Κοινωνικές τάξεις Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τρίτη, 11 Νοέμβριος 2008 18:03

Οι κοινωνικές τάξεις και τα σύμβολά τους

Η βυζαντινή τέχνη διέθετε τα αισθητικά και υλικά μέσα για να εκφράσει την αυτοκρατορική δύναμη με εικόνες ιερατικής μεγαλοπρέπειας, με εντυπωσιακά διάσημα εξουσίας και με σκηνικά που προκαλούσαν δέος.

Η μορφή του αυτοκράτορα προβαλλόταν όχι μόνο στη γλυπτική, αλλά και σε άλλα είδη της μνημειακής τέχνης, και διαδιδόταν με την αποτύπωσή της στα νομίσματα, στα αναμνηστικά μετάλλια, στους επετειακούς δίσκους, στα ελεφάντινα πλακίδια, στα αυτοκρατορικά σταθμία (βάρη), στις σφραγίδες ελέγχου του αργύρου και στα μολυβδόβουλλα. Πολύτιμα υλικά, όπως μετάξι, μάρμαρα και ψηφιδωτά προσέδιδαν πρόσθετη αίγλη στην υψηλή αρχιτεκτονική. Τα βυζαντινά αυτοκρατορικά διάσημα προορίζονταν για την αποκλειστικά χρήση του αυτοκράτορα, ωστόσο σε ειδικές περιπτώσεις απονέμονταν και σε βαρβάρους συμμάχους. Απόδειξη της αποτελεσματικότητάς τους είναι το γεγονός ότι οι βάρβαροι ηγεμόνες τα αντέγραψαν.

Τα αυτοκρατορικά διάσημα περιγράφονται στις γραπτές πηγές και εικονίζονται σε πορτρέτα. Ο Κόριππος περιγράφει πως κατά την ενθρόνιση του Ιουστίνου Β' (565 μ.Χ.), οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι μετέφεραν τα αυτοκρατορικά ενδύματα, τη διάστικτη με πετράδια ζώνης, το στέμμα και την πόρπη. Τόσο μεγάλη σημασία είχαν τα αυτοκρατορικά είδη καλλωπισμού, ώστε ο Ιουστινιανός έθεσε ξανά σε ισχύ έναν παλαιότερο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο "Κανένας άλλος (εκτός από τον αυτοκράτορα) δεν επιτρέπεται να κοσμεί στο εξής τα χαλινάρια και τη σέλα του αλόγου του ή τις ζώνες του με μαργαριτάρια, σμαράγδια ή υακίνθους". Το πρόστιμο παράβασης του νόμου ήταν 100 λίβρες χρυσού ή ακόμη και η θανατική ποινή. Παρόμοιοι νόμοι ίσχυαν και για το πορφυρό μετάξι. Η αυτοκρατορική πόρπη, την οποία ο Προκόπιος περιγράφει ως μία στρογγυλή καρφίτσα με τρία κρεμαστά πετράδια, εικονίζεται σε πορτρέτα του Θεοδοσίου Α' και Ιουστινιανού. Η απόφαση του Ιουστινιανού να απονείμει σε ξένους ηγεμόνες αυτή την πόρπη, καθώς επίσης να εκχωρήσει σε κάποιους εξ αυτών το δικαίωμα να φορούν κόκκινες μπότες, όπως στους πέντε Αρμένιους σατράπες, θεωρήθηκε παραχώρηση με ιδιαίτερη σημασία. Σε μεταγενέστερες εποχές, οι αυτοκράτορες έστελναν στέμματα "ως σύμβολα επικυριαρχίας" στους Χαζάρους, στους Ούγγαρους, στους Ρώσσους και σε άλλος βαρβάρους βασιλείς.

Στα ιδιάζουσας σημασίας έγγραφα ο αυτοκράτορας χρησιμοποιούσε μια χρυσή βούλλα, από την οποία πήρε το όνομά του και το έγγραφο στο οποίο επισυναπτόταν (χρυσόβουλλο). Το μέγεθος της χρυσής βούλλας με την εικόνα του αυτοκράτορα, που αποστελλόταν σε ξένους ηγεμόνες, ήταν ανάλογο της σπουδαιότητας του παραλήπτη. Στα μέσα του 10ου αι. η πιο βαριά βούλλα των τεσσάρων σολίδων (βάρος που ισοδυναμούσε με 4 χρυσά νομίσματα), προοριζόταν για τον χαλίφη της Βαγδάτης και τον σουλτάνο της Αιγύπτου, ενώ η πιο ελαφριά του ενός σόλιδου, για τον πάπα της Ρώμης. Χρυσόβουλλα τα οποία περιλαμβάνουν εκχωρήσεις ακίνητης περιουσίας και προνόμια διατηρούνται ακόμη στα μοναστικά αρχεία του ’γιου Όρους, της Πάτμου και αλλού. Αυτά φέρουν συνήθως την υπογραφή του αυτοκράτορα με κόκκινο μελάνι.

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του, το Βυζαντινό κράτος διοικούνταν πάντα από ένα ισχυρό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το προσωπικό του μηχανισμού αυτού αναφέρεται σε κείμενα όπως η Notitia Dignitatum της πρώιμης περιόδου και τα τακτικά της μέσης και ύστερης περιόδου. Η συμμετοχή στην ανώτερη τάξη της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν αποτελούσε εκ γενετής προνόμιο, αλλά βασιζόταν στη θέση που το άτομο κατείχε στην κρατική μηχανή, και όλα τα αυτοκρατορικά αξιώματα χαρακτηρίζονταν ως militia, άσχετα αν είχαν στρατιωτικό ή πολιτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, είναι δυνατό να γίνει ένας λεπτός διαχωρισμός ανάμεσα στους μακράς διαρκείας διορισμούς (militia) και στα ανώτερα αξιώματα (dignitates), τα οποία συνοδεύονταν από τιμητικούς τίτλους. Η επονομαζόμενη Notitia Dignitatum είναι ένας κατάλογος πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που συντάχθηκε μεταξύ των ετών 400-429. Στα σωζόμενα αντίγραφα αυτού του καταλόγου εικονογραφούνται τα εμβλήματα και τα διάσημα των αξιωματούχων της Αυλής ( comitatus) και των μελών της επαρχιακής διοίκησης υπό τους έπαρχους των πραιτωρίων. Τα τακτικά του ύστερου 9ου και 10ου αι. εμπεριέχουν την ιεραρχική διαβάθμιση των ανώτερων αξιωμάτων και των τιμητικών τίτλων. Το Κλητορολόγιον του Φιλόθεου του έτους 899 αναφέρει 72 αξιώματα με επτά διαβαθμίσεις, καθώς και 18 τιμητικούς τίτλους για γενειοφόρους αξιωματούχους και 8 τιμητικούς τίτλους για ευνούχους. Η άμετρη απονομή των τιμητικών τίτλων είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων, όπως πρόεδρος τον 10ο αι. και σεβαστός τον ύστερο 11ο αι. Στα τέλη του 12ου αι., ο τίτλος σεβαστός μετατράπηκε σε πανυπερσέβαστος ή πρωτοσεβαστοϋπέρτατος.

Ανάμεσα στα αξιώματα που απαριθμούνται στη Notitia Dignitatum είναι και αυτό του Magister scriniorum, του υπεύθυνου του Αρχείου, μέλους της Αυλής (comitatus). Η σελίδα που περιγράφει αυτό το αξίωμα στη Notitia εικονογραφείται με 4 ζεύγη κωδίκων και ειληταρίων που αντιστοιχούν στους μαγίστρους (magister memoriae, magister epistolarum, magister libellorum) οι οποίοι είχαν διάφορα νομικά και διοικητικά καθήκοντα, και στον magister epistolarum greacarum ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη σύνταξη επιστολών στα ελληνικά ή για τη μετάφραση στα ελληνικά επιστολών που είχαν συνταχθεί στα λατινικά. Η υπηρεσία των scrinia συνέτασσε απαντήσεις σε δικαστικά και άλλα αιτήματα και εξέδιδε επιστολές διορισμού (probatoriae) για δημόσιους υπαλλήλους. Τα ειλητάρια που εικονογραφούνται στο κατώτερο τμήμα της σελίδας της Notitia αντιπροσωπεύουν κατά πάσα πιθανότητα τα διάφορα έγγραφα που εκδίδονταν από το Αρχείο.

Πολλά άλλα έγγραφα της περιόδου, γραμμένα σε πάπυρο, διασώθηκαν από την Αίγυπτο. Αν και κατά την Ύστερη Αρχαιότητα τα φιλολογικά και άλλα κείμενα γράφονταν σε κώδικες από περγαμηνή, ο πάπυρος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται για έγγραφα. Η λέξη "πρωτόκολλο", την οποία χρησιμοποιούμε και σήμερα, προέρχεται από το ειλητάριο από πάπυρο και περιγράφει το πρώτο φύλλο (κόλλημα) που επικολλάτο στα υπόλοιπα. Η Νεαρά αρ. 44 του Ιουστινιανού (537 μ.Χ.) καθορίζει ότι οι συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονταν στην Κωνσταντινούπολη θα έπρεπε να αναφέρουν στο πρωτόκολλο το όνομα του αξιωματούχου που κατείχε τη θέση του κόμητος των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) τη συγκεκριμένη περίοδο, την ημερομηνία και άλλες σχετικές πληροφορίες και ότι θα έπρεπε να είναι πάντα επικολλημένο στο υπόλοιπο έγγραφο, ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητά του. Ως πρόσθετο μέτρο ασφαλείας, τα πρωτόκολλα γράφονταν συνήθως με έναν ιδιαίτερο και εξεζητημένο γραφικό χαρακτήρα που δεν μπορούσε να αποκωδικοποιηθεί εύκολα.

Ενώ η υπηρεσία των sacra scrinia εξέδιδε probatoriae σε υπαλλήλους του στρατιωτικού μηχανισμού, ένας κωδίκελος ή ένα έγγραφο διορισμού, το οποίο υπέγραφε ο αυτοκράτορας, επιδιδόταν στον αποδέκτη ενός νέου τίτλου (dignitas). Αυτή η τελετή εικονογραφείται με μεγαλοπρέπεια στον αργυρό δίσκο (missorium) του Θεοδοσίου Α', ενώ ο νεαρός γιος του Στιλίχωνος, ο Ευχέριος, εικονίζεται να κρατά τον νέο του κωδίκελο σε ένα ελεφάντινο δίπτυχο, το οποίο θα πρέπει να κατασκευάστηκε με σκοπό να αναγγείλει τον διορισμό του. Για ορισμένα αξιώματα (όπως των επάρχων, των μαγίστρων των οφφικίων, των στρατηλατών κλπ.), ο κωδίκελος είχε τη μορφή επιχρυσωμένων ελεφάντινων πλακιδίων, τα οποία είχαν διαφορετικό ρόλο από τα ελεφάντινα δίπτυχα του Ευχερίου και από εκείνα που εξέδιδαν οι υπάλληλοι της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης μόλις αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους την 1η Ιανουαρίου. Τα υπατικά δίπτυχα, που μοιράζονταν σε φίλους και άλλα μέλη της συγκλήτου, εικονίζουν τα εμβλήματα και τις δραστηριότητες του υπάτου.

Όπως ο αυτοκράτορας, έτσι και τα μέλη της γραφειοκρατικής ιεραρχίας έφεραν συγκεκριμένα ενδύματα. Ο δημόσιος υπάλληλος Ιωάννης Λυδός, ο οποίος γράφει περί το 550 μ.Χ., περιγράφει διεξοδικά το ένδυμα του επάρχου των πραιτωρίων (praefectus praetorio) της Ανατολής, που αποτελείτο από έναν πορφυρό χιτώνα, μια ζώνη από βυσσινί δέρμα σφιγμένη με χρυσή πόρπο, και ένα μανδύα (χλαμύδα) με ταβλία (έγχρωμα κομμάτια υφάσματος) που συγκρατούνταν από τον δεξιό ώμο με μια πόρπη ή καρφίτσα. Ένας νομικός της εποχής, ο Αγαθίας ο Σχολαστικός, έγραψε ένα περίγραμμα για το πορτρέτο του μαγίστρου των οφφικίων ( magister officiorum) Θεοδώρου, ο οποίος εικονιζόταν να παραλαμβάνει τη ζώνη του αξιώματός του από έναν αρχάγγελο. Η φράση "καταθέτω τη ζώνη" σήμαινε παραίτηση από το αξίωμα. Η μη αυτοκρατορική πόρπη ήταν τοξόσχημη, και όπως η πόρπη της ζώνης, ήταν φτιαγμένη από χρυσό, ασήμι, επιχρυσωμένο μπρούντζο ή απλώς μπρούντζο. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι άνθρωποι αναγκάζονταν να φορέσουν επίχρυσες μπρούντζινες απομιμήσεις πορπών και άλλων κοσμημάτων για να προστατευθούν από τις κλοπές. Οι διάφοροι τύποι πορπών και η εξέλιξή του από τον 4ο μέχρι τον 6ο αι. απεικονίζονται στα πορτρέτα των σύγχρονων αξιωματούχων και των στρατιωτικών αγίων.

Η απονομή διασήμων σε μέλη της ιεραρχίας της Αυλής, που παρέπεμπε στην Ύστερη Αρχαιότητα, συνεχίστηκε και στον πρώιμο Μεσαίωνα. Οι πιο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι λάμβαναν έναν πορφυρό, κόκκινο ή λευκό χιτώνα, έναν μανδύα και μια ζώνη. Άλλοι λάμβαναν ελεφάντινα πλακίδια, ένα χρυσό περιδέραιο, ένα χρυσό μαστίγιο ή μια πόρπη. Αυτή η πρακτική ενδέχεται να σταμάτησε την εποχή των Κομνηνών.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, από τον 6ο αι. και μετά, μολύβδινα σφραγίσματα με τα εμβλήματα ή/και τίτλους του ιδιοκτήτη τους χρησιμοποιούνταν σε επίσημα έγγραφα και στην αλληλογραφία, αντικαθιστώντας το πιο εύχρηστο κερί των προηγούμενων εποχών. Το μολυβδόβουλλο κατασκευαζόταν με τη βοήθεια ενός ογκώδους σιδερένιου βουλλωτηρίου. Στα ρωμαϊκά χρόνια σφραγίζονταν με μόλυβδο δέματα εμπορευμάτων, πρακτική που φαίνεται ότι συνεχίστηκε και από τους υπεύθυνους για το εμπόριο υπαλλήλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τους κομμερκιαρίους. Περίπου 50.000 βυζαντινά μολυβδόβουλλα είναι γνωστά, τα περισσότερα από τα οποία, όπως φαίνεται, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα μολυβδόβουλλα αυτά έχουν συμβάλει σημαντικά στην έρευνα της διοικητικής δομής και σε ζητήματα προσωπογραφίας του Βυζαντίου.

LAST_UPDATED2