Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Μυκήνες, οι βασιλικές ταφές PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Κυριακή, 02 Νοέμβριος 2008 13:29
Κοντά στην ακρόπολη των Μυκηνών βρίσκονταν οι βασιλικοί θολωτοί τάφοι και οι "ταφικοί περίβολοι", όπου ήταν θαμμένα τα πρόσωπα της βασιλικής οικογένειας. Ο αρχαιότερος ταφικός περίβολος Β βρίσκεται έξω από την κύρια πύλη. Ο ταφικός περίβολος Α που βρίσκεται στα ΝΑ της πύλης των λεόντων ήταν και εκείνος αρχικά έξω από το οχυρωματικό τείχος, κατά το διάστημα όμως της επέκτασης της οχύρωσης περικλείστηκε μέσα στα τείχη. Τα λιγότερα σημαίνοντα πρόσωπα και οι πολίτες ήταν θαμμένοι σε θαλαμοειδείς τάφους στην ευρύτερη περιοχή.

Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ο πρώτος χρονολογικά τύπος μυκηναϊκού τάφου που εμφανίζεται κατά την Υστεροελλαδική Ι περίοδο (1550-1500 πΧ). Τα χαρακτηριστικότερα δείγματα λακκοειδών τάφων βρίσκονται στους δύο ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών. Πρόκειται για τον ταφικό περίβολο Α και τον Β, που θεωρούνται ως χώροι ταφής των τοπικών αρχόντων. Από τους δύο ο περίβολος Β κοντα στη νοτιοδυτική πλευρά της ακρόπολης είναι ο αρχαιότερος, καθώς οι πρωιμότεροι τάφοι του χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής.

Οι λακκοειδείς τάφοι αποτελούν μάλλον μια εξέλιξη του μεσοελλαδικού κιβωτιόσχημου, ενός τύπου που συνεχίζεται και στην Υστεροελλαδική εποχή. Είναι βαθιοί λάκκοι παραλληλόγραμμου σχήματος και προορίζονταν, αντίθετα με τους κιβωτιόσχημους για περισσότερες από μία ταφές. Η στέγη τους ήταν κατασκευασμένη από πλάκες τοποθετημένες επάνω σε ξύλινα δοκάρια και ήταν επιχρισμένη με πηλό, ενώ η μεγάλη απόστασή της από το δάπεδο δημιουργούσε ένα μικρό ορθογώνιο θάλαμο. Ο χώρος επάνω από τη στέγη που ήταν τοποθετημένη βαθύτερα από την επιφάνεια του εδάφους, γεμιζόταν με χώμα. Επάνω από το χωμάτινο σωρό τοποθετούνταν μια λίθινη στήλη, το σήμα.

Οι νεκροί των λακκοειδών τάφων ήταν τοποθετημένοι σε ήπτια θέση με ελαφρά λυγισμένα τα πόδια, ίσως μέσα σε φέρετρα, όπως δείχνουν τα υπολείμματα ξύλου που έχουν επισημανθεί. Οι νεκροί ήταν ντυμένοι με βαρύτιμες ενδυμασίες και ήταν στολισμένοι με κοσμήματα από πολύτιμα μέταλλα και σπάνια πετρώματα. Γύρω τους ήταν τοποθετημένα πολυτελή κτερίσματα, όπλα, κεραμικά και μεταλλικά αγγεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα οποία μαρτυρούν την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών, αν όχι και την βασιλική τους ιδιότητα. Ανάμεσα στα κτερίσματα των τάφων αυτών συμπεριλαμβάνονται και μερικά από τα εξοχότερα δείγματα της μυκηναϊκής τέχνης, καθώς και εισηγμένα αντικείμενα ή εγχώρια κατασκευασμένα από εισηγμένα υλικά, δείγματα των διεθνών σχέσεων των Μυκηναίων.

Τα κτερίσματα των λακκοειδών τάφων δείχνουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των μυκηναίων ηγεμόνων, οι οποίοι φαίνεται ότι είναι συλλέκτες των πιο εξεζητημένων και αριστουργηματικών αντικειμένων της εποχής. Πέρα από αυτό δείχνουν την προσωπικότητα των δυναστών που δεν ήταν πια προσκολλημένοι στα ελλαδικά έθιμα, αλλά είχαν υιοθετήσει τις προτιμήσεις, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις άλλων λαών. Έτσι ένας σκελετός, μάλλον γυναικείος, που παρουσιάζει ίχνη ταρίχευσης, παρόλο που αποτελεί ένα μεμονωμένο παράδειγμα, φέρνει τα ταφικά έθιμα των Μυκηναίων κοντά στις δοξασίες των Αιγυπτίων για τη μεταθανάτια ζωή.

Ο Περίβολος Α είχε έξι βαθείς ταφικούς λάκκους και ένα αριθμό Μεσοελλαδικών ταφών, οι οποίες ποτέ δεν αριθμήθηκαν. Ήταν μια εστία σε μεγάλο προϊστορικό νεκροταφείο που εκτεινόταν κάτω, στις πλαγιές, στα δυτικά της πόλης. Υπάρχουν αναταραγμένοι τάφοι κάτω από πολλά μεταγενέστερα κτίσματα σ' αυτόν τον τομέα των Μυκηνών, ο οποίος τελικά απετέλεσε τμήμα της εσωτερικής πόλης, όταν κατασκευάστηκε η Πύλη των Λεόντων και το νοτιοδυτικό οχυρωματικό τείχος, μετά το 1300 π.Χ. Εκείνη την εποχή το τμήμα του παλαιού νεκροταφείου, το οποίο περιείχε τους έξι λακκοειδείς τάφους, έλαβε νέα μορφή, καθώς υπέστη επιχωμάτωση, και ο Περίβολος απέκτησε διάμετρο περίπου 28 μέτρων. Η αρχική επιφάνεια του Περιβόλου βρισκόταν σε αρκετό βάθος και η νέα επιχωμάτωση κατέστησε αναγκαία την κατασκευή ενός ισχυρού αναλημματικού τοίχου, που ίσως στηριζόταν επάνω σε ένα τείχος σύγχρονο με τους τάφους. Οι ανακαινιστές της πόλης κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα σήκωσαν μερικές από τις στήλες, οι οποίες αποτελούσαν σημάδια ορισμένων τάφων και τις έστρεψαν ώστε να βλέπουν προς τα δυτικά. Κατασκεύασαν ένα καλαίσθητο περιμετρικό τοίχο για να διαχωρίσουν τον περίβολο, που αποκτούσε είσοδο από τα βόρεια και την Πύλη των Λεόντων. Είναι ένας θαυμάσιος διπλός δακτύλιος από όρθιες πλάκες ασβεστόλιθου, που σχηματίζουν ένα στηθαίο γύρω από τους τάφους.

Ο χώρος μεταξύ των δύο κύκλων γεμίστηκε με χώμα και στεγάσθηκε με οριζόντιες ασβεστολιθικές πλάκες, που πατούσαν επάνω σε ξύλινα δοκάρια. Ο Σλήμαν στην αρχή ονόμασε αυτό το δακτύλιο αγορά των Μυκηνών, επειδή ο τοίχος του θύμιζε τα λεία έδρανα, στα οποία συνήθιζαν να κάθονται οι γέροντες, κατά τον Όμηρο, στις συνεδριάσεις. Καθώς παρατήρησε ο Τσούντας, εδώ μόνο γιγαντιαίοι Κύκλωπες θα μπορούσαν να κάθονται, αφού ο τοίχος είχε ύψος 1,45 μ. Μερικοί λακκοειδείς τάφοι αφέθηκαν έξω από τον νέο κύκλο ή καταστράφηκαν από τις θεμελιώσεις νέων κτιρίων, μια ποσότητα χρυσού από αυτούς σώθηκε αργότερα. Δεκαεννέα άνθρωποι είχαν ταφεί στους έξι διατηρημένους τάφους, που περιείχαν δύο έως πέντε νεκρούς έκαστος. Συνολικά υπήρχαν 9 άνδρες, 8 γυναίκες και 2 παιδιά.

Ο Περίβολος Β, έξω από τα τείχη, είναι λίγο μεγαλύτερος, φτωχότερος και παλαιότερος. Βρισκόταν μέσα σε ένα άτεχνο λίθινο τοίχο και δεν είχε ποτέ ανακατασκευασθεί. Περιείχε Μεσοελλαδικές ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους ή στο γυμνό χώμα, τους λακκοειδείς και ένα χτιστό τάφο μεταγενέστερο. Από τους 24 συνολικά τάφους, οι 14 είναι πραγματικά λακκοειδείς, στους οποίους έχουν ταφεί 24 νεκροί. Πέντε στήλες επιζούν.

Ο Σλήμαν γράφει στις σημειώσεις του: Υπάρχουν εν όλω πέντε τάφοι, στον πιο μικρό από τους οποίους βρήκα χθες τα οστά ενός άνδρα και μιας γυναίκας καλυμμένα με τουλάχιστον πέντε κιλά νομίσματα από καθαρό χρυσό, με την πιο υπέροχη αρχαϊκή εμπίεστη διακόσμηση, ακόμη και το μικρότερο φύλλο καλύπτεται από διακόσμηση. Για να κάνεις μόνο μια πρόχειρη περιγραφή του θησαυρού θα χρειαζόταν περισσότερο από μια βδομάδα. Σήμερα άδειασα τον τάφο και περισυνέλεξα εκεί περισσότερο από 600 γραμμάρια χρυσών φύλλων με όμορφη διακόσμηση, επίσης πολλά ενώτια και διακοσμητικά που παριστάνουν ένα βωμό με δύο πτηνά ... Βρέθηκαν επίσης δύο σκήπτρα με όμορφα σμιλεμένες λαβές από κρύσταλλο και πολλά μεγάλα χάλκινα δοχεία και πολλά χρυσά δοχεία. ... κάτω από το οποίο βρήκα σε απόσταση τριών ποδιών το ένα από το άλλο, τα υπολλείματα τριών ανθρωπίνων σωμάτων ... σε κάθε ένα από τα τρία σώματα βρήκα πέντε διαδήματα από λεπτό φύλλο χρυσού ... έναν αριθμό μαχαιριδίων από οψιανό, πολλά κομμάτια από ένα μεγάλο ασημένιο αγγεία με στόμιο από χαλκό, το οποίο έχει καλυφθεί με παχύ έλασμα χρυσού και θαυμάσια έγγλυφη διακόσμηση, δυστυχώς έχει υποφέρει τόσο πολύ από την νεκρική πυρά που δεν μπορεί να φωτογραφηθεί ... τα πιο αξιόλογα τροχήλατα είδη κεραμεικής που βρέθηκαν σ' αυτόν τον τάφο παριστούν τα κατώτερα μέρη πτηνών με μαύρο χρώμα επάνω σ' ένα ελαφρά ωχροκίτρινο βάθος ... επίσης ... ένα πάρα πολύ παλαιό τροχήλατο αγγείο, που παριστά επάνω σε ελαφρά ωχροκίτρινο βάθος ένα όμορφο και φανταστικό σχέδιο φυτών ... με πολύ σκούρο ερυθρό χρώμα.

Οι τάφοι δεν είναι επαναστατικοί από αρχιτεκτονική άποψη, εκτός από το ότι σκέφθηκαν να κατασκευάσουν ένα βαθύ, στεγασμένο λάκκο. Από τις ανασκαφές του Περιβόλου Β κατέστη σαφές το πως κατασκευάστηκαν. Ένας ορθογώνιος λάκκος σκάφτηκε μέσα στον μαλακό βράχο σε βάθος μέχρι τέσσερα μέτρα κάτω από την επιφάνεια. Οι εργάτες κατόπιν εκάλυπταν τις πλευρές του τάφου με τοιχάρια από μικρούς λίθους ή πλίνθους μέχρι την μέση ή τους ώμους του τάφου και άπλωναν ένα στρώμα από χαλίκια στο πάτωμα. Τοποθετούσαν τον νεκρό στον τάφο, κατεβάζοντας τον πάνω σε σάβανο από σκοινί ή δέρμα. Τα νεκρικά φορέματα δέχονταν τον τελικό στολισμό με χρυσό και τοποθετούσαν τα κτερίσματα δίπλα στον νεκρό. Τα νεκρικά αυτά δώρα συνήθως περιλάμβαναν τα αγαπημένα του όπλα, προσωπικά κοσμήματα, πήλινα ή μεταλλικά αγγεία και είδη διατροφής, όπως λάδι σε αμφορείς, κρέας, ακόμη και όστρεα. Δοκοί από κορμούς δένδρων στηρίχθηκαν πάνω στα τοιχάρια, βαστάζοντας μια στέγη από κλαδιά καλυμμένα με πηλό. Στον Περίβολο Α μερικοί από αυτούς τους δοκούς θηκαρώθηκαν στις άκρες με ορειχάλκινα περιβλήματα για να γίνουν περισσότερο ανθεκτικοί. Στη συνέχεια, το υπεράνω της στέγης τμήμα του τάφου γεμιζόταν με χώμα μέχρι σχεδόν την επιφάνεια, έκαναν ένα είδος τελετής με κρεατοφαγία και οινοποσία, έριχναν τα οστά και τα σπασμένα κύπελλα του κρασιού μέσα στον λάκκο, σχημάτιζαν ένα μικρό τύμβο με χώμα ψηλότερα από την τρύπα και τοποθετούσαν μια στήλη, αν έπρεπε ο τάφος να αποκτήσει σήμα. Όσον καιρό η στέγη του τάφου αντιστεκόταν στην πίεση του χώματος που είχε ριχθεί επάνω της, ο τάφος παρέμενε άδειος, αλλά αν υποχωρούσε, όλο το βάρος του χώματος έπεφτε μέσα συντρίβοντας ότι βρισκόταν στον τάφο. Για κάθε μεταγενέστερη ταφή έπρεπε να επαναλάβουν την ίδια κουραστική εργασία: αφαιρούσαν την στήλη, φτυάριζαν το χώμα έξω και έβγαζαν τη στέγη. Κάποιος έπρεπε να κατέβει στον τάφο, να παραμερίσει τον πρώτο νεκρό και τα κτερίσματά του και να βάλει στη θέση του το νέο σώμα του νεκρού, καθώς τον κατέβαζαν, κατόπιν τα πάντα γίνονταν όπως και πριν και γέμιζαν το επάνω μέρος με χώμα πάλι.

Σπάνια ένας τάφος του Περιβόλου Β, ήταν τόσο πλούσιος όσο ο φτωχότερος στον νεώτερο Περίβολο Α. Η σύγκριση ανάμεσα στους δύο Περιβόλους μας δίνει εντυπωσιακή τεκμηρίωση του αυξανόμενου πλούτου της κοινωνίας στις Μυκήνες. Ο τάφος Γ του Περιβόλου Β απεικονίζει το παλαιότερο επίπεδο επιτευγμάτων στην πιο ενδιαφέρουσα μορφή τους. Δύο στήλες είχαν στηθεί επάνω στον τύμβο, υπεράνω του τάφου, μία ανάγλυφη στήλη είχε κοπεί στα δύο αργότερα για να χρησιμεύσει σαν βάση μιας καινούργιας. Το επάνω από την στέγη χώμα του τάφου περιείχε τουλάχιστον σαράντα σπασμένα αγγεία, που προφανώς τα είχαν βγάλει από το κάτω τμήμα του τάφου, όταν έγιναν νέες ταφές. Ο τάφος περιείχε τρεις άνδρες και μια γυναίκα σε ύπτια στάση. Οι δύο από τους τέσσερις νεκρούς είχαν παραμερισθεί προς τα πλάγια και ο τρίτος είχε κτερίσματα σχεδόν άνευ αξίας. Ήταν ένας αρκετά υψηλόσωμος άνδρας (1,70 μ.) εικοσιοκτώ ετών περίπου, που φαίνεται ότι είχε πεθάνει κατόπιν μιας από τις παλαιότερες παρατηρηθείσες εγχειρήσεις κρανιοτρυπήματος στην Ελλάδα διότι το κρανίο του, που είχε υποστεί κάταγμα, όσο ήταν ζωντανός ακόμη, είχε τρεις συμμετρικές τρύπες επάνω του. Ο τέταρτος νεκρός, ένας άνδρας περίπου 1.80 μ. ύψος, που εθεωρείτο πελώριος εκείνη την εποχή, καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος από το δάπεδο του τάφου. Βρισκόταν σε ύπτια θέση με τα χέρια στηριγμένα στους γοφούς, τα πόδια του περίεργα λυγισμένα, όπως ενός καβαλάρη, με ένα χάλκινο ξίφος και ένα εγχειρίδιο με λαβή από ελεφαντόδοντο στον δεξιό του μηρό. Ο τάφος περιείχε περισσότερα από 14 χάλκινα ξίφη, εγχειρίδια, αιχμές δοράτων και μαχαίρια, ένα χάλκινο και 9 γραπτά πήλινα αγγεία, δύο χρυσά κύπελλα, χρυσές ταινίες που κοσμούσαν τα μανίκια και το κάτω μέρος των νεκρικών ενδυμάτων, ένα ξύλινο κουτί με ασημένια επένδυση, μια νεκρική μάσκα από ήλεκτρο, που δεν βρέθηκε στο πρόσωπο κανενός, αλλά ακουμπούσε σ' ένα κομμάτι σάπιου ξύλου σε μια γωνιά, και τον περίφημο μικρό σφραγιδόλιθο από αμέθυστο, που σχεδόν δεν φθάνει σε μέγεθος το μισό νύχι χεριού, και δίνει το πρώτο πραγματικό πορτραίτο ενός Μυκηναίου πρίγκηπα.

Ο τάφος IV του Περιβόλου Α ήταν ένας από τους πιο πλούσιους της νεώτερης ομάδας. Μέσα σ' αυτόν υπήρχαν θαμμένοι τρεις άνδρες και δύο γυναίκες. Εφόσον ο Σλήμαν δεν σχεδίασε τα κτερίσματα, όπως βρέθηκαν στη θέση τους, και ο κατάλογος του Karo περιλαμβάνει 395 είδη, στα οποία προστέθηκαν και άλλα στο μεταξύ, μόνο ένα πρόχειρο σχέδιο μπορεί να επιχειρηθεί. Υπήρχαν τρεις χρυσές μάσκες, δύο χρυσά στέμματα, οκτώ χρυσά διαδήματα ή ταινίες κεφαλής, τουλάχιστον 27 ξίφη και 16 επιπλέον μύκητες ξιφών από ελεφαντόδοτο, χρυσό αλάβαστρο και ξύλο, τουλάχιστον 5 εγχειρίδια και 6 ακόμη λαβές εγχειριδίων, 16 μαχαίρια, πέντε ξυρά (ξυράφια), 10 ή 11 ασημένια αγγεία, 22 χάλκινα αγγεία, τρία αγγεία από αλάβαστρο, δύο αγγεία από φαγεντιανή, 8 πήλινα αγγεία, δύο χρυσά ρυτά, τρία ασημένια ρυτά, δύο ρυτά από αυγά στρουθοκάμηλου, δύο εγχάρακτα χρυσά δαχτυλίδια, δύο ασημένια δαχτυλίδια, τρία χρυσά περιβραχιόνια, τουλάχιστον ένα χρυσό περιδέραιο με ζωόσχημους συνδετήρες, ένα χρυσελεφάντινο χτένι, μια μεγάλη ασημένια οκτώσχημη ασπίδα. Από τα νεκρικά ενδύματα αυτών των πέντε ανθρώπων προήλθαν 683 χρυσά δισκάρια με εγχάρακτη διακόσμηση και διάφορα έκτυπα κοσμήματα, φύλλα χρυσού κομμένα και αποτυπωμένα στο σχήμα λατρευτικών κτιρίων, βουκράνια, διπλοί πελέκεις, αστερίσκοι, χταπόδια, κρίνοι και άλλα άνθη. Υπήρχαν χρυσές λαβές από τους ζωστήρες εγχειριδίων των ανδρών, χρυσά ελάσματα από τα μανίκια, τον λαιμό και τα περικνήμια, κομμάτια χρυσού και λινού από τους κολεούς (θήκες) των ξιφών τους, υποδοχές θυσάνων από τα κράνη τους. Υπήρχαν αιχμές βελών (38), χαυλιόδοντες αγριόχοιρου (92), ακόνες (2), ένας πέλεκυς, μια τρίαινα, εννέα χάντρες από Πελοποννησιακό αμέθυστο και 1290 από Βαλτικό ήλεκτρο, "ιεροί κόμβοι" από έγχρωμη Μινωική φαγεντιανή, ένα αβάκιο για παιχνίδια από ορεία κρύσταλλο και φαγεντιανή, που είχε προφανώς αγορασθεί στην Κνωσσό. Στον κατάλογο αυτό αν προσθέσουμε και τα λιγότερο ευδιάκριτα χρυσά δισκάρια και ταινίες, τα υπολείμματα από ελεφαντόδοντο, τα μικρά κομμάτια από χάλκινες λεπίδες, τα τεμάχια από υφαντό λινό, τις λαβές από χρυσά και ασημένια κύπελλα, των οποίων τα σώματα έχουν αποσαθρωθεί, τα αμφικέφαλα ή μη καρφιά, τις περόνες και τα αποσχίσματα ξύλου, θα είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι κάθετοι Βασιλικοί Λακκοειδείς Τάφοι αντιπροσωπεύουν απλά μια ομαλή εξέλιξη των Μεσοελλαδικών κιβωτιόσχημων.

Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί, παρόλο που δεν μπορούν να μας μεταφέρουν την ασυνήθιστα εξαίρετη ποιότητα εργασίας και την δαπάνη, προϊόντα των οποίων υπήρξαν αυτά τα κτερίσματα. Δύο από τα εγχειρίδια έχουν γίνει πασίγνωστα με την ένθετη διακόσμησή τους, που περιλαμβάνει σκηνές κυνηγιού λεόντων και λέοντες σε ιπτάμενο καλπασμό. Ένα από τα χρυσά ποτήρια είναι το Δέπας του Νέστορα με πλαστική επικόσμηση δύο μικρών πτηνών μου μοιάζουν με γεράκια, επάνω στο έλασμα, που συνδέει τις λαβές με τα χείλη του ποτηριού, ένα από τα ασημένια αγγεία είναι το Ρυτό της Πολιορκίας. Τα χρυσά δαχτυλίδια φέρουν σκηνές μάχης και κυνηγιού ελαφιών. Οι μύκητες των ξιφών είναι κατασκευασμένοι από πολύτιμα υλικά και φέρουν παραστάσεις λεόντων και πανθήρων, οι λαβές καταλαμβάνονται από γρύπες σε προτομή ή κοσμούνται με χρυσό και λαζουρίτη λίθο με την περίκλειστη τεχνική (cloisonne'), οι λεπίδες φέρουν εγχάρακτες σπείρες και ασπίδες. Ένας από τους χάλκινους λέβητες φέρει εγχάρακτα σημεία Κρητικής γραφής. Τα υλικά προέρχονται από πολλές χώρες: αυγά στρουθοκάμηλου από την Νουβία, που στέλνονταν μέσω Αιγύπτου και Κρήτης, λαζουρίτης λίθος (Lapis Lazuli) από την Μεσοποταμία, αλάβαστρο και φαγεντιανή από την Κρήτη, ακατέργαστο ελεφαντόδοντο από την Συρία, άργυρος από την Ανατόλια. ήλεκτρο (κεχριμπάρι) από την Πρωσσία, που το έφερναν μέσω της εμπορικής οδού της Αδριατικής ή το μετέφεραν στην Οδησσό και από εκεί μέσω βορείου Αιγαίου στις Μυκήνες.

Οι ψηλές στήλες από ασβεστόλιθο αποτελούν τη μόνη μνημειακή τέχνη της περιόδου. Ούτε σε κάθε τάφο ούτε για κάθε νεκρό τοποθετούσαν στήλη. Δύο ανάγλυφες και τρεις χωρίς γλυπτή κόσμηση βρέθηκαν στον Περίβολο Β (πλουσιότεροι ήταν οι τάφοι Α, Γ, Ο και Ν), έντεκα επιπεδόγλυφα και τέσσερα ή έξι ακόσμητα δείγματα προέρχονται από τέσσερις τάφους του Περιβόλου Α. Μόνο 6 από τις 22 στήλες διατηρούνται ικανοποιητικά ποικίλλουν σε ύψος από 1 μ. έως 1,86, είναι στενές με λεία την πίσω επιφάνεια και εγχάρακτες ή ανάγλυφες παραστάσεις στην εμπρόσθια επιφάνεια.

Τα πρώτα σχέδια καταλαμβάνουν λωρίδες συνεχούς σπείρας και σκηνές αρμάτων ή ζώων που αποτελούν τα πρώτα πραγματικά παραδείγματα γλυπτικής στην Ελλάδα. Τέσσερα είδη σκηνών έχουν αναγνωρισθεί στις στήλες: αρματοδρομίες, κυνήγι, πόλεμος και μάχες ζώων. Στην πιο γνωστή στήλη, ένας άνδρας οδηγεί ένα δίτροχο άρμα με ορμή και σκύβει καθώς προτρέπει το άλογο (ή άλογά) του, ενώ ένας άλλος άνδρας στέκεται ήρεμα μπροστά του κρατώντας ένα μεγάλο ρόπαλο ή ραβδί. Και οι δύο άνδρες είναι γυμνοί και άοπλοι εκτός από το ξίφος που κρέμεται από τον ώμο του αρματηλάτη. Ο αρματηλάτης μπορεί να κρατάει ένα μαστίγιο στο δεξί του χέρι και φαίνεται να φέρει κάλυμμα ή κράνος στο κεφάλι. Συνήθως αναγνωρίζεται σαν Αχαιός πολεμιστής που ορμά με το πολεμικό του άρμα εναντίον του αντιπάλου του. Ο Μυλωνάς έχει υποστηρίξει ότι η σκηνή δεν έχει τίποτα το στρατιωτικό, αλλά απεικονίζει αριστοκράτες σε αρματοδρομίες προς τιμή του νεκρού, όταν οι αγώνες με άρμα αποτελούσαν την πιο μεγάλη εκδήλωση από εκπαιδευμένους άνδρες, όταν πέθαινε ο βασιλιάς. Ο καλλιτέχνης "αποθανατίζει" ένα στιγμιότυπο από τη δραματική στιγμή, όταν ένα άρμα κάνει πλήρη στροφή στο σημείο (που αντιπροσωπεύεται από τον πεζό με το ραβδί) πριν φθάσει νικητήρια στο τέρμα.

Οι στήλες εμφανίζουν ποικίλα χαρακτηριστικά της Μυκηναϊκής τέχνης, τα οποία θα διατηρηθούν μέχρι τους Σκοτεινούς Αιώνες. Τα θέματά τους είναι ενδεικτικά: η πλούσια στρατιωτική κοινωνία πολεμιστών με άρματα και άλογα, η βίαιη πάλη ανάμεσα σε ζώα απεικονισμένα σε μεγάλες επιφάνειες, η ατμόσφαιρα της σκληρής αγροτικής ζωής. Τα ζώα όλα εικονίζονται σε ιπτάμενο καλπασμό, στάση η οποία εξαπλώνεται στο Αιγαίο περίπου αυτή την εποχή, διεισδύοντας στους παλαιότερους κανόνες που διέπουν την Αιγυπτιακή και Μινωική τέχνη.

Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγεια κυκλικά κτίσματα που αποτελούνται από την κυρίως θόλο και ένα μακρύ δρόμο. Το χτίσιμο των θόλων γινόταν με λιθόπλινθους που τοποθετούνταν σε σειρές κατά το εκφορικό σύστημα. Ο ταφικός αυτός τύπος προήλθε μάλλον από την Κρήτη, όπου υπήρχε ήδη από την Πρωτομινωική εποχή (3000-2000 πΧ) και μεταδόθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά το τέλος της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου (1550-1500 πΧ) μέσω της Μεσσηνίας, όπου έχουν βρεθεί τα πρωιμότερα παραδείγματα. Κατά μία διαφορετική άποψη, οι θολωτοί τάφοι δεν είναι παρά μια λιθόχτιστη εκδοχή του ελλαδικού τύμβου.

Το σύνολο των θολωτών τάφων που έχουν βρεθει στην ηπειρωτική Έλλάδα ανέρχεται στους 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, το οποίο έφτανε μερικές φορές τους 120 τόννους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.

 

Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή εν μέρει, γι' αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής. Οι λάκκοι που έχουν βρεθεί στο δάπεδό του χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών Στην περίμετρο των θόλων προστίθεντο μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι, όπως δείχνει μια γυναικεία ταφή στις Αρχάνες. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο παραδείγματα τέτοιων τάφων, ο "θησαυρός του Ατρέα" στις Μυκήνες και ο "θησαυρός του Μινύα" στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδεδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση.

Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Ύστερα από κάθε ταφή το εξωτερικό άκρο του δρόμου κλεινόταν και το εσωτερικό του γεμιζόταν με χώμα. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.

Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300-1200πΧ) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι είναι υπόγειοι χώροι σκαμμένοι σε πλαγιές λόφων που χρησιμοποιούνταν για πολλές διαδοχικές ταφές και αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τύπο τάφου της Μυκηναϊκής εποχής. Το είδος αυτό εμφανίστηκε κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ και συνεχίστηκε μέχρι την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Τα περισσότερα ωστόσο και χαρακτηριστικότερα δείγματα του ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Β περίοδο. Οι θαλαμοειδείς τάφοι ίσως προέκυψαν από την ανάμιξη στοιχείων των κιβωτιόσχημων και των λακκοειδών τάφων της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, ενώ δεν αποκλείεται και η προέλευσή τους από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν σε μια παρόμοια μορφή ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία.

Γενικά παρατηρούνται αρκετές διαφορές στο σχήμα και στην ποιότητα της κατασκευής τους. Η έκταση του θαλάμου φτάνει συνήθως τα 7 τ.μ. και το σχήμα του, που άλλοτε εμφανίζεται τετράπλευρο και άλλοτε ελλειψοειδές ή πεταλόσχημο, εξαρτιόταν από την ποιότητα και τη σκληρότητα του εδάφους. Ο μεγαλύτερος θαλαμοειδής τάφος είναι ο λεγόμενος "τάφος των παιδιών του Οιδίποδα" στη Θήβα, ο οποίος είχε μάλιστα διακοσμηθεί με ζωγραφιστό διάκοσμο. Στην είσοδο τους οδηγούσε ένα μακρύ και στενό άνοιγμα με συγκλίνοντα τοιχώματα που ονομάζεται, όπως και στους θολωτούς τάφους, δρόμος. Στα τοιχώματα των δρόμων υπήρχαν κόγχες, όπου τοποθετούνταν νεκρικές προσφορές.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο απόθεσης, τις ταφικές τελετές και τα κτερίσματα, καθώς, επειδή δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος, βρίσκονται συχνά ασύλητοι. Η εικόνα των ταφικών εθίμων που δίνουν δεν είναι εντελώς ομοιόμορφη, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι ποικίλλει αρκετά κατά περιοχή. Συνήθως ο νεκρός τοποθετούνταν στο δάπεδο του θαλάμου σε ύπτια θέση χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Κοντά του τοποθετούνταν προσωπικά του αντικείμενα, όπως τα όπλα και οι σφραγίδες που χρησιμοποιούσε εν ζωή, μαζί με ταφικά κτερίσματα, συνήθως αγγεία και ειδώλια. Ο αριθμός των νεκρών που θάβονταν στον ίδιο τάφο ποικίλλει αρκετά και φαίνεται ότι εξαρτάται από τυχαίες συνθήκες που μπορεί να ήταν το μέγεθος του οικισμού, ο δείκτης της θνησιμότητας ή το διάστημα της χρήσης του. Κατά μέσο όρο σε κάθε τάφο αυτού του τύπου θάβονταν 3-5 νεκροί, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί και ως κενοτάφια.

Ύστερα από κάθε ενταφιασμό ή είσοδος των τάφων φραζόταν με ξερολιθιά. Μπροστά στην είσοδο γίνονταν σπονδές που κατέληγαν στο σπάσιμο των αγγείων. Μετά το πέρας των νεκρικών τελετών ο δρόμος επιχωματωνόταν. Μερικές φορές επάνω από τον τάφο τοποθετούνταν εμφανή σήματα. Όταν ο τάφος επρόκειτο να επαναχρησιμοποιηθεί, απομακρύνονταν όλη η επιχωμάτωση του δρόμου και η ξερολιθιά από την είσοδο. Αν δεν υπήρχε αρκετός χώρος στο εσωτερικό του θαλάμου τα οστά των προηγούμενων ταφών παραμερίζονταν για να τοποθετηθεί ο νέος νεκρός. Άλλοτε ο χώρος εκκενωνόταν εντελώς και τα οστά τοποθετούνταν σε λάκκους στα δάπεδο, στο δρόμο ή σε ειδικά διανοιγμένες κόγχες στα τοιχώματα του θαλάμου. Για τον ίδιο λόγο, την εξοικονόμηση δηλαδή χώρου αλλά και για να απολυμανθεί ο θάλαμος, μερικές φορές τα παλαιότερα λείψανα καίγονταν.

Για την αποθήκευση των νεκρών στους θαλαμοειδείς τάφους χρησιμοποιούνταν μερικές φορές πήλινες λάρνακες, ένα έθιμο που παρατηρείται για πρώτη φορά στον αιγαιακό χώρο σε τάφους της μινωικής Κρήτης. Ένας μεγάλος αριθμός λαρνάκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ και ΙΙΓ περιόδου έχει βρεθεί στο εκτεταμένο νεκροταφείο της Τανάγρας στη Βοιωτία. Οι λάρνακες φέρουν συχνά ζωγραφισμένες παραστάσεις που απεικονίζουν θέματα σχετικά με τις ταφικές τελετές, όπως η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού ή πομπές γυναικών που θρηνούν, πλουτίζοντας έτσι αρκετά τις γνώσεις μας για το είδος των ταφικών τελετών. Το έθιμο της ταφής σε λάρνακες αλλά και τη συνήθεια να απεικονίζουν επάνω σ' αυτές θρησκευτικές και νεκρικές τελετές υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι από τους Μινωίτες, αν συγκρίνει κανείς τα ευρήματα από την Τανάγρα με τις περίφημες παραστάσεις της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας.

Στα κείμενα των ανακτορικών πινακίδων γίνεται μνεία σε μια σειρά από αξιώματα και αξιωματούχους, ώστε σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αρκετά καλά το ιεραρχικό σύστημα της μυκηναϊκής διοίκησης. Τα αξιώματα αναγνωρίζονται από την ετυμολογία των τίτλων, από διάφορες νομικές πράξεις ή από την αναφορά τυχαίων γεγονότων που έχουν σχέση με διοικητικές υποθέσεις. Ενδεικτικά στοιχεία της ιεραρχίας αποτελούν επίσης η θέση που είχαν οι αξιωματούχοι στο σύστημα της γαιοκτησίας και τα προνόμια που απολάμβαναν. Η ιεραρχική βαθμίδα και οι αρμοδιότητες των διαφόρων αξιωμάτων δεν είναι βέβαια πάντοτε ξεκάθαρες.

 

 

 

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 5 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.