echo $parameters['introduction'] ?>
(George's Site)
Η ανθρώπινη μορφή στο έλεος του χρωστήρα |
![]() |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Κυριακή, 27 Οκτώβριος 2013 18:40 |
Βασική μεταποιητική δραστηριότητα στις Κυκλάδες, που άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας π.Χ., ήταν η εξόρυξη μεταλλευμάτων και η κατεργασία των μετάλλων. Η δραστηριότητα αυτή επέβαλε την συγκέντρωση πληθυσμών σε οικισμούς, όπου αναγκαστικά διαμορφώθηκαν νέες κοινωνικές δομές και νέοι θεσμοί. Η διαχείριση κοινοτικών προβλημάτων (π.χ. στέγαση, ύδρευση, αποχέτευση) απαιτούσε κεντρικό σχεδιασμό, συλλογική προσπάθεια και συντονισμό, που, ως μέριμνα της ευρύτερης κοινότητας, έφερε σε δεύτερη μοίρα τον ρόλο του ατόμου. Κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες διαβίωσης διαμορφώθηκαν πνευματικές ανησυχίες, οράματα και προσδοκίες, τις οποίες η παραδοσιακή γλυπτική αδυνατούσε να εκφράσει.
Η συνεχώς αναπτυσσόμενη μεταλλουργία και η αυξανόμενη ζήτηση των προϊόντων πολύ πέραν των Κυκλάδων (π.χ. στην Κρήτη), έδωσε έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές μετατοπίζοντας σταδιακά το κέντρο βάρους της κυκλαδικής οικονομίας προς τον τριτογενή τομέα, στην παροχή υπηρεσιών. Δεν είναι δε τυχαίο ότι σ’ αυτόν τον τομέα οι νησιώτες του Αιγαίου όχι μόνο διακρίθηκαν αλλά και μεγαλούργησαν, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για τον πολιτισμό που πολύ αργότερα αποκλήθηκε Ελληνικός. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του τομέα ενθάρρυνε την ίδρυση παράκτιων οικισμών, μερικοί από τους οποίους, χάρη στην στρατηγικής σημασίας θέση τους, εξελίχτηκαν σε λιμάνια που ακμάζουν μέχρι σήμερα, όπως η Γκρόττα στη Νάξο και η Παροικιά στην Πάρο. Άλλων παρόμοιων οικισμών, όπως της Αγ. Ειρήνης στην Κέα, της Φυλακωπής στην Μήλο και του Ακρωτηρίου στη Θήρα, η ακμή υπήρξε συγκυριακή και γι’ αυτό η διάρκειά τους ήταν περιορισμένη. Οι παράκτιοι οικισμοί έγιναν κέντρα διακίνησης αγαθών και πόλοι έλξης εξειδικευμένων τεχνιτών, όπως ξυλουργών, ναυπηγών, μεταλλουργών κλπ., αλλά και πληρωμάτων για τα πλοία της εποχής. Μάλλον δε αυτή η συγκέντρωση πληθυσμών συνέβαλε, ώστε στους οικισμούς αυτούς η διαδικασία προς τον εξαστισμό ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και εξελίχθηκε με γοργότερους ρυθμούς από ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι θεσμοί και οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν στις πρωτοαστικές αυτές κοινότητες απαιτούσαν νέα μέσα και νέους τρόπους προκειμένου τα ιδεολογικά μηνύματα να φτάνουν σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και προσφορότερο όχημα για τον σκοπό αυτό ήσαν τα καθημερινά πήλινα σκεύη, η μαζική παραγωγή των οποίων τα καθιστούσε προσιτά σε όλους. Η γραπτή δε διακόσμηση αυτών των σκευών, οικεία στην Κυκλαδική κοινωνία τουλάχιστον από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., ήταν ο καλύτερος τρόπος μετάδοσης μηνυμάτων. Πράγματι, με απλή αλλαγή στο θεματολόγιο της αγγειογραφίας και τη σταδιακή μετατροπή της από αφηρημένη/γεωμετρική σε εικονιστική/παραστατική, ο χρωστήρας έγινε το κατ’ εξοχήν μέσον εικαστικής έκφρασης για τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Ευθύς εξ αρχής δε με τον λεγόμενο «πρώιμο αμαυρόχρωμο ρυθμό» το θεματολόγιο πλουτίστηκε με εικονιστικά θέματα, στα οποία περιλαμβάνονταν και ανθρώπινες μορφές. Καθώς δείχνουν οι ποικίλες προσεγγίσεις για την απόδοσή της, η ανθρώπινη μορφή αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο σπουδής και στον αμαυρόχρωμο ρυθμό. Αρχικά πολύ σχηματική και «ραβδοειδής» (stick figure) πήρε το σχήμα Χ, από το οποίο πιθανώς προέκυψε ο «κλεψυδροειδής τύπος» (“hour glass type”), ο οποίος, καθώς δείχνουν η ευρεία διάδοση και η ποικιλία των παραλλαγών του υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Αποβάλλοντας σταδιακά την αυστηρά γεωμετρική τους απόδοση οι μορφές παριστάνονται ανοιχτόχρωμες ή σκοτεινόχρωμες, ανάλογα με την επιφάνεια του αγγείου, και μόνο με τον κορμό κατ’ ενώπιον. Κεφάλι, χέρια και πόδια εικονιζόμενα εκ του πλαγίου αποτελούν, μαζί με άλλα συμπληρωματικά στοιχεία, τα κατ’ εξοχήν μέσα για την απόδοση κίνησης ή δράσης.
Σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε μικρά όστρακα από το Ακρωτήρι, οι μορφές παριστάνονται περισσότερο σαρκώδεις, ενώ σε άλλα όστρακα, επίσης από το Ακρωτήρι, οι αφύσικες στάσεις, στις οποίες παριστάνονται οι μορφές, θυμίζουν τα αδρανή σώματα των πνιγμένων από την μεταγενέστερη Μικρογραφική Ζωφόρο της Δυτικής Οικίας. Χωρίς αμφιβολία, η πρωτοποριακή αυτή σκηνή με αδρανή ανθρώπινα σώματα αποκαλύπτει την αέναη προσπάθεια και τους πειραματισμούς των αγγειογράφων του «πρώιμου αμαυρόχρωμου ρυθμού» να αφηγηθούν περιστατικά, αδιακρίτως του αν αυτά ήσαν πραγματικά ή φανταστικά.
Το εξωτικό περιβάλλον που υποδηλώνεται από το ρόδι και τον γρύπα, πιθανώς αποβλέπει στην απεικόνιση σκηνής μυθικού επεισοδίου μάλλον ανατολικής προελεύσεως. Στον ίδιο ρυθμό αλλά περισσότερο ρεαλιστική και σύνθετη είναι η παράσταση που καλύπτει ολόκληρη τη μια πλευρά ασαμίνθου: σε ορεινό τοπίο κατάσπαρτο από ανθισμένους κρόκους πουλιά και τετράποδα τρέπονται σε φυγή προς τα δεξιά, πιθανώς τρομαγμένα από την εμφάνιση μιαςανδρικής μορφής στα αριστερά. Δυστυχώς το άνω μέρος της μορφής δεν έχει σωθεί καθιστώντας δυσχερή τη διάγνωση του ρόλου της. Παρά τη δεσπόζουσα θέση που είχε η γυναικεία μορφή, η απεικόνιση ανδρών, αν και σπάνια, δεναπουσιάζει από τα μαρμάρινα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια. Αντίθετα, στη μεσοκυκλαδική εικονιστική αγγειογραφία η παντελής απουσία της γυναικείας μορφής είναι κραυγαλέα. Ίσως εδώ θα μπορούσε να δει κανείς τη διαφορετική θέση που επεφύλασσε η αντίστοιχη κοινωνία σε κάθε φύλο. Προφανώς στα απομονωμένα γεωργοκτηνοτροφικά νοικοκυριά της Ο πλούτος και η ευμάρεια που αποκτήθηκαν κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο διαμόρφωσαν κοινωνίες με νοοτροπία αστική και χαρακτήρα καταναλωτικό. Μιας τέτοιας κοινωνίας μοναδική εικόνα διέσωσαν οι συγκυρίες στο Ακρωτήρι της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Η πληθώρα –ακόμη και εισηγμένων– καταναλωτικών αγαθών, η μνημειώδης ιδιωτική αρχιτεκτονική με μοναδικές ανέσεις, όπως οι χώροι υγιεινής και η εξεζητημένη επίπλωση, και πάνω από όλα ο τοιχογραφικός διάκοσμος των σπιτιών, αποκαλύπτουν μιαν άμιλλα επίδειξης πλούτου και κοινωνικής θέσης ανάμεσα στα μέλη της Θηραϊκής κοινωνίας. Η αγγειογραφία βεβαίως δεν έπαψε να αποτελεί το φτηνό μέσον κάλυψης των αισθητικών απαιτήσεων της κοινωνίας στην καθημερινότητά της. Εικόνες χλωρίδας και πανίδας εξακολούθησαν να αποτελούν πηγή έμπνευσης των αγγειογράφων. Η ανθρώπινη μορφή όμως έπαψε να είναι αντικείμενο του χρωστήρα τους. Η εισαγωγή του ασβέστη στην αρχιτεκτονική έδωσε την δυνατότητα στα μέλη της κοινότητας του Ακρωτηρίου να αναδείξουν την κοινωνική τους θέση και να προβάλουν το κύρος μέσα από τον τοιχογραφικό διάκοσμο του σπιτιού τους. Μέσα στον διάκοσμο αυτόν κυρίαρχη θέση πήρε και η ανθρώπινη μορφή, μέσω της οποίας αναδείχτηκε και η προσωπικότητα του ατόμου. Η μεταφορά της ανθρώπινης μορφής από τα ταπεινά σκεύη στον μεγαλοπρεπή τοίχο του σπιτιού αναδείκνυε περίτρανα την αξία που η κοινωνία πιθανώς προσέδιδε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η εικόνα στον τοίχο δεν κινδύνευε πλέον να ποδοπατηθεί, όπως μπορούσε να συμβεί με το σπάσιμο εικονογραφημένων αγγείων. Ο σεβασμός που η θηραϊκή κοινωνία τρέφει προς τον άνθρωπο αναδεικνύεται με την ισότιμη θέση που η τοιχογραφία επιφυλάσσει στα εικονιζόμενα πρόσωπα αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. Η διάκριση των φύλων γίνεται με την ενδυμασία, την κόμμωση και την απόδοση ανατομικών λεπτομερειών (στήθη, γεννητικά όργανα). Μια διάκριση, που μάλλον έχει ιδεολογικό περιεχόμενο, γίνεται στον τρόπο απεικόνισης νεανικών μορφών, ώσπου να περάσουν στην κατάσταση του ενηλίκου, προφανώς μέσα από ειδικές διαδικασίες μύησης: τα αγόρια εικονίζονται πάντοτε γυμνά, ενώ τα κορίτσια παριστάνονται πάντοτε ντυμένα. Ο παγιωμένος αυτός κανόνας φαίνεται ότι εκφράζει αντίληψη, η οποία φαίνεται να επιβιώνει ως τις μέρες μας: στις παραλίες το καλοκαίρι τα αγοράκια παίζουν ολόγυμνα, αλλά σπάνια βλέπουμε κοριτσάκια χωρίς bikini! (Περιληψη από ομιλια του Χρίστου Γ. Ντούμα) |
LAST_UPDATED2 |