηση των τροχοφόρων σε αυτήν ήταν αδύνατη εξαιτίας των σκαλιών που υπήρχαν στο άνω άκρο της. Οι άνθρωποι έκαναν περιπάτους, ψώνιζαν, διάβαζαν επιγραφές, χάραζαν συνθήματα στο μάρμαρο, ή απλώς χάζευαν και έπαιζαν ένα παιχνίδι - σαν κι αυτό που λέγεται τάβλα - σε πίνακες που ήταν χαραγμένοι στο δάπεδο. Οι στοές, οι οποίες συχνά οδηγούσαν σε δημόσια κτήρια, είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, κίονες από ποικιλόχρωμα μάρμαρα σε δεύτερη χρήση, καθώς και βαμμένους τοίχους. Σε όλο το μήκος των στοών ήταν στημένα πολυάριθμα αγάλματα παλαιών και σύγχρονων μορφών, κυρίως επαρχιακών διοικητών που τιμήθηκαν για τις πραγματικές ή υποτιθέμενες ευεργεσίες τους και μνημειακές επιγραφές που περιείχαν το κείμενο πρόσφατων νόμων. Ο χριστιανισμός έκανε αισθητή την παρουσία του και εδώ. Ένας τεράστιος σταυρός έφερε επιγραφή η οποία μνημόνευε τον θρίαμβο του σταυρού επί του "δαίμονος" της Αρτέμιδος, ενώ οι παρακείμενες κρήνες (που αντικατέστησαν τους τάφους θρυλικών ηρώων) ήταν κοσμημένες με μαρμάρινες πλάκες που έφεραν ανάγλυφους σταυρούς. Σε αυτή τη λεωφόρο, όπως και αλλού, οι κρήνες αποτελούσαν ένα βασικό στοιχείο του αστικού τοπίου.

Όσοι βάδιζαν κατά μήκος της Έμβόλου μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα από τα εστιατόρια που καταλάμβαναν τμήμα του ισογείου χώρου ενός τεράστιου οικοδομικού συγκροτήματος κομψών κατοικιών, δηλαδή μιας νησίδας (insula), η οποία πλαισιωνόταν από οδούς που μετατρέπονταν σε κλίμακες καθώς πλησίαζαν στους λόφους πάνω από την Έμβολο. Τη νησίδα συναπάρτιζαν οι οικίες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε αρκετά δωμάτια με εντυπωσιακή διακόσμηση. Τα δάπεδα και οι τοίχοι στις αίθουσες υποδοχής έφεραν συνήθως διακόσμηση από μάρμαρο και ψηφιδωτά, ενώ τα δωμάτια ιδιωτικής χρήσης ζωγραφικό διάκοσμο που κατά κανόνα απεικόνιζε τοπία ή απομιμείτο μαρμάρινες επενδύσεις. Αυτές ήταν αναμφίβολα οι κατοικίες των πλούσιων αστών, που βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης σε κτήρια, τα οποία είχαν υποστεί ελάχιστες αλλαγές από την περίοδο της πρώιμης αυτοκρατορίας κατά την οποία ανεγέρθηκαν. Ο ζωγραφικός διάκοσμος και τα ψηφιδωτά τους είναι τόσο συμβατικά, ώστε είναι ιδιαίτερα δύσκολο να χρονολογηθούν, καθώς αυτός ο πολιτισμός διατήρησε επί αιώνες τους ίδιους διακόσμησης. Κατά μήκος των λόφων σε αυτό το τμήμα της πόλης βρίσκονταν και άλλες παρόμοιες νησίδες που δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί. Από την άλλη, και αυτό ισχύει για όλες τις μεγάλες πόλεις στην Ανατολή, κανείς δεν γνωρίζει που κατοικούσε ο μεγαλύτερος ο μεγαλύτερος όγκος του πληθυσμού. Αυτές οι πλούσιες κατοικίες δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του αστικού βίου, και οι πολίτες της Εφέσου δεν θα μπορούσαν να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης, αφού αυτό ήταν ουσιαστικά κατειλημμένο από μνημειακά δημόσια κτήρια και πλατείες. Ενδέχεται ο λαός να κατοικούσε στα περίχωρα ή σε λιγότερο στέρεες κατασκευές διασκορπισμένες γύρω από το κέντρο, που όμως δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει τρόπος να υπολογίσει κανείς τον πληθυσμό μιας πόλης αυτού του είδους.

Μνημειακότερη και πιο επίσημη από την Έμβολο ήταν η οδός του Αρκαδίου, που οδηγούσε από το λιμάνι κατ' ευθείαν στην πλατεία μπροστά από το θέατρο, στην καρδιά της πόλης. Αε αυτή τη λεωφόρο, πλάτους 11 μέτρων και μήκους άνω των 500, υπήρχαν εντυπωσιακά μνημεία: μία αψίδα θριάμβου στο λιμάνι, η οποία σηματοδοτούσε την είσοδο στην πόλη, και τέσσερις επιβλητικοί κίονες στο μέσον, οι οποίοι έφεραν τα αγάλματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ισχυρά σύμβολα της επικράτησης του χριστιανισμού. Οι στοές με τα ψηφιδωτά δάπεδα οδηγούσαν σε καταστήματα, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν λάμπες για τη φωταγώγηση της λεωφόρου τη νύχτα. Τεράστια συγκροτήματα λουτρών-γυμνασίου εκτείνονταν κατά μήκος της βόρειας πλευράς του δρόμου: τα λουτρά του λιμανιού, με τις θερμές και ψυχρές αίθουσες και τη μεγάλη εσωτερική αυλή που καταστράφηκαν από τους Γότθους και ανακατασκευάστηκαν στα μέσα του 4ου αι., ένας τεράστιος υπαίθριος χώρος άθλησης που εγκαταλείφθηκε στην Ύστερη Αρχαιότητα, όταν η οικονομική δυσπραγία και η έλλειψη χώρου δεν επέτρεπαν τη διατήρησή του και επίσης ένα ακόμα γυμνάσιο στο ψηλότερο άκρο της οδού. Οι περισσότερες πόλεις είχαν ένα ή δύο συγκροτήματα τέτοιου είδους. Η Έφεσος, λιμάνι με έντονη κίνηση και πολλούς επισκέπτες, είχε τουλάχιστον πέντε τέτοια συγκροτήματα όλα κτισμένα σε μνημειακή κλίμακα. Αυτά ήταν όλα τα κτήρια της ρωμαϊκής εποχής, τα οποία συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και να συντηρούνται αυτούς τους αιώνες. Δίπλα σε ένα από αυτά υπήρχε ένα μεγάλο δημόσιο αποχωρητήριο. Ένα άλλο μικρότερο λουτρό, χωρίς χώρο άθλησης, είχε ανεγείρει κάποια χριστιανική κυρία, στην Έμβολο. Η τύχη του παρακείμενου πορνείου, που μαρτυρείται σε μια ρωμαϊκή επιγραφή, μας είναι άγνωστη, αλλά οι γραπτές μαρτυρίες που συχνά αναφέρονται σε πόρνες άλλων μεγάλων πόλεων καταδεικνύουν ότι το επάγγελμα ήταν ακόμα ενεργό, ειδικά σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι όπως ήταν η Έφεσος.

Η Αρκαδιανή οδηγούσε στο κτήριο που ήταν συνήθως το πιο σπουδαίο σε μια πόλη, το θέατρο. Στην περίπτωση της Εφέσου, η τεραστίων διαστάσεων υπαίθρια ημικυκλική κατασκευή μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 25.000 θεατές, οι οποίοι όμως πλέον δεν έρχονταν στο θέατρο για να παρακολουθήσουν κλασσικό δράμα. Οι παραστάσεις περιελάμβαναν τραγούδι και χορό κι είχαν σχεδόν μόνιμα έντονο πορνογραφικό χαρακτήρα. Τα θέατρα χρησιμοποιούνταν επίσης ως χώροι δημόσιων συγκεντρώσεων, που ήταν ο μόνος νόμιμος τρόπος για να εκφράσει ο λαός τις απόψεις του στο καθεστώς δεσποτισμού. Επευφημίες και στάσεις που άρχιζαν στο θέατρο ήταν συνηθισμένα γεγονότα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των εκκλησιαστικών συνόδων που έλαβαν χώρα στην Έφεσο το 430 και το 449, όταν ο όχλος, υποκινούμενος από αγορεύσεις στο θέατρο, κατέκλυσε τους δρόμους της πόλης για να εκφράσει την υποστήριξή του στη μία ή στην άλλη πλευρά. Κατά πάσα πιθανότητα τους ενδιέφεραν περισσότερο η δύναμη και η δόξα της πόλης, παρά τα δυσνόητα υπό συζήτηση θεολογικά θέματα. Σε κάθε περίπτωση, το θέατρο ήταν ένα κτήριο απαραίτητο, που επισκευαζόταν συνεχώς, διατηρώντας έτσι αναλλοίωτη την κλασσική του εμφάνιση.

Ένας άλλος χώρος ψυχαγωγίας ήταν το στάδιο, όπου γίνονταν αθλητικοί αγώνες. Και αυτό διατήρησε τη μορφή και τη λειτουργία του, μολονότι ο στενός του διάδρομος δεν μπορούσε να φιλοξενήσει την πιο δημοφιλή εκδήλωση: τις αρματοδρομίες. Χαράγματα και επιγραφές σε δημόσιες οδούς μαρτυρούν τον ενθουσιασμό των Εφεσίων για τις δύο ομάδες που έπαιρναν μέρος στις κούρσες, τους Βένετους και τους Πράσινους. Οι αγώνες θα πρέπει να γίνονταν έξω από το κέντρο της πόλης, ίσως στην ύπαιθρο, καθώς οι ιππόδρομοι ήταν κτίρια μεγάλων διαστάσεων, την ανέγερση των οποίων ελάχιστες μόνο πόλεις μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν. Στις ανατολικές επαρχίες της Ύστερης Αρχαιότητας, οι ιππόδρομοι κτίζονταν για να εξωραΐσουν πόλεις που αποτελούσαν χώρους διαμονής του αυτοκράτορα, όπως η Αντιόχεια και η Θεσσαλονίκη, και ανεγείρονταν κοντά στα παλάτια κατά το πρότυπο της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, αρκετές άλλες πόλεις στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο διέθεταν παλαιότερες κατασκευές, που συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται.

Η Έφεσος ήταν ένα σπουδαίο χριστιανικό κέντρο. Η πιο σημαντική εκκλησία εντός των τειχών ήταν αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Αυτή η τεράστια βασιλική, μήκους 75 μέτρων, είχε αίθριο και βαπτιστήριο και βρισκόταν δίπλα στο επισκοπικό μέγαρο. Όλα αυτά τα κτήρια ανεγέρθηκαν στο σημείο όπου αρχικά εκτεινόταν μια πτέρυγα του περιβόλου του επιβλητικού ναού του Αδριανού. Σε αυτόν τον χώρο συνήλθαν δύο εκκλησιαστικές σύνοδοι. Πιο σημαντικό προσκύνημα, ωστόσο, ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρισκόταν σε λόφο ενάμισι χιλιόμετρο περίπου έξω από την πόλη, Η εκκλησία αυτή, κτισμένη πάνω στον τάφο του Ευαγγελιστή, ήταν ξακουστή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία εξαιτίας ενός θαύματος που συντελούνταν εκεί κάθε χρόνο, όταν ιερή σκόνη ικανή να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια, έβγαινε από τον τάφο. Η ολονύχτια λειτουργία που συνόδευε το θαύμα συνέπιπτε με μια εμποροπανήγυρη που συγκέντρωνε εμπόρους και αγοραστές από την ευρύτερη περιοχή. Η φήμη και η ευημερία της πόλης όφειλαν πολλά σε αυτό το προσκύνημα. Ο Ιουστινιανός ξανάκτισε την εκκλησία, μια μεγαλειώδη τρουλαία σταυροειδή κατασκευή κοσμημένη με μάρμαρα και ψηφιδωτά, και τοποθέτησε σε περίοπτες θέσεις (στα κιονόκρανα του ναού) το μονόγραμμά του αλλά και το μονόγραμμα της συζύγου του Θεοδώρας. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη δέσποζε στα ερείπια ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το ναό της Αρτέμιδος των Εφεσίων. Στα χριστιανικά χρόνια, ο ναός αυτός μετατράπηκε σε ένα τεράστιο λατομείο, από το οποίο προερχόταν το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πολλών δημόσιων κτιρίων. Ο ναός είχε την ίδια τύχη με όλα τα εκτός των τειχών ειδωλολατρικά ιερά.

Σύμφωνα με την παράδοση, η Έφεσος ήταν η πατρίδα του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Τιμόθεου, της Μαρίας της Μαγδαληνής των επτά παίδων και πολλών άλλων αγίων προσώπων. Οι επτά παίδες, που ύστερα από λήθαργο 200 ετών ξύπνησαν κατά θαυματουργό τρόπο τον 5ο αι., ετάφησαν τελικά σε μια σπηλιά που αποτελούσε τμήμα του νεκροταφείου, αφού εδώ, όπως και αλλού, η πόλη των νεκρών εκτεινόταν εκτός των πυλών που την χώριζαν από την πόλη των ζωντανών. Και αυτή η σπηλιά μετατράπηκε σε σημαντικό προσκύνημα.

Σάρδεις

Η πόλη των Σάρδεων προσφέρει ένα νέο στοιχείο: μια σημαντική ιουδαϊκή κοινότητα. Το τεραστίων διαστάσεων συγκρότημα του λουτρού-γυμνασίου στο δυτικό άκρο της πόλης συμπεριλάμβανε δύο επιμήκεις κατασκευές που προεξείχαν της κύριας πρόσοψης. Η μία από αυτές μετατράπηκε τον 3ο αι. σε συναγωγή και διατήρησε αυτή της τη λειτουργία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Η κάτοψή της θυμίζει έντονα την κάτοψη βασιλικής με τη χαρακτηριστική πλούσια διακόσμηση από μάρμαρα και ψηφιδωτά και τις πολυάριθμες επιγραφές που γνωστοποιούν τους δωρητές. Είναι πολύ μεγαλύτερη από τις συναγωγές που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της υπαίθρου των Αγίων Τόπων (αν και σε πολλές πόλεις οι συναγωγές μετατράπηκαν σε εκκλησίες). Εκτός των ορίων αυτού του συγκροτήματος υπήρχε σειρά καταστημάτων, οι χριστιανοί και εβραίοι ιδιοκτήτες των οποίων έβαφαν υφάσματα και πουλούσαν είδη κιγκαλερίας και άλλα αγαθά. Στις συναλλαγές χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο χάλκινα νομίσματα, μεγάλος αριθμός των οποίων έχει βρεθεί κατά τις ανασκαφές στην περιοχή. Τα καταστήματα πλαισιώνονταν από σκεπαστή κιονοστοιχία, με ανομοιογενείς κίονες και βάσεις που φανερώνουν την αδιαφορία για τη συμμετρία, που χαρακτηρίζει την Ύστερη Αρχαιότητα.

Σίδη

Στη Σίδη, το θέατρο και η Αγορά κατείχαν το κέντρο της πόλης. Από εκεί, φαρδιές λεωφόροι με στοές οδηγούσαν στις πύλες των τειχών και στο λιμάνι. Μια ολόκληρη συνοικία ήταν αφιερωμένη στον καθεδρικό ναό, στο συγκρότημα του επισκοπικού μεγάρου και σε παρεμφερή κτήρια. Μία ακόμη τεράστιων διαστάσεων βασιλική υψωνόταν πάνω από το λιμάνι, σ' έναν χώρο όπου αρχικά υπήρχαν δύο μικροί ναοί αφιερωμένοι στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη.

Οι επιγραφές αποκαλύπτουν ότι η πόλη ήταν διαιρεμένη σε τέσσερις περιφέρειες. Η κάθε μία είχε πάρει το όνομά της από ένα χαρακτηριστικό μνημείο και είχε το δικό της συμβούλιο γερόντων.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 9 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.