Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Κνωσός PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τρίτη, 04 Νοέμβριος 2008 09:10

Το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού κτίστηκε γύρω στο 2000 π.Χ. στο νότιο άκρο της μεσομινωικής πόλης και καταστράφηκε από σεισμό στο 1900 π.Χ.

Το ανάκτορο

Στη θέση του κτίστηκε σχεδόν αμέσως ένα νέο, λαμπρότερο ανάκτορο, που υπέστη όμως μία δεύτερη καταστροφή το 1700 π.Χ. Μετά τη δεύτερη καταστροφή του δεν εγκαταλείφθηκε, όπως τα υπόλοιπα ανάκτορα της Κρήτης, αλλά συνέχισε να κατοικείται και κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Κνωσού από τους Μυκηναίους, ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της μυκηναϊκής επικράτειας.Το ανάκτορο της Κνωσού είναι το μεγαλύτερο στη μινωική Κρήτη. Συγκεκριμένα είναι κατά δύο φορές μεγαλύτερο από το ανάκτορο της Φαιστού και των Μαλλίων, τέσσερις φορές από εκείνο της Ζάκρου και επτά φορές από το ανακτορικό κέντρο των Γουρνιών. Σε αντίθεση από τη Φαιστό και τα Μάλια, που παρουσιάζουν ενιαίο σχεδιασμό, το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού δεν φαίνεται να έχει κτιστεί σε μία σύντομη περίοδο, αλλά σε διαδοχικά στάδια, ίσως με την ενοποίηση σημαντικών κτιρίων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι, ενώ παρατηρείται πολύ συχνά η χρήση γωνιών και ψευδοεισόδων. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του σύλληψη, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου.

 

Όπως και στα άλλα μινωικά ανάκτορα, τα διαμερίσματα του ανακτόρου της Κνωσού αναπτύσσονται γύρω από μία μεγάλη κεντρική αυλή. Στη βόρεια και δυτική πλευρά βρίσκεται η δυτική αυλή και ο θεατρικός χώρος. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του ανακτόρου γινόταν από τρεις εισόδους που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά. Στις πτέρυγες γύρω από την κεντρική αυλή υπήρχαν δωμάτια διαφόρων χρήσεων, όπως ιδιωτικά διαμερίσματα, χώροι υποδοχής, αποθήκες, εργαστήρια και ιερά, ενώ ο προσδιορισμός της χρήσης πολλών από τους χώρους δεν είναι ακόμη σίγουρος. Η δυτική πτέρυγα είναι καλά διατηρημένη και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη πτέρυγα του ανακτόρου της Φαιστού, ενώ η ανατολική σώζεται σε κακή κατάσταση. Το ανατολικό τμήμα καταλαμβανόταν από χώρους εργαστηριακούς και αποθηκών. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως τα κλιμακοστάσια, οι ογκώδεις κίονες και το πεσμένο οικοδομικό υλικό δείχνουν ότι υπήρχε δεύτερος ή ίσως και τρίτος όροφος.

Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού οδηγούσαν τρεις είσοδοι, η βόρεια, η δυτική και η νότια. Η βόρεια είσοδος οδηγούσε στο ανάκτορο από το θεατρικό χώρο. Στη δυτική είσοδο βρισκόταν μάλλον ένα φυλάκιο, όπου γινόταν ο έλεγχος των εισερχομένων. Από εκεί ξεκινούσε κι ένας διάδρομος με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, που οδηγούσε στους κεντρικούς χώρους του ανακτόρου. Η δυτική είσοδος είχε εκτός από λειτουργική και τελετουργική χρήση. Από αυτήν εισέρχονταν οι επισκέπτες που προσέφεραν τιμές στον άνακτα ή την αρχιιέρεια. Μία τέτοια σκηνή αναπαριστά η τοιχογραφία του πομπικού διαδρόμου, όπου απεικονίζονται επισκέπτες, οι οποίοι προχωρώντας κατά μήκος του διαδρόμου φέρουν πολύτιμα δώρα στον άνακτα ή τη θεά του λαβύρινθου.

Η κύρια νοτιοδυτική είσοδος, που θα πρέπει να ήταν πολύ επιβλητική, καλυπτόταν από ένα στέγαστρο με περιστύλιο. Στην τοιχογραφία του νότιου πρόπυλου απεικονίζονται κατ' ανάλογο τρόπο με τη δυτική είσοδο οι φέροντες κύπελλα.

Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού βρισκόταν η κεντρική αυλή, στην οποία είχαν θέα και πρόσβαση τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Σε όλη την επιφάνεια της αυλής ανυψωμένοι και διασταυρούμενοι διάδρομοι οδηγούσαν τον επισκέπτη σε διαφορετικά σημεία του ανακτόρου. Οι διάδρομοι αυτοί ερμηνεύτηκαν ως απλοί τρόποι πρόσβασης στο εσωτερικό του ανακτόρου αλλά και ως τελετουργικοί διάδρομοι στις διάφορες κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις.

Η κατασκευή της δυτικής αυλής του ανακτόρου της Κνωσού τοποθετείται χρονολογικά στην Μεσομινωική ΙΙ περίοδο. Η αυλή διασχίζεται από ανυψωμένους διαδρόμους και φθάνει ως στο θεατρικό χώρο, περνώντας από τη δυτική πρόσοψη του παλαιού ανακτόρου. Στα μισά αυτής της απόστασης υπάρχει η βάση ενός βωμού. Σ' αυτή την πλευρά βρισκόταν και η κυρία είσοδος του ανακτόρου. Το υπερυψωμένο πλακόστρωτο της δυτικής αυλής οδηγούσε τον επισκέπτη στη δυτική είσοδο ή στο θεατρικό χώρο.

Στη δυτική αυλή δεσπόζει η πρόσοψη του νέου ανακτόρου, στην οποία διατηρούνται και ορισμένοι δόμοι της πρόσοψης του παλαιού. Σ' αυτό το σημείο φαίνεται ότι η πρόσοψη του νέου ανακτόρου μετατέθηκε ελαφρά προς τα πίσω και μπροστά της τοποθετήθηκε ένας βωμός. Η δυτική πρόσοψη κατασκευάστηκε από γυψολιθικές πλάκες υλικό που είχε προφανώς μεταφερθεί εκεί από το γειτονικό λόφο Γυψάδες. Οι δόμοι ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ του με ξυλοδεσιά και σε μερικούς από αυτούς εντοπίστηκαν χαράγματα διπλών πελέκεων και άλλων ιερών συμβόλων.

Στη δυτική αυλή του ανακτόρου αλλά και στο βόρειο άκρο του βρίσκονται τρεις πανομοιότυπες λίθινες κατασκευές , που λόγω του κυκλικού σχήματος τους ονομάζονται κουλούρες. Στον πυθμένα τους διακρίνονται ακόμη τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τελευταίας Προανακτορικής περιόδου. Στο εσωτερικό των κατασκευών αυτών βρέθηκαν μόνον όστρακα και άλλα συνηθισμένα απορρίμματα του οικισμού, έτσι ώστε να μην παρέχονται σαφείς πληροφορίες για τη χρήση τους. Οι κουλούρες που υπάρχουν και στο ανάκτορο των Μαλίων, ήταν μάλλον σιταποθήκες.

Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού είναι το νοτιοανατολικό, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Evans ως συγκρότημα ιδιωτικών διαμερισμάτων ή και κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα αυτής της πτέρυγας ονομάζεται μέγαρο της βασίλισσας. Σε αυτό ανήκαν μερικά μικρότερα δωμάτια, ένα λουτρό και μία τουαλέτα. Οι τοίχοι του κυρίου δωματίου ήταν διακοσμημένοι με αλαβάστρινες επενδύσεις και τοιχογραφίες. Ένα σύμπλεγμα μικρότερων δωματίων στη νότια πλευρά του μεγάρου της βασίλισσας, που διέθετε δύο λουτρά, χαρακτηρίζεται ως χώρος φιλοξενίας επισκεπτών.

Η αίθουσα του θρόνου της Κνωσού βρίσκεται στη βόρεια πλευρά των ιερών διαμερισμάτων. Η είσοδος σε αυτήν γινόταν από την κεντρική αυλή με ένα τετραπλό πολύθυρο και τέσσερα σκαλιά.. Στη μία μακριά πλευρά της αίθουσας αυτής δέσποζε ένας λίθινος θρόνος, που είχε κατασκευαστεί έτσι ώστε να μιμείται ξύλο. Μια τοιχογραφία παρουσίαζε ένα ζευγάρι γρύπες να πλαισιώνουν το θρόνο. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών, υποδηλώνει τον ιερό χαρακτήρα του χώρου. Η αίθουσα του θρόνου αποτελεί ένα μοναδικό εύρημα με καθαρά μινωικό χαρακτήρα, αν και παρατηρούνται ομοιότητες με το μυκηναϊκό μέγαρο, όπως είναι γνωστό από το ανάκτορο της Πύλου. Ο θρόνος θεωρήθηκε ο θρόνος του Μίνωα και η αίθουσα του θρόνου ως η αίθουσα ακροάσεων των υπηκόων. Νεότερες ερμηνείες ωστόσο, που λαμβάνουν υπόψη το θεοκρατικό χαρακτήρα της ηγεσίας στη Μινωική Κρήτη, τείνουν να χαρακτηρίσουν το θρόνο ως ιερατικό και όχι ως θρόνο του μινωίτη ηγέτη.

Όλα τα μινωικά ανάκτορα διέθεταν ειδικά σχεδιασμένους χώρους για την αποθήκευση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, που συλλέγονταν από την επαρχία. Οι ανακτορικές αποθήκες ήταν στενοί χώροι σε παράλληλη διάταξη, γεμάτοι από τεράστια πιθάρια και βρίσκονταν συνήθως στη δυτική ισόγεια πτέρυγα, κοντά στην είσοδο. Κατά μία άποψη, ή θέση των αποθηκών στη δυτική αυλή δεν ήταν τυχαία, αλλά στόχευε έμμεσα στην επίδειξη του οικονομικού κύρους, κατά τις συγκεντρώσεις του πλήθους στο θεατρικό χώρο. Οι αποθήκες αυτές συνδέονταν με ένα διάδρομο ο οποίος διέθετε ένα ευρύχωρο προθάλαμο, όπου γινόταν ίσως ο έλεγχος των προϊόντων και η αρχειοθέτηση.

Οι πιο εκτεταμένες αποθήκες που έχουν βρεθεί σε μινωικό ανάκτορο είναι αυτές της Κνωσού, όπου υπολογίζεται ότι υπήρχαν συνολικά 420 πιθάρια (με χωρητικότητα 246.000 λίτρα περίπου) και ερμάρια για τη φύλαξη των πολύτιμων προϊόντων. Στη δυτική πτέρυγα, ένας μακρύς διάδρομος, παράλληλος με τον άξονα της κεντρικής αυλής, συνέδεε πολλές στενόμακρες αποθήκες.

Οι αποθήκες, όπου συγκεντρωνόταν όλο μάλλον το αγροτικό πλεόνασμα της επικράτειας των ανακτόρων, όπως και άλλα πολύτιμα αγαθά με εμπορική αξία, φανερώνουν το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της ανακτορικής οικονομίας. Το οργανωμένο σύστημα αποθήκευσης, εξυπηρετούσε και την πληρωμή φόρων των πολιτών, που γινόταν, όπως και όλες οι υπόλοιπες συναλλαγές, σε είδος.

Εκτός από τους χώρους στο εσωτερικό των ανακτόρων, αποθήκες σιτηρών θεωρούνται και οι χαρακτηριστικές κατασκευές, που ονομάζονται κουλούρες και είναι γνωστές από τις αυλές του ανακτόρου της Κνωσού και των Μαλίων. Αυτές οι κατασκευές, αν και το περιεχόμενό τους δεν οδηγεί σε σαφείς ερμηνείες, αναφέρονται συχνά ως μία πρώιμη μορφή αποθηκών που θυμίζει τις αιγυπτιακές σιταποθήκες.

Το μωσαϊκό της πόλης

Το αρχαιότερο μέχρι στιγμής εύρημα που μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα της μινωικής πόλης είναι το μωσαϊκό της πόλης, ένα σύνολο από πλακίδια φαγεντιανής που βρέθηκαν στον ιερό αποθέτη της Κνωσού. Τα πλακίδια αυτά ήταν μάλλον τοποθετημένα επάνω σε μία πλάκα από φθαρτό υλικό ή ίσως σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Κάθε ένα απεικονίζει την πρόσοψη ενός σπιτιού και τα σύνολό τους θα απεικόνιζε μια μινωική πόλη. Μερικά άλλα πλακίδια που ανήκαν στο ίδιο σύνολο απεικόνιζαν ζώα, δέντρα και θαλάσσια κύματα, πράγμα που σημαίνει ότι στη σύνθεση είχαν συμπεριληφθεί και τμήματα του φυσικού περίγυρου και της ζωής στην πόλη.


Google Map

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 14 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.