Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Κοσμηματοτεχνία PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 30 Οκτώβριος 2008 11:01
Λίγο μετά το 2000 π.Χ. υψηλές τεχνικές στην τέχνη της χρυσοχοΐας φθάνουν στην Κρήτη από τη Βαβυλώνα μέσω Συρίας και συντελούν στην αλματώδη εξέλιξη την μινωικής τορευτικής. Όταν η μινωική επιρροή εξαπλώθηκε στην Αργολίδα, η τέχνη αυτή άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Στην τεχνοτροπία των κοσμημάτων των λακκοειδών τάφων εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία. Εκτός από την πολύ διαδεδομένη σφυρηλάτηση, που ονομάζεται επίσης έκτυπη ή έκκρουστη τεχνική (repousse'), στη μυκηναϊκή χρυσοχοΐα συνηθίζεται επίσης η συρματερή τεχνική (filigrane), η κοκκίδωση (granulation) και η ένθεση με πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους (inlay).
Η συρματερή τεχνική είναι χρυσοκόλληση χρυσού σύρματος σε χρυσή βάση. Ο τρόπος με τον οποίον κολλούσαν τις κουκκίδες ξεχάστηκε γύρω στο 1000 μ.Χ. και μόνο πρόσφατα ανακαλύφθηκε ξανά. Έτσι, είναι σήμερα γνωστό ότι οι κουκκίδες συνεκολλούντο στη χρυσή βάση με μείγμα αλάτων χαλκού και κόλλας. Με τη θέρμανση δημιουργείτο μια χημική ένωση, με αποτέλεσμα να μένει στη βάση μόνο μια λεπτότατη στρώση χαλκού που συγκρατούσε τις κουκκίδες. Η τεχνική της ένθεσης, η οποία ουσιαστικά είναι μια περίκλειστη τεχνική, συνίσταται στην ένθεση πολύτιμων ή ημιπολύτιμων λίθων σε χρυσές κυψέλες. Η τεχνική αυτή κατάγεται από τη Μεσοποταμία και εμφανίζεται γύρω στο 3000 π.Χ. σε κοσμήματα των τάφων της Ur. Κοσμήματα με ένθετη διακόσμηση εμφανίζονται στο Αιγαίο από τον 17ο αι. και γίνονται πολύ αγαπητά από το 1450 π.Χ. Στην τεχνική της ένθεσης περιλαμβάνεται και η τεχνική του περίκλειστου σμάλτου (email cloisonne') που εμφανίζεται μετά το 1450 π.Χ., και στην οποία δεν χρησιμοποιούνται λίθοι, αλλά χρωματιστή υαλώδη μάζα που ¨χύνεται" μέσα στις κυψέλες. Τέλος, τον 15ο αι. εμφανίζεται στο Αιγαίο και η τεχνική του εμπίεστου σμάλτου, η οποία καθώς φαίνεται είναι αιγυπτιακή δημιουργία. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή το σμάλτο εμπιέζεται σε σφυρηλατημένες κοιλότητες.

Η τεχνική της ένθεσης χάνεται στους Σκοτεινούς Αιώνες και εμφανίζεται πάλι γύρω στο 700 π.Χ. όταν την διέδωσαν ξανά οι Φοίνικες. Την τεχνική του περίκλειστου σμάλτου την συναντούμε στην αρχαία Αίγυπτο, καθώς και στη μυκηναϊκή Ελλάδα. Μετά από την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων ξεχάσθηκε, και πολλούς αιώνες αργότερα την επανέφεραν σε χρήση οι βυζαντινοί χρυσοχόοι.
Πολλά κοσμήματα έχουν βρεθεί στους λακκοειδείς τάφους. Είναι πλούσια σε χρυσό, αλλά από καλλιτεχνική άποψη δεν είναι όλα αξιοπρόσεκτα δημιουργήματα, εκτός από ορισμένα που είναι μάλλον έργα Μινωιτών. Η διαφορά της ποιότητας των κοσμημάτων σε σύγκριση με τα όπλα είναι μεγάλη και αυτό οφείλεται ίσως στο ότι τα περισσότερα κοσμήματα είχαν κατασκευαστεί αποκλειστικά για νεκρική χρήση, ενώ τα όπλα ήταν πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονταν στην κατοχή του νεκρού όταν ζούσε.

Τα διαδήματα ανήκουν σε γυναίκες, εκτός από ένα που συνοδεύει ανδρική ταφή. Είναι απλά ελάσματα που έχουν έκτυπη διακόσμηση, συνήθως σπειροειδή απλή ή συνδυασμένη με διάφορα άλλα σχέδια. Ο τύπος αυτός είναι γνωστός από την Προανακτορική περίοδο στην Κρήτη. Πολλά απλά διαδήματα συνδυάζονται με χρυσά τριγωνικά ελάσματα και σχηματίζουν έτσι ένα μεγάλο ακτινωτό διάδημα, ενώ άλλα έχουν χρυσά λουλούδια καρφωμένα στο επάνω μέρος τους. Τα διαδήματα των λακκοειδών είναι δημιουργήματα καθαρά τοπικά, κατασκευασμένα βιαστικά για νεκρική χρήση. παρόμοια προέρχονται και από άλλους μυκηναϊκούς τάφους, και μάλιστα από την Πύλο. Στην Κρήτη δεν έχουν βρεθεί διαδήματα αυτού του τύπου των οποίων τα μακρινά πρότυπα πρέπει ίσως να αναζητήσουμε στην Ασσυρία γύρω στο 2000 π.Χ.

Περόνες χάλκινες με χρυσή κεφαλή σε σχήμα λουλουδιού φορούσαν στο κεφάλι σε συνδυασμό με τα διαδήματα. Άλλες περόνες είχαν κεφαλή από ελεφαντόδοντο, ορεία κρύσταλλο ή ξύλο με χρυσή επικάλυψη. Υπήρχαν και απλές χάλκινες περόνες.

Μία αργυρή περόνη έχει χρυσό επίθημα κεφαλής που απεικονίζει μια γυναικεία μορφή, η οποία φορά το μινωικό ένδυμα που χαρακτηρίζεται από το ακάλυπτο στήθος και τη φαρδιά φούστα. Φορά επίσης βραχιόλια και περιβραχιόνια. Από το κεφάλι της φυτρώνει ένα μεγάλο παπυρόμορφο λουλούδι που καταλήγει σε κλαδιά που λυγίζουν βαριά. Στα χέρια της κρατά μια διπλή γιρλάντα. Η ιερατική στάση της και τα σύμβολα και διακριτικά στοιχεία που την συνοδεύουν - πάπυρος, γιρλάντα - δηλώνουν ότι η μορφή αυτή είναι θεϊκή. Προφανώς εικονίζεται η Θεά της Εφορίας, θεά της ζωής και του θανάτου, το τελευταίο αυτό στοιχείο προσδιορίζεται από τη γιρλάντα, που και σε άλλες περιπτώσεις, και μάλιστα στη μινωική Κρήτη, εμφανίζεται σαν νεκρικό σύμβολο. Η μεγάλη αυτή περόνη είχε ίσωα, λόγω μεγέθους, μόνο διακοσμητική χρήση. Η τεχνοτροπία της δηλώνει αιγυπτιακή επιρροή, η οποία διαπιστώνεται κυρίως στην ιερατική στάση της μορφής, ενώ συγχρόνως έχει και αρκετά μινωικά χαρακτηριστικά. Η εκτέλεση όμως δεν είναι πολύ εκλεπτυσμένη, γι' αυτό και η περόνη αυτή μπορεί να αποδοθεί σε εγχώριο τεχνίτη που έχει επηρεασθεί από τη μινωική τέχνη, χωρίς όμως να έχει φτάσει τη δεξιοτεχνία και τη λεπτότητα των μινωικών έργων.Τα ενώτια (σκουλαρίκια) είναι κόσμημα που έχει ανατολική καταγωγή, οι Μυκηναίοι τα γνώρισαν από τους Μινωίτες, δεν συνηθίζονταν όμως πολύ στην ηπειρωτική Ελλάδα και γρήγορα, ήδη από τον 15ο αι. π.Χ., περιορίστηκε η χρήση τους. Τα ωραιότερα μυκηναϊκά ενώτια προέρχονται από τους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών. Τα περισσότερα έχουν το σχήμα δακτυλίου και είναι ανατολικού τύπου.

Ένα περίτεχνο ζευγάρι σκουλαρίκια, ωραίο παράδειγμα περίτμητης τεχνικής, ίσως έργο κρητικού καλλιτέχνη, βρέθηκε στον τάφο ΙΙΙ: Αποτελούνται από χρυσό δακτύλιο που φέρει έκτυπη διακόσμηση από τετράφυλλα άνθη, τα οποία μοιάζουν πολύ με τα άνθη της ένθετης διακόσμησης που κοσμεί τη λαβή του ξίφους από τον τάφο IV. Στο κέντρο του άνθους. στο σημείο όπου τσ πέταλα συναντώνται, έχουν τοποθετηθεί μικρές κουκίδες χρυσού, σύμφωνα με την τεχνική της κοκκίδωσης. Αυτό είναι το μόνο παράδειγμα κοκκίδωσης από τους λακκοειδείς τάφους. Η εξωτερική άκρη του δακτυλίου καταλήγει σε μια σειρά από αρμονικά τόξα που θυμίζουν τη μινωικού τύπου διακόσμηση μεταλλικών και πήλινων αγγείων. Ο τύπος των σκουλαρικιών αυτών είναι γνωστός από τις τοιχογραφίες της Θήρας.

Στη Μυκηναϊκή εποχή, τόσο στη Κρήτη όσο και στην ηπειρωτική χώρα, άνδρες και γυναίκες φορούσαν βραχιόλια και περιβραχιόνια. Στην Κρήτη συνηθίζονταν επίσης και περισφύρια, η χρήση τους όμως δεν φαίνεται να επικράτησε στην ηπειρωτική Ελλάδα, γιατί σπανίως εικονίζονται. Τα βραχιόλια, τα περιβραχιόνια και τα περισφύρια υποδηλώνουν ότι το πρόσωπο που τα φορά έχει υψηλή θέση στην κοινωνική ή θρησκευτική ιεραρχία.

Ένα περίτεχνο περιβραχιόνιο που προέρχεται από τον τάφο IV, συνοδεύει ανδρική ταφή και είναι μινωικής τεχνοτροπίας. Η στεφάνη αποτελείται από μια χρυσή βάση με επικάλυψη αργύρου, που επικαλύπτεται πάλι με χρυσό. Η τεχνική αυτή είναι γνωστή και από άλλες περιπτώσεις. Αναφέρουμε για παράδειγμα ότι ο "ρυτοφόρος" στη γνωστή τοιχογραφία της Κνωσού φορά ζώνη που αποτελείται από δύο διαφορετικά μέταλλα. Επίσης μια ζώνη παρόμοιας τεχνοτροπίας, με ορειχάλκινη βάση και επικάλυψη αργύρου, βρέθηκε στο Μπογάζκιοϊ, την πρωτεύουσα των Χετταίων.

Περιδέραια φορούσαν στη Μυκηναϊκή εποχή τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, γι' αυτό και συνοδεύουν τις ταφές και των δύο φύλων. Τα περιδέραιο αποτελούνται από χρυσές ψήφους σε ποικιλία σχημάτων, από πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, καθώς και από κεχριμπάρι της Βαλτικής. ’φθονες ψήφοι από κεχριμπάρι βρέθηκαν στους λακκοειδείς τάφους (1200 μόνο στον τάφο IV). Ορισμένα περιδέραια εφορούντο σε σχήμα ημισελήνου επάνω στο στήθος.

Πολλά χρυσά ελάσματα, που ήταν ραμμένα στα ενδύματα, βρέθηκαν στους λακκοειδείς και συνόδευαν γυναικείες αλλά και ανδρικές ταφές. Συχνά φαίνονται οι οπές που χρησίμευαν για να περνά η κλωστή. Τα ελάσματα φέρουν έκτυπη διακόσμηση με διάφορα γεωμετρικά σχέδια σε μεγάλη ποικιλία, τα περισσότερα όμως είναι δισκάρια, και το κανονικό τους σχήμα αποδεικνύει ότι οι Μυκηναίοι γνώριζαν τη χρήση του διαβήτη. Πολλά ελάσματα έχουν σχήματα πραγματικών ή μυθικών ζώων, καθώς και φυτών, και εικονίζουν σκύλους, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, σφίγγες, γρύπες, χταπόδια, πεταλούδες, λουλούδια. Τέλος, ορισμένα σπάνια ελάσματα, πολύ ενδιαφέροντα για τη μελέτη του Μυκηναϊκού πολιτισμού, εικονίζουν μικρά τριμερή ιερά, καθώς και γυμνές γυναικείες μορφές που τις συνοδεύουν περιστέρια. Η γυμνότητα, εξαιρετικά σπάνια στην Ελλάδα την εποχή της Χαλκοκρατίας, δείχνει ανατολική επίδραση και είναι σημάδι ιερότητας. Οι γυμνές αυτές μορφές είναι ασφαλώς θεές και θεωρούνται μακρινές πρόδρομοι της Αφροδίτης. Το τριμερές ιερό είναι μινωικός εικονογραφικός τύπος. Το υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος επιστέφεται με κέρατα καθοσιώσεως κάτω από τα οποία εικονίζονται δύο βωμοί. Τα πλάγια κλίτη επιστέφονται επίσης με κέρατα καθοσιώσεως. Το κάτω μέρος του οικοδομήματος αναπαριστά ξεστή οικοδομή. Στο εσωτερικό και των τριών κλιτών εικονίζονται κιονίσκοι με θριγκό που πατούν σε κέρατα καθοσιώσεως. Τα πουλιά δηλώνουν την επιφάνεια της θεότητας.

Αρκετές χρυσές ψήφοι προέρχονται επίσης από τους λακκοειδείς, και μερικές από αυτές παρουσιάζουν εικονιστικά θέματα, όπως μια σειρά αναρτημάτων από τον τάφο ΙΙΙ σε σχήμα ξαπλωμένου λιονταριού. Η τεχνοτροπία που τα χαρακτηρίζει απομακρύνεται από τη φυσιοκρατική απόδοση. Η σχηματοποίηση, με την οποία αποδίδεται το σώμα του ζώου, και τα σκληρά περιγράμματα δείχνουν εγχώρια κατασκευή. Η διαφορά με τη μινωική τέχνη γίνεται εύκολα αντιληπτή συγκρίνοντας τις ψήφους αυτές με μια σύγχρονη ψήφο από την Αγία Τριάδα που εικονίζει το ίδιο θέμα. Σ' αυτήν παρατηρούμε τον φυσιοκρατικό τρόπο με τον οποίον αποδίδεται το σώμα του ζώου και τη φροντίδα του καλλιτέχνη για τη σωστή λεπτομέρεια.

 

 

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 15 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.