Μεσοελλαδική (Ηπειρωτική Ελλάδα) από 2.000 έως 1.600 Μετά το πλέγμα των αλλαγών και των εξελίξεων που χαρακτηρίζουν την ΠΕ περίοδο, οι μεσοελλαδικοί αιώνες εμφανίζουν στασιμότητα ή και οπισθοδρόμηση, καθώς και έναν διάχυτο εκβαρβαρισμό, στοιχεία που αντικατοπτρίζει κατά κύριο λόγο η μονοτονία που παρατηρείται στην πολιτική έκφραση. Η ηπειρωτική Ελλάδα παρουσιάζει συμπτώματα απομόνωσης. Είναι κλεισμένη στον εαυτό τους και αποκομμένη από τις αλματώδεις τεχνικές και καλλιτεχνικές προόδους που συντελούνται γύρω της. Η μεσοελλαδική κατοικία έχει το σχήμα ενός πρώιμου μεγάρου και αποτελείται από έναν προθάλαμο και μία κυρίως αίθουσα, της οποίας η πίσω πλευρά είναι συχνά αψιδωτή. Οι τάφοι είναι κυρίως κιβωτιόσχημοι, οι νεκροί θάβονται συνεσταλμένοι και συχνά σε πίθους. Οι τάφοι απαρτίζουν νεκροταφεία αλλά συνήθως βρίσκονται μέσα στους οικισμούς, κάτω από το δάπεδο της οικίας, κοντά στην είσοδο, κυρίως μάλιστα οι τάφοι των παιδιών. Συχνά οι τάφοι συγκεντρώνονται κάτω από έναν τύμβο, ο οποίος αποτελείται από έναν από λίθους και χώμα ή άμμο και περικλείεται από λίθινη κρηπίδα. Στον ίδιο τύμβο μπορεί να περιλαμβάνονται διάφοροι τύποι τάφων, λάκκοι μικροί ή μεγαλύτεροι, κιβωτιόσχημοι, ακόμη και θαλαμωτοί, και πολύ συχνά ταφές σε πίθους. Η χρήση του τύμβου εμφανίστηκε περίπου στα μέσα της ΠΕ περιόδου, γενικεύτηκε στη ΜΕ περίοδο και συνεχίστηκε σποραδικά σε όλο το διάστημα των μυκηναϊκών χρόνων σε διάφορες περιοχές αλλά ιδιαίτερα στη Μεσσηνία και την Αργολίδα όπου έχουν βρεθεί οι περισσότεροι μυκηναϊκοί τύμβοι. Το έθιμο της ταφής σε τύμβους συνεχίστηκε και στα ιστορικά χρόνια. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό ότι οι τύμβοι ρόλο στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού τύπου του θολωτού τάφου, τουλάχιστον όσον αφορά τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά: το σχήμα, την υπόγεια ταφή και τον τύμβο που καλύπτει την κορυφή του τάφου. Η ταφή σε τύμβους είναι χαρακτηριστικό έθιμο των ινδοευρωπαϊκών λαών και η εμφάνιση του εθίμου αυτού στην Ελλάδα συνδυάζεται με την άφιξη των πρώτων Ελλήνων. Το γεγονός ότι οι παλαιότεροι τύμβοι -Λευκάδα- χρονολογούνται στην ΠΕ περίοδο, είναι σαφής ένδειξη ότι η προώθηση των πρώτων ελληνικών φύλων προς τα νότια είχε ήδη αρχίσει σ' αυτή την εποχή. Η άφθονη κεραμική που σώζεται από τη ΜΕ περίοδο είναι πολύ διαφορετική από εκείνην της προηγούμενης περιόδου και δείχνει καθαρά τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην Ελλάδα. Τα ΜΕ αγγεία ανήκουν κυρίως σε δύο τύπους κεραμικής: τη μινυακή και την αμαυρόχρωμη. Τα μινυακά αγγεία τα ονόμασε έτσι ο Schliemann επειδή εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον Ορχομενό, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία βασίλευε ο πλούσιος Μινύας. Η μινυακή κεραμική είναι εντελώς χαρακτηριστική. Τα αγγεία είναι τροχήλατα, μονόχρωμα, γκρίζα ή κιτρινωπά. Ο κεραμικός τροχός είχε ήδη εισαχθεί στην Ελλάδα στο τέλος της ΠΕ περιόδου και ήταν μια επαναστατική καινοτομία που σταδιακά ανέτρεψε όλο το σύστημα παραγωγής πήλινων αντικειμένων, η χρήση του όμως γενικεύεται στη ΜΕ περίοδο. Τα μινυακά αγγεία δείχνουν σαφώς ότι είναι επηρεασμένα από μεταλλικά πρότυπα. Έχουν σχήματα ξεκάθαρα, με γωνιώδεις τομές, και στην αφή είναι λεία και ελαφρώς λιπαρά, σαν σαπούνι. Η μινυακή κεραμική εμφανίζεται πριν από το 2000 π.Χ. ήδη κατά τη διάρκεια της ΠΕ περιόδου. Όμοια ακριβώς αγγεία παρουσιάζονται και στην Τροία την ίδια εποχή, φαίνεται ότι οι Τρώες ανήκαν σε μια φυλή συγγενική με τους Έλληνες. Μινυακά αγγεία κατασκευάζονται σε όλη τη διάρκεια της ΜΕ περιόδου και σποραδικά κατά τη Μυκηναϊκή. Τα γκρίζα μινυακά, που θεωρούνται και τα παλαιότερα, σταματούν να εμφανίζονται γύρω στο 1550 π.Χ., ενώ τα κιτρινωπά κατασκευάζονται έως περίπου το 1400 π.Χ. που είναι και η εποχή κατά την οποία η μινυακή κεραμική παίρνει διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα αμαυρόχρωμα αγγεία είναι χειροποίητα. Η διακόσμησή τους είναι γραμμική και χωρίς πολλή έμπνευση, ζωγραφισμένη με θαμπή σκούρα βαφή πάνω στο ανοιχτόχρωμο βάθος του αγγείου. Τα αμαυρόχρωμα αγγεία θυμίζουν τα κυκλαδικά και η μόδα τους συνεχίζεται παράλληλα με τα μινυακά, ενώ διαφέρουν πολύ από αυτά. Σημαντικό κέντρο παραγωγής αμαυρόχρωμων αγγείων ήταν η Αίγινα.
|