Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Ελεφαντουργία PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 30 Οκτώβριος 2008 20:19

Τα περισσότερα μυκηναϊκά ελεφαντουργήματα, και γενικά τα αντικείμενα από ελεφαντοστό του αρχαίου κόσμου, έχουν χαθεί γιατί το υλικό είναι πολύτιμο και συγχρόνως πολύ ευαίσθητο: δεν διατηρείται καλά όταν μείνει πολλά χρόνια μέσα στη γη, αλλοιώνεται από τα γειτνιάζοντα υλικά και το επηρεάζει η φωτιά.

Οι Μυκηναίοι διδάχθηκαν την τέχνη της ελεφαντουργίας από τους Μινωίτες. Πολλά μυκηναϊκά ελεφαντουργήματα της πρώτης Μυκηναϊκής εποχής είναι ίσως έργα Κρητών, ενώ άλλα είναι έργα τεχνιτών που μαθήτευσαν σε Κρήτες καλλιτέχνες. Γενικά δεν εμφανίζονται πολλά ελεφαντουργήματα στον μυκηναϊκό κόσμο πριν από την κατάληψη της Κνωσού (γύρω στο 1450 π.Χ.) και είναι ίσως αυτό μια επιπλέον απόδειξη ότι την εποχή εκείνη οι Μυκηναίοι δεν κατείχαν ακόμη καλά την τέχνη αυτή.

Από το 1400 π.Χ. και εξής τα αντικείμενα από ελεφαντοστό στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι εγχώριας κατασκευής και το σημαντικότερο κέντρο ελεφαντουργίας ήταν, καθώς φαίνεται, οι Μυκήνες, όπου είχαν δημιουργηθεί και ορισμένα πρότυπα που κυκλοφόρησαν σ' ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Πλούσια σύνολα ελεφαντουργημάτων που χαρακτηρίζονται από το ίδιο πνεύμα μας οδηγούν από τις Μυκήνες στη Δήλο, την Κύπρο, την Ουγκαρίτ και τη Μεγιδώ.

Η ελεφαντουργία είναι μια από τις κομψότερες μυκηναϊκές τέχνες. Στα έργα της ΥΕ ΙΙΙ Α και Β περιόδου αποτυπώνεται η ιδιαίτερη τεχνοτροπία της ανακτορικής εποχής με προσμείξεις όμως ορισμένων ανατολικών εικονογραφικών στοιχείων που φανερώνονται εντονότερα στην ελεφαντουργία απ' ό,τι ενδεχομένως σε άλλες μορφές τέχνης. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι το ελεφαντόδοντο εισαγόταν από την Ανατολή και μαζί με την πρώτη ύλη ταξιδεύουν συχνά τόσο τα διακοσμητικά θέματα, όσο και οι τεχνοτροπίες που συνδέονται μ' αυτήν. Αντίστοιχα και τα ανατολικά ελεφαντουργήματα εμφανίζουν μυκηναϊκά χαρακτηριστικά στις περιοχές όπου η παρουσία των Μυκηναίων ήταν αισθητή. Οι ελληνικές και ανατολικές αλληλεπιδράσεις είναι πολλές: θέματα όπως η συμπλοκή ζώων, τεχνοτροπίες όπως ο "ιπτάμενος καλπασμός", ή διακοσμητικές ιδέες όπως το μινωικό ένδυμα, ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Ανατολή απ' όπου πάλι ήρθαν τα φανταστικά, μυθικά ζώα, όπως οι σφίγγες και οι γρύπες, φυτικά θέματα ή εραλδικές απεικονίσεις. Με τις συνεχείς ανταλλαγές εμπορευμάτων και ιδεών συχνά τα διάφορα εικονογραφικά στοιχεία ξαναγύριζαν στην περιοχή απ' όπου είχαν ξεκινήσει, έχοντας όμως υποστεί εν τω μεταξύ διάφορες επεξεργασίες που αλλοίωναν τον αρχικό τους χαρακτήρα.

Μια ωραία πυξίδα από τάφο της περιοχής όπου διαμορφώθηκε αργότερα η Αγορά των Αθηνών ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙ Α περίοδο. Έχει κατασκευασθεί από ολόκληρο τμήμα χαυλιόδοντα. Η επιλογή του τμήματος που επρόκειτο να σκαλιστεί ήταν σημαντική γιατί το υλικό ήταν πολύτιμο και δεν έπρεπε να αχρηστευθεί. Για τα ειδώλια μεταχειρίζονταν τη μύτη του δοντιού που είναι συμπαγής, ενώ για τις πυξίδες χρησιμοποιούσαν το κούφιο μέρος του δοντιού. Η πυξίδα είχε εσωτερικά επικάλυψη με ελάσματα κασσιτέρου. Εξωτερικά έχει δύο ζεύγη λαβών σε σχήμα λιονταριού και μικρού ελαφιού. Μέσα από τις λαβές περνούσαν κρίκοι από σύρμα ή κορδόνι. Το σώμα της πυξίδας κοσμείται με ανάγλυφη παράσταση που εικονίζει γρύπες που επιτίθενται σε ελάφια. Η συμπλοκή ζώων είναι ένα παλαιό μυκηναϊκό θέμα, γνωστό ήδη από την εποχή των λακκοειδών τάφων. Η εκτέλεση είναι υψηλής ποιότητας και η τεχνοτροπία δυναμική. Η άγρια φύση των ζώων, η δύναμη των σωμάτων και η αγωνία τους αποδίδονται εξαίσια: με την εικόνα ενός δένδρου που λυγίζει από το ξαφνικό πήδημα του γρύπα, υποδηλώνεται με κομψότητα το τοπίο και αποδίδεται συμβολικά η κίνηση. Ορισμένες φυσιοκρατικές λεπτομέρειες είναι πολύ παραστατικές, όπως η γλώσσα των ελαφιών που κρέμεται για να φανεί ότι τρέμουν απ' το φόβο τους. Όμως η σκηνή είναι αρκετά φορτωμένη. Τα ζώα είναι πολλά, τα περιγράμματα γωνιώδη, και το σχέδιο κάπως συγκεχυμένο με ορισμένες αδεξιότητες: χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο εικονίζεται ένας γρύπας, σαν να αποκεφαλίζεται από τα ίδια του τα φτερά.

Η πυξίδα ανήκει στον ίδιο καλλιτεχνικό κύκλο από τον οποίο προέρχεται η ξύλινη πυξίδα από τον τάφο V του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών. Η τεχνοτροπία δεν έχει εξελιχθεί πολύ. Ο καλλιτέχνης της αθηναϊκής πυξίδας προσπαθεί κάπως να μιμηθεί τον μινωικό ρυθμό, αλλά δεν έχει ποτιστεί με το μινωικό αισθητήριο για το σχέδιο, γι' αυτό και το έργο του απέχει πολύ από τα μινωικά. Η παράσταση της συμπλοκής των ζώων, σωστά οργανωμένη και με στέρεη δομή, εκφράζει ένα διαφορετικό πνεύμα από εκείνο που διέπει τις δροσερές, μινωικές φυσιοκρατικές παραστάσεις.

Ένα από τα εξέχοντα ελεφαντουργήματα της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, έργο μοναδικό τόσο για την εξαίρετη τέχνη του όσο και για τη σημασία του για τον θρησκευτικό κύκλο, είναι το σύμπλεγμα από την ακρόπολη των Μυκηνών που εικονίζει μια τριάδα: δύο γυναικείες μορφές με ένα παιδί. Το σύμπλεγμα είναι ολόγλυφο, σκαλισμένο σ' ένα ατόφιο τμήμα ελεφαντόδοντου με μεγάλη λεπτότητα και έμφαση στη λεπτομέρεια, και χαρακτηρίζεται από την ίδια κομψότητα που έχουν τα έργα της μινωικής τέχνης την εποχή της ακμής της. Οι δύο γυναικείες μορφές φορούν το μινωικό ένδυμα, που αφήνει ακάλυπτο το στήθος, και τυλίγονται και οι δύο μαζί σε ένα επίβλημα. Το παιδί φορά μονοκόμματο φόρεμα έως τους αστραγάλους, που μοιάζει με το μυκηναϊκό γυναικείο φόρεμα της ανακτορικής εποχής. Μια οπή στο κάτω μέρος του συμπλέγματος δηλώνει ότι ίσως ήταν στερεωμένο σε βάση ή σε ξύλινο ιστό, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως εξετίθετο κατά τη διάρκεια τελετουργιών. Οι λεπτομέρειες είναι πλούσιες στην απόδοση των φορεμάτων, δεν είναι όμως τόσο τονισμένες ώστε να αποσπούν την προσοχή: υπάρχει μια αρμονία ανάμεσα στα πρόσωπα των μορφών και τα ενδύματά τους, αρμονία την οποία παρατηρούμε επίσης στην απόδοση των όγκων. Οι γραμμές είναι στρογγυλεμένες και απαλές. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων είναι γλυκά, η έκφραση στοχαστική και υποδηλώνει λεπτά συναισθήματα. Κάποια σκληρότητα που διακρίνεται στο πρόσωπο της μορφής που σώζεται ολόκληρη, θα απαλυνόταν με ενθέσεις από άλλο υλικό ή επιζωγράφιση. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μια ιδιωτική σκηνή αλλά για απεικόνιση ενός θεϊκού συνόλου: μιας τριάδας ίσως σαν την ελευσινιακή Δήμητρα-Κόρη-Ίακχος, ή την πρόδρομό της της Εποχής του Χαλκού. Από μεταγενέστερες εποχές σώζονται πήλινα ειδώλια με μορφές Δήμητρας και Κόρης οι οποίες μοιράζονται με ανάλογο τρόπο ένα κοινό ένδυμα, επίβλημα ή πέπλο. Ο κοινός πέπλος έχει την έννοια της προστασίας και της προφύλαξης, τον φορούν μορφές ενωμένες με ιερό δεσμό και λειτουργεί σαν αποτροπαϊκό σύμβολο που τις απομονώνει από τον κόσμο και συγχρόνως τις προφυλάσσει.

Μια εξαίρετη ανδρική κεφαλή από ελεφαντόδοντο προέρχεται από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών. Η μορφή έχει επιμελημένη κόμμωση, με καλά στρωμένα μαλλιά που μοιάζουν με περούκα, και φορά χαμηλό διάδημα. Τα μάτια είναι τονισμένα με ανάγλυφο περίγραμμα, το στόμα στενό και η έκφραση έντονη, ρεαλιστική και ελαφρώς μελαγχολική, τόσο που σχεδόν θυμίζει τα ρωμαϊκά πρότυπα. Στα αυτιά έχει τρύπες, όπως έχουν τα πήλινα ειδώλια των θεοτήτων για να εισακούουν τις προσευχές. Ίσως το κεφάλι να ήταν σφηνωμένο σε ξύλινο σώμα, οπότε θα πρόκειται για ειδώλιο θεού. Η κεφαλή αυτή παρουσιάζει ορισμένα ανατολικά χαρακτηριστικά, κυρίως στην απόδοση της κόμμωσης και στο ανάγλυφο πλαίσιο των ματιών, γι' αυτό και έχει γίνει η υπόθεση ότι ίσως προέρχεται από κάποια ανατολική περιοχή, τούτο όμως δεν είναι διόλου βέβαιο γιατί τα μυκηναϊκά ελεφαντοστά παρουσιάζουν πολλά ανατολικά στοιχεία.

Από την ΥΕ ΙΙΙ περίοδο σώζονται και άλλα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο: λαβές από καθρέφτες, κτένια, σπαράγματα από λύρες και ανάγλυφα πλακίδια που θα ήταν ενθέσεις σε διάφορα έπιπλα. Τα πλακίδια ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Ορισμένα είναι τελείως επίπεδα, που σημαίνει ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για κανονική ένθεση, δηλαδή είχε ανοιχτεί στο ξύλο του επίπλου μια κοιλότητα ακριβώς στο σχήμα τους, ενώ άλλα που έχουν έξεργο ανάγλυφο ήταν απλώς επικολλημένα στο έπιπλο. Και στις δύο περιπτώσεις οι λεπτομέρειες δηλώνονται με εγχάραξη. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στην ποιότητα των ελεφαντοστών του Αιγαίου στο τελευταίο μισό του 14ου και στον 13ο αι. π.Χ. Γενικά μετά το 1300 π.Χ. πολλές τοπικές τεχνοτροπίες εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο. Σ' ένα πλακίδιο από τις Μυκήνες εικονίζεται κεφαλή πολεμιστή που φορά το χαρακτηριστικό μυκηναϊκό οδοντόφρακτο κράνος. Πέντε σειρές οδόντων σχηματίζουν τον πίλο και οκτώ την παραγναθίδα, ενώ ο αυχένας προστατεύεται από τρεις ζώνες λοξότμητες με κατακόρυφες οδοντώσεις. Το μέτωπο περισφίγγεται με τη στεφάνη, από την οποία κρέμονται ελικοειδείς διακοσμητικοί βόστρυχοι. Στην κορυφή του κράνους, δισκοειδές κουμπί που διακοσμείται με ρόδακα.  Η κεφαλή εικονίζεται σε κατατομή. Το ανάγλυφο είναι ισχυρό και πλησιάζει σε πολλά σημεία, όπως στο στόμα και τη μύτη, το ολόγλυφο έργο. Σε άλλο παρόμοιο πλακίδιο από τα Σπάτα, ο πολεμιστής εικονίζεται σε κατατομή και φορά κερασφόρο οδοντόφρακτο κράνος τοποθετημένο ψηλά, στην κορυφή σχεδόν της κεφαλής. Το παχουλό πιγούνι, τα γεμάτα μάγουλα, το αμυγδαλόσχημο μάτι με το έντονο ανάγλυφο περίγραμμα, δίνουν στη φυσιογνωμία μια συγγένεια με ανατολικές μορφές. Το κράνος αποτελείται από τέσσερις σειρές οδόντων στον κωνικό πίλο και πέντε στην παραγναθίδα με εναλλάξ κατακόρυφες και οριζόντιες οδοντώσεις. Ο αυχένας προστατεύεται με τρεις σειρές κατακόρυφες οδοντώσεις.

Από την "Οικία των Σφιγγών" στις Μυκήνες, όπου λειτουργούσε εργαστήριο ελεφαντουργίας, προέρχεται μεταξύ άλλων και μια σειρά από ανάγλυφα πλακίδια που απεικονίζουν σφίγγες σε εραλδική διάταξη. Σ' ένα καλά διατηρημένο πλακίδιο εικονίζονται δύο σφίγγες σε επίσημη στάση, ακουμπούν τα μπροστινά τους πόδια στο επάνω μέρος ενός κιονίσκου, εκατέρωθεν του οποίου υπάρχει μια σειρά από κέρατα καθοσιώσεως, που υποδηλώνουν βωμό. Η όλη διάταξη του θέματος θυμίζει το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων. Οι δύο μορφές φορούν χαμηλά καλύμματα κεφαλής με λοφίο. Ατενίζουν η μία την άλλη με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας στο οποίο διακρίνεται ανατολική επίδραση, όπως σχεδόν σε όλα τα ελεφαντουργήματα της περιόδου αυτής. Οι μυικές λεπτομέρειες είναι βαθιά σμιλεμένες, τα φτερά είναι μεγάλα και γεμίζουν με έναν ευχάριστο διακοσμητικό τρόπο το βάθος. Το υλικό έχει μια μεταλλική στιλπνότητα που δείχνει προχωρημένη γνώση της τεχνικής, αλλά το πλάσιμο είναι κάπως στεγνό και η εικόνα επίπεδη. Το πλακίδιο είναι ένα χαρακτηριστικό έργο του τέλους της Μυκηναϊκής εποχής: παρουσιάζει κομψή και επιμελημένη εκτέλεση, ενώ συγχρόνως η τυποποίηση του θέματος και των μορφών είναι αρκετά εμφανής.

Στη Δήλο, σ' έναν αποθέτη κάτω από το Αρτεμίσιο, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκε ένα πλακίδιο από ελεφαντόδοντο που αποτελούσε ίσως τμήμα της διακόσμησης ενός επίπλου που ανήκε σε ιερό. Εικονίζεται ένας πολεμιστής που κρατά μια πελώρια οκτώσχημη ασπίδα και ένα μεγάλο ακόντιο και φορά οδοντόφρακτο κράνος. Τα βαριά και άκομψα μέλη του σώματος και η χοντρή μύτη δημιουργούν την εντύπωση ότι ο πολεμιστής είναι ίσως από την Ανατολή, ο οπλισμός του όμως είναι κρητομυκηναϊκός, καθώς επίσης και το ένδυμά του, το μινωικό περίζωμα. Η λεπτή μέση δείχνει επίσης αιγαιακή καταγωγή. Ο τεχνίτης όμως προφανώς είχε έρθει σε επαφή με την ανατολική τέχνη γιατί στο έργο αυτό, όπως και σε άλλα αντικείμενα από ελεφαντοστό, διακρίνεται ανατολική επίδραση. Η επίσημη, αρχηγική στάση του πολεμιστή, με το τεντωμένο οπλισμένο χέρι και το κεφάλι ριγμένο πίσω, ενέχει την υπερβολή και μια σχετική θεατρικότητα, αλλά είναι δύσκολο να διευκρινισθεί αν πρόκειται για θεϊκή μορφή ή για απλό λατρευτή. Το πλακίδιο χρονολογείται στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, όταν η οκτώσχημη ασπίδα δεν ήταν πια σε χρήση, τουλάχιστον για πολεμικούς σκοπούς. Είναι πιθανό ότι ο καλλιτέχνης θέλησε να απεικονίσει είτε μια θεϊκή μορφή, ή έναν Μυκηναίο λατρευτή με τον παραδοσιακό του οπλισμό. Εάν ληφθεί όμως υπόψη ότι για την κατασκευή ενός οδοντόφρακτου κράνους χρειάζονταν 60-80 χαυλιόδοντες κάπρου (δηλαδή 30-40 ζώα), γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το εξάρτημα αυτό χαρακτηρίζει μια κοινωνικά καθορισμένη κατηγορία πολεμιστών.

Ορισμένα ελεφαντοστέινα αντικείμενα έχουν μια έμπνευση μάλλον φτωχή και θεωρούνται έργα περιφερειακών εργαστηρίων, όπως ένα πλακίδιο που προέρχεται από θαλαμωτό τάφο στα Σπάτα, στο οποίο εικονίζεται πάλη λέοντος και ταύρου, παλαιό θέμα, γνωστό και από τη σφραγιδογλυφία. Το κεφάλι του λιονταριού αποδίδεται εντελώς κάθετα στο σώμα του. Η στυλιζαρισμένη μύτη σχεδιάζεται με δύο ανάγλυφες παράλληλες γραμμές που τυλίγονται γύρω από τα μάτια. Γίνεται εδώ με σαφήνεια αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο η μυκηναϊκή τέχνη ονομάζεται εραλδική: το λιοντάρι εντάσσεται σαν σύμβολο, σαν έμβλημα μέσα στη σύνθεση. Ο ταύρος είναι πλαστικότερος, με σωστά αποδοσμένη μυολογία. Σηκώνει το ένα μπροστινό πόδι, ενώ τα οπίσθια μέλη λυγίζουν βαριά και η ουρά χτυπάει στον αέρα. Παρατηρούμε μια διαφοροποίηση της τεχνοτροπίας ανάμεσα στην απόδοση του λιονταριού και του ταύρου: ο ταύρος ανήκει στον μινωικό κύκλο ενώ το λιοντάρι προέρχεται από διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση. Η εργασία είναι πολύ προσεγμένη, αλλά το ανάγλυφο είναι χαμηλό και το σχέδιο, λίγο στεγνό, απομακρύνεται από τη φυσιοκρατική αντίληψη, κυρίως όσον αφορά την απόδοση του λιονταριού. Τα σώματα των ζώων έχουν σχεδιασθεί με φαρδιές, επίπεδες, πλανισμένες επιφάνειες, χωρίς φροντίδα να αποδοθούν οι όγκοι με φυσικότητα. Η τεχνοτροπία εδώ παρουσιάζει σκληρότητα και ακαμψία και αν συγκρίνουμε το πλακίδιο αυτό με τα καλύτερα της Κνωσού ή των Μυκηνών, αντιλαμβανόμαστε τον βαθμό της σχηματοποίησης που έχει υποστεί η μυκηναϊκή τέχνη κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 21 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.