Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Home Ιστορία Κλασική Περίοδος Πελοποννησιακός πόλεμος 19ο Έτος (413 π.Χ.) Η επιχείρηση εναντίον της Σικελίας (Α' μέρος)
Η επιχείρηση εναντίον της Σικελίας (Α' μέρος) PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Παρασκευή, 07 Νοέμβριος 2008 09:43

Την άνοιξη έφτασε ο Γύλιππος με στρατό - ότι είχε μπορέσει να συγκεντρώσει από τη καθεμιά από τις πολιτείες που είχε κατορθώσει να πείσει. Συγκάλεσε τους Συρακούσιους και τους είπε ότι ήταν ανάγκη να επανδρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα καράβια και ν' αποπειραθούν να ναυμαχήσουν.

Ήλπιζε ότι έτσι θα πετύχαινε αποτελέσματα τόσο ευνοϊκά για την εξέλιξη του πολέμου, ώστε άξιζε να διατρέξει τον κίνδυνο αυτό. Το ίδιο υποστήριζε και ο Ερμοκράτης, λέγοντάς τους να μη φοβούνται επειδή θ' αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους κατά θάλασσα και πρόσθεσε και ότι ούτε εκείνοι είχαν από τους πατέρες τους την εμπειρία της θάλασσας, ούτε είχαν για πάντα εξασφαλισμένη τη ναυτική υπεροχή.

Όταν ετοιμάστηκε το ναυτικό, ο Γύλιππος έβγαινε, νύχτα, όλο το στρατό του με σκοπό να χτυπήσει τα τείχη του Πλημμυρίου ενώ, μ' ένα σύνθημα, θα προχωρούσαν τα καράβια των Συρακουσίων, τριάντα πέντε από το μικρό λιμάνι (όπου είχαν τον ναύσταθμό τους) που θα περιπλέαν το νησί, θα έσμιγαν με τ' άλλα και θα έκαναν επίθεση εναντίον του Πλυμμυρίου, ώστε, με τη διπλή επίθεση, να προκληθεί σύγχυση στους Αθηναίους. Αυτοί, όμως, επάνδρωσαν γρήγορα εξήντα καράβια και με τα είκοσι πέντε ναυμάχησαν εναντίον των τριάντα πέντε των Συρακουσίων, τα οποία έρχονταν από το μεγάλο λιμάνι. Με τα υπόλοιπα, βγήκαν ν' αντιμετωπίσουν τα καράβια που από το ναύσταθμο παράπλεαν το νησί. Εναυμάχησαν αμέσως στο στόμιο του μεγάλου λιμανιού, πολεμώντας πολλή ώρα. Οι Συρακούσιοι προσπαθούσαν να περάσουν την είσοδο του λιμανιού και οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν.

Στο μεταξύ καθώς οι Αθηναίοι του Πλημμυρίου είχαν κατέβει στην ακροθαλασσιά και είχαν όλη τους την προσοχή συγκεντρωμένη στη ναυμαχία, ο Γύλιππος τους πρόφτασε και, κάνοντας αιφνιδιαστική επίθεση στα φρούρια, κυρίεψε πρώτα το κυριότερο και ύστερα τα δύο μικρότερα που δεν υα υπερασπίστηκαν οι φρουρές όταν είδαν ότι το μεγαλύτερο είχε εύκολα κυριευτεί. Όσοι ήσαν στο πρώτο φρούριο όταν κυριεύτηκε, έτρεξαν στα καράβια και σ' ένα φορτηγό και με δυσκολία κατάφευγαν στο στρατόπεδο και τούτο επειδή ο στόλος των Συρακουσίων, στο μεγάλο λιμάνι, νικούσε στη ναυμαχία κ' ένα ταχύπλοο καράβι κυνηγούσε αδιάκοπα το φορτηγό. Όταν τα δύο μικρότερα φρούρια έπεσαν, όσοι έφυγαν απ' αυτά μπόρεσαν πιο εύκολα να ξεφύγουν, παραπλέοντας την ακτή, και τούτο επειδή, στο μεταξύ, οι Συρακούσιοι άρχισαν να υποχωρούν. Και πραγματικά, τα καράβια των Συρακουσίων που ναυμαχούσαν στο στόμιο του μεγάλου λιμανιού, αφού απώθησαν τ' αθηναϊκά, όρμησαν με μεγάλη αταξία και, από την ταραχή που δημιούργησαν μεταξύ τους, παράδωσαν τη νίκη στους Αθηναίους που τα έτρεψαν σε φυγή, τόσο αυτά όσο και τα άλλα τα οποία τους είχαν πρωτύτερα νικήσει μέσα στο λιμάνι. Βούλιαξαν έντεκα καράβια των Συρακουσίων και σκότωσαν τους περισσότερους από τους ναύτες, εκτός από τα πληρώματα τριών καραβιών που τα έπιασαν ζωντανά. Τρία δικά τους καράβια βυθίστηκαν. Πήραν τα ναυάγια των Συρακουσίων κι αφού έστησαν τρόπαιο επάνω στο νησάκι που βρίσκεται κοντά στο Πλημμύριο γύρισαν στο στρατόπεδό τους.

Στη ναυμαχία, λοιπόν, αυτά ήσαν τα αποτελέσματα για τους Συρακούσιους οι οποίοι όμως κρατούσαν τα φρούρια του Πλημμυρίου όπου έστησαν τρία τρόπαια. Κατεδάφισαν το ένα από τα δύο φρούρια που είχαν κυριέψει τελευταία, επισκεύασαν τα άλλα δύο κ' έβαλαν φρουρά. Όταν κυριεύτηκαν τα φρούρια, σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν πολλοί και οι Συρακούσιοι πήραν πολλά λάφυρα, κάθε είδους. Οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν τα φρούρια για αποθήκες όπου βρίσκονταν σιτάρι και πολλά είδη που ανήκαν είτε σε εμπόρους είτε σε τριηράρχους. Κυρίεψαν και τα πανιά από σαράντα καράβια και τα ξάρτια τους, καθώς και τρία καράβια τραβηγμένα στη στεριά. Αλλά το βαρύτερο χτύπημα, αυτό που κυρίως έβλαψε τους Αθηναίους, ήταν ότι κυριεύτηκε το Πλημμύριο. Δεν μπορούσαν τώρα πια να μπαίνουν προμήθειες στο λιμάνι με ασφάλεια (οι Συρακούσιοι που φρουρούσαν επί τόπου με καράβια, τις εμπόδιζαν κ' έπρεπε να γίνεται μάχη για κάθε εφοδιασμό.) και γενικά το πράγμα είχε προκαλέσει κατάπληξη και αθυμία στο στρατό.

Μετά απ' αυτά οι Συρακούσιοι έδωσαν διαταγή μα φύγουν 12 καράβια με αρχηγό το Συρακούσιο Αγάθαρχο. 'Ενα από τα καράβια ταξίδεψε προς την Πελοπόννησο, με πρέσβεις που έπρεπε να περιγράψουν την κατάσταση που έδινε πολλές ελπίδες και να παρακινήσουν να ενταθεί ο πόλεμος στην Ελλάδα. Τα έντεκα καράβια έπλευσαν στην Ιταλία όπου είχαν μάθει ότι έφταναν πλοία γεμάτα εφόδια για τους Αθηναίους. Τα πέτυχαν και βύθισαν τα περισσότερα. Έκαψαν και ξυλεία για ναυπήγηση που ήταν έτοιμη για τους Αθηναίους στην Καυλωνιάτιδα. Μετά γύρισαν στους Λοκρούς κ' ενώ ήσαν εκεί, έφτασε ένα από τα φορτηγά από την Πελοπόννησο με Θεσπιείς οπλίτες. Τους πήραν στα καράβια τους οι Συρακούσιοι και, παραπλέοντας τις ακτές, γύριζαν στις Συρακούσες. Οι Αθηναίοι, με είκοσι καράβια, τους παραφύλαξαν κοντά στα Μέγαρα. Αιχμαλώτισαν ένα καράβι με το πλήρωμά του, αλλά δεν μπόρεσαν να πιάσουν τα άλλα που ξέφυγαν στις Συρακούσες. Έγινε και μια αψιμαχία μέσα στο λιμάνι, όπου οι Συρακούσιοι είχαν μπήξει πασσάλους μπροστά στον παλιό τους ναύσταθμο, ώτσε τα καράβια τους να αράζουν πίσω από τους πασσάλους και να μην μπορούν οι Αθηναίοι να κάνουν εφορμήσεις και να τους προξενούν βλάβες. Οι Αθηναίοι είχαν φέρει εκεί ένα μεγάλο πλοίο χωρητικότητας 10.000 ταλάντων, με ξύλινους πύργους και ψηλά παραπέτα. Με βάρκες έδεσαν σκοινιά γύρω από τους πασσάλους και, με αργάτες, τους τραβούσαν από το μεγάλο πλοίο. Επίσης βουτηχτές πριόνιζαν τους πασσάλους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι Συρακούσιοι τους χτυπούσαν από τον ναύσταθμο και οι Αθηναίοι χτυπούσαν τους Συρακούσιους από το μεγάλο καράβι. Τέλος οι Αθηναίοι έβγαλαν τους περισσότερους πασσάλους. Οι δυσκολότεροι ήσαν οι κρυφοί πάσσαλοι, γιατί οι Συρακούσιοι είχαν μπήξει πολλούς που δεν εξείχαν από την επιφάνεια και ήταν επικίνδυνο να πλησιάζει κανείς, γιατί ήταν φόβος, αν δεν τους έβλεπε, να ρίξει το καράβι του απάνω τους σαν σε ύφαλο. Αλλά και αυτούς τους έκοψαν με πριόνι δύτες που πληρώνονταν γι' αυτό. Οι Συρακούσιοι έμπηξαν άλλους πασσάλους. Οι Συρακούσιοι έστειλαν στις πόλεις της Σικελίας πρέσβεις Κορίνθιους, Αμπρακιώτες και Λακεδαιμόνιους για ν' αναγγείλουν ότι κυριεύτηκε το Πλημμύριο και ότι στη ναυμαχία είχαν νικηθεί περισσότερο από δικη τους αταξία, παρά από τη δύναμη των αντιπάλων. Έπρεπε, επίσης, να πουν ότι είχαν μεγάλες ελπίδες και ότι είχαν την αξίωση να βοηθηθούν με ναυτικό και πεζικό, επειδή και οι Αθηναίοι περίμεναν άλλο εκστρατευτικό σώμα.

Οι πρέσβεις που είχαν φύγει από τις Συρακούσες, αφού είχε κυριευτεί το Πλημμύριο, για να πάνε στις πολιτείες της Σικελίας, τις έπεισαν, και επρόκειτο να φέρουν πίσω το στρατό που είχαν συγκεντρώσει. Ο Νικίας το πληροφορήθηκε από πριν κ' έστειλε μήνυμα στους Σικελούς, Κεντόριπες, Αλικυαίους και άλλους, οι οποίοι κρατούσαν τα περάσματα και ήσαν σύμμαχοι των Αθηναίων, να μην αφήσουν τους εχθρούς να περάσουν, αλλά να συγκεντρωθούν και να τους εμποδίσουν, αφού ούτε καν θα δοκίμαζαν να περάσουν από αλλού, επειδή οι Ακραγαντίνοι δεν τους επέτρεπαν να περάσουν από το έδαφός τους. Οι Σικελιώτες είχαν κιόλας ξεκινήσει όταν οι Αθηναίοι τους έστησαν τριπλή ενέδρα, τους χτύπησαν ξαφνικά ενώ βάδιζαν χωρίς προφυλάξεις και σκότωσαν ως οκτακόσιους και τους πρέσβεις όλους, εκτός από τον Κορίνθιο, ο οποίος οδήγησε στις Συρακούσες εκείνους τους 1.500 που απόμειναν.

Τις ίδιες μέρες έφτασε ενίσχυση από την Καμάρινα, 500 οπλίτες, 300 ακοντιστές και 300 τοξότες. Έστειλαν και οι Γελώοι ναυτικό, πέντε καράβια, 400 ακοντιστές και 200 ιππείς. Ολόκληρη σχεδόν η Σικελία - εκτός από τους Ακραγαντίνους οι οποίοι ήσαν ουδέτεροι - και όσες πολιτείες έως τότε καιροφυλακτούσαν, είχε συσπειρωθεί γύρω από τους Συρακούσιους εναντίον των Αθηναίων.

Οι Συρακούσοι, επειδή έπαθαν τη συμφορά με τους Σικελούς, δεν άρχισαν αμέσως τις επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων. Ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων, που είχαν τώρα έτοιμο στρατό, τόσο στην Κέρκυρα όσο και στην ηπειρωτική ακτή, πέρασαν μ' όλες τις δυνάμεις τους τον Ιόνιο κόλπο κ' έφτασαν στην Ιαπυγία. Από κει πήγαν στα νησιά Χοιράδες της Ιαπυγίας. Πήραν στα καράβια τους 150 Ιαπύγους ακοντιστές της φυλής των Μεσσαπίων και αφού ανανέωσαν με τον Άρτα (ηγεμόνα, ο οποίος και τους προμήθευσε τους ακοντιστές) την παλιά φιλία που είχαν μαζί του, έφτασαν στο Μεταπόντιο της Ιταλίας. Έπεισαν τους Μεταπόντιους να τους προμηθεύσουν, σύμφωνα με τη συμμαχία τους, 300 ακοντιστές και δύο καράβια κι αφού τους πήραν μαζί τους, παράπλεαν την ακτή έως τη Θουρία. Όταν έφτασαν είχε γίνει επανάσταση και οι εχθροί των Αθηναίων είχαν χάσει την εξουσία. Ήθελαν να συγκεντρώσουν όλο τους το στρατό και να τον επιθεωρήσουν, μήπως είχε αργοπορήσει καμιά μονάδα. Αλλά ήθελαν να πείσουν τους Θουρίους και να εκστρατεύσουν μαζί τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή προθυμία (αφού η τύχη τους είχε ευνοήσει) και να έχουν κοινούς φίλους και εχθρούς. Έμειναν, λοιπόν, στη Θουρία για να κανονίσουν τα ζητήματα αυτά.

Ο Δημοσθένης και ο Ευρμέδων, όταν οι Θούριοι ετοιμάστηκαν με 700 οπλίτες και 300 ακοντιστές, διέταξαν το στόλο να παραπλεύσει την ακτή έως την περιοχή του Κρότωνα, και οι ίδιοι, αφού επιθεώρησαν το στρατό στον ποταμό Σύβαρι, διέσχισαν το έδαφος των Θουρίων. Όταν έφτασαν στον ποταμό Υλία, οι Κρωτονιάτες τους μήνυσαν ότι δεν επιθυμούσαν να περάσει ο στρατός από το έδαφός τους. Κατέβηκαν προς την παραλία και κατασκήνωσαν κοντά στις εκβολές του ποταμού Υλία, όπου ο στόλος πήγε και ενώθηκε μαζί τους. Την επομένη επιβιβάστηκαν στα καράβια και παράπλεαν τις ακτές, σταματώντας στις διάφορες πολιτείες - εκτός από τους Λοκρούς - ώσπου έφτασαν στην Πέτρα της Ρηγίνης.

Όταν οι Συρακούσιοι έμαθαν τον ερχομό τους, θέλησαν να δοκιμάσουν να ναυμαχήσουν με το στόλο τους και με τη βοήθεια του πεζικού στρατού που είχε συγκεντρωθεί στις Συρακούσες γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, δηλαδή να προλάβουν προτού φτάσουν οι ενισχύσεις. Με την πείρα της προηγούμενης ναυμαχίας, είχαν ετοιμάσει τα καράβια τους κατά τον τρόπο που θεωρούσαν ότι θα τα ενισχύσουν περισσότερο. Κόντιναν τις πρώρες για να τις κάνουν πιο ανθεκτικές και τις ενίσχυσαν με χονδρές επωτίδες που τις στήριξαν με εγκάρσια δοκάρια, έξη πήχες μάκρος, μέσα και έξω από τα τοιχώματα του σκάφους. Τον ίδιο τρόπο είχαν μεταχειριστεί οι Κορίνθιοι για να ανεισχύσουν τις πρώρες των καραβιών με τα οποία ναυμάχησαν εναντίον των πολεμικών της Ναυπάκτου. Οι Συρακούσιοι σκέφθηκαν ότι, για να πολεμήσουν με τα αθηναϊκά καράβια, τα οποία είχαν διαφορετική κατασκευή (δηλαδή είχαν λεπτές λεπτές πρώρες επειδή χρησιμοποιούσαν την τακτική του εμβολισμού από τα πλάγια και όχι την έφοδο, πρώρα εναντίον πρώρας), θα είχαν έτσι την υπεροχή. Η ναυμαχία θα γινόταν μέσα στο μεγάλο λιμάνι όπου θα πολεμούσαν πολλά καράβια σε λίγο χώρο και τούτο θα ήταν πλεονέκτημα γι' αυτούς, γιατί θα πολεμούσαν τον εχθρό πρώρα με πρώρα και θα κατάστρεφαν τις πρώρες των εχθρών, χτυπώντας με ενισχυμένα και βαριά έμβολα σημεία δύνατα και κούφια στα εχθρικά καράβια. Ενώ οι Αθηναίοι, εξαιτίας του στενού χώρου, δε θα ήσαν σε θέση να χρησιμοποιούν την τακτική στην οποία νάσιζαν την εμπιστοσύνη τους, δηλαδή την πλευροκόπηση και τη διάσπαση της εχθρικής παράταξης. Οι ίδιοι οι Συρακούσιοι θα προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν να επιχειρήσουν διάσπαση, ενώ ο στενός χώρος του λιμανιού θα τους εμπόδιζε να εφαρμόσουν την πλευροκόπηση.

Οι Συρακούσιοι, τόσο με τις σκέψεις αυτές για την πείρα τους και τη δύναμή τους, όσο και με το θάρρος που είχαν πάρει από την προηγούμενη ναυμαχία, αποφάσισαν ν' αναμετρηθούν και με το στρατό και με το στόλο. Ο Γύλιππος έβγαλε το πεζικό λίγο πρωτύτερα και το οδήγησε κοντά στο τείχος των Αθηναίων στην πλευρά που ήταν προς την πολιτεία. Οι οπλίτες, οι ιππείς και οι γυμνίτες (ελαφριά οπλισμένοι) των Συρακουσών που ήσαν συγκεντρωμένοι στο Ολυμπιείο, πήγαν να χτυπήσουν το τείχος από την άλλη πλευρά. Αμέσως μετά, τα καράβια - συρακουσιανά και συμμαχικά - βγήκαν και προχώρησαν. Στην αρχή οι Αθηναίοι νόμισαν ότι μόνο το πεζικό θα δοκίμαζε να κάνει επίθεση, αλλά όταν άξαφνα είδαν και τα καράβια να προχωρούν, ταράχτηκαν. Άλλοι πήγαν επάνω στα τείχη, άλλοι αντιπαρατάχτηκαν για ν' αποκρούσουν τον εχθρό έξω από τα τείχη, άλλοι πήγαν γρήγορα ν' αποκρούσουν τον εχθρό έξω από τα τείχη, άλλοι πήγαν γρήγορα ν' αποκρούσουν τους ιππείς και τους ακοντιστές πού έρχονταν από το Ολυμπιείο και άλλοι, τέλος, έτρεχαν να επανδρώσουν τα καράβια και να υπερασπίσουν την παραλία. Όταν ετοιμάστηκαν τα καράβια ξεκίνησαν εβδομήντα πέντε. Οι Συρακούσιοι είχαν ογδόντα περίπου.

Το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας έκαναν ελιγμούς προς τα εμπρός και προς τα πίσω δοκιμάζοντας τη δύναμη του αντιπάλου. Κανείς από τους δύο δεν κατόρθωσε κάτι αξιόλογο και χωρίστηκαν. Οι Συρακούσιοι, όμως, βύθισαν ένα ή δύο αθηναϊκά καράβια. Την επομένη οι Συρακούσιοι δεν κινήθηκαν, χωρίς να φανερώνουν τι σκόπευαν να κάνουν. Ο Νικίας είχε δει ότι στην ναυμαχία είχαν βγει ισόπαλοι και περίμενε νέα επίθεση του εχθρού. Ανάγκασε τους τριηράρχους να επισκευάσουν τα καράβια που είχαν πάθει ζημιές, κ' έστειλε και άραξε φορτηγά μπροστά από τους πασσάλους που είχε μπήξει στη θάλασσα για να δημιουργήσει κλειστό λιμάνι για το στόλο του. Άραξε τα φορτηγά σε απόσταση δύο πλέθρων το ένα από τ' άλλο ώστε, αν κανένα καράβι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, να μπορεί να υποχωρήσει εκεί και ύστερα να μπορεί να βγει πάλι έξω χωρίς να ενοχληθεί. Οι Αθηναίοι έκαναν όλη μέρα τις προετοιμασίες αυτές έως τη νύκτα.

Την επομένη, αλλά πιο νωρίς το πρωί, οι Συρακούσιοι πλησίασαν και με το πεζικό και με το ναυτικό, το αθηναϊκό στρατόπεδο. Οι δύο στόλοι αντιπαρατάχτηκαν και, πάλι με τον ίδιο τρόπο, πέρασαν μεγάλο μέρος της ημέρας δοκιμάζοντας τον αντίπαλο έως ότου ο Αρίστων του Πυρρίχου, από την Κόρινθο, ο καλύτερος κυβερνήτης του στόλου των Συρακουσίων, έπεισε τους αρχηγούς του στόλου να δώσουν εντολή στους αρμόδιους της πολιτείας να μεταφέρουν στην παραλία, όσο γινόταν πιο γρήγορα, την αγορά και όσα τρόφιμα είχαν οι έμποροι και να τους αναγκάσουν να τα πουλήσουν, ώστε ν' αποβιβαστούν τα πληρώματα, να φάνε κοντά στα καράβια και, αμέσως μετά, την ίδια μέρα, να κάνουν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Αθηναίων.

Οι Συρακούσιοι αχηγοί πείστηκαν, έστειλαν διαγγελέα, ετοιμάστηκε η αγορά και οι Συρακούσιοι υποχώρησαν ξαφνικά προς την παραλία, αποβιβάστηκαν κ' έφαγαν στην παραλία. Οι Αθηναίοι, νομίζοντας ότι οι Συρακούσιοι είχαν υποχωρήσει από αίσθημα αδυναμίας, αποβιβάστηκαν με την ησυχία τους και άρχισαν να φροντίζουν για διάφορα και για το φαΐ τους, νομίζοντας ότι εκείνη πια την ημέρα δε θα ναυμαχούσαν. Αλλά άξαφνα οι Συρακούσιοι επανδρώνουν τα καράβια τους και κάνουν νέα επίθεση. Οι Αθηναίοι, σε μεγάλη ταραχή και νηστικοί οι περισσότεροι, επιβιβάστηκαν με αταξία και μόλις κατόρθωσαν να ξανοιχτούν. Για λίγη ώρα έμειναν μακριά, επιτηρώντας τις κινήσεις του εχθρού, αλλά οι Αθηναίοι σκέφθηκαν ότι έτσι όπως αργοπορούσαν θα τους νικούσε η ίδια τους η εξάντληση και ότι έπρεπε να επιτεθούν το ταχύτερο. Δόθηκε διαταγή και άρχισαν την επίθεση. Οι Συρακούσιοι δεν έσπασαν και πολέμησαν. Χρησιμοποιόντας, όπως το είχαν σκεφθεί, την επίθεση πρώρα με πρώρα κατάστρεψαν, χάρη στη διασκευή των εμβόλων τους, πολλές αθηναϊκές πρώρες. Οι ακοντιστές τους από τα καταστρώματα προξενούσαν ζημιές πολλές στους Αθηναίους και ακόμα περισσότερο οι Συρακούσιοι, που με μικρά σκάφη γλιστρούσαν κάτω από τα κουπιά ή έπλεαν παράλληλα και χτυπούσαν τα πληρώματα με ακόντια.

Τέλος πολεμώντας έτσι, με πολύ πείσμα, οι Συρακούσιοι νίκησαν. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν, κατάφυγαν πίσω από τα φορτηγά και πήγαν στον όρμο τους. Τα συρακουσιανά καράβια τους κυν΄γησαν έως τα φορτηγά, αλλά εκεί, στα μεταξύ τους περάσματα, τα σταμάτησαν οι μολυβένιες χελώνες τις οποίες είχαν κρεμάσει οι Αθηναίοι από μακριές κεραίες. Δύο από τα συρακουσιανά καράβια, μέσα στον πυρετό της νίκης, τις προσέγγισαν και καταστράφηκαν. Το ένα από τα δύο αιχμαλωτίστηκε με το πλήρωμά του. Οι Συρακούσιοι βύθισαν επτά αθηναϊκά καράβια και προκάλεσαν βλάβες σε πολλά άλλα. Τα πληρώματα τα αιχμαλώτισαν ή τα σκότωσαν κ' έφυγαν. Άρχισαν να ετοιμάζονται πάλι για νέα επίθεση και στη στεριά και στη θάλασσα.

Τότε έφθασαν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων με τις ενισχύσεις από την Αθήνα, δηλαδή 73 καράβια με τα συμμαχικά, 5.000 περίπου οπλίτες Αθηναίους και συμμαχικούς, πολλούς ακοντιστές Έλληνες και βαρβάρους, σφενδονιστές και τοξότες, και με ανάλογα εφόδια. Απάνω στη στιγμή ήταν μεγάλη η κατάπληξη των Συρακουσίων και των συμμάχων τους και σκέπτονταν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ ν' απαλλαγούν απ' αυτό τον κίνδυνο, αφού η οχύρωση της Δεκέλειας δεν είχε εμποδίσει να έρθει στρατός ισάριθμος ή σχεδόν ισάριθμος με το πρώτο εκστρατευτικό σώμα, και η δύναμη της Αθήνας φανερωνόταν, σε όλους τους τομείς μεγάλη. Το πρώτο εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων που είχε υποστεί πολλά, αναθάρρησε κάπως. Όταν ο Δημοσθένης είδε την κατάσταση, έκρινε ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβίσει ούτε να πάθει τα όσα έπαθε τα όσα έπαθε ο Νικίας ο οποίος, μόλις είχε φτάσει είχε προκαλέσει μεγάλο φόβο, αλλά αντί να επιτεθεί αμέσως εναντίον των Συρακουσών, είχε πάει να περάσει τον χειμώνα στην Κατάνη, κ' έτσι είχε μειωθεί πολύ το γόητρό του. Ο Γύλιππος τον είχε προλάβει και είχε έρθει από την Πελοπόννησο με στρατό τον οποίο δε θα είχαν καν ζητήσει οι Συρακούσιοι, αν ο Νικίας τους είχε επιτεθεί αμέσως. Θεωρώντας ότι ήσαν, μόνοι τους, αρκετά δυνατοί, δεν θα είχαν καταλάβει την αδυναμία τους παρά αφού θα είχαν αποκλεισθεί με τείχος, αλλά και αν ακόμα τότε είχαν ζητήσει στρατό, δε θα μπορούσε αυτός να τους ωφελήσει σε τίποτε. Ο Δημοσθένης είδε ότι το αντιτείχισμα των Συρακουσίων με το οποίο είχαν εμποδίσει τους Αθηναίους να τους αποκλείσουν, ήταν μονό τείχος και ότι, αν μπορούσε να ελέγχει τις προσβάσεις των Επιπολών και να κυριέψει το στρατόπεδο που ήταν επάνω στο ύψωμα, τότε θα μπορούσε εύκολα να πάρει το αντιτείχισμα, γιατί κανείς δε θα τολμούσε ν' αντιμετωπίσει την επίθεσή του. Βιαζόταν να κάνει αυτή την επιχείρηση και θεωρούσε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να βάλει ένα τέρμα στον πόλεμο. Ή θα πετύχαινε, και τότε θα κυρίευε τις Συρακούσες, ή θα έπαιρνε πίσω το στρατό, και τότε ούτε η Αθήνα ούτε το εκστρατευτικό σώμα θα φθειρόταν μάταια. Πρώτα, λοιπόν, οι Αθηναίοι έκαναν έξοδο και ρήμαξαν τη γη των Συρακουσιών γύρω από τον Άναπο ποταμό και κυριαρχούσαν, οπως και πριν, και στη στεριά και στη θάλασσα, γιατί οι Συρακούσιοι δεν αντιπαρατάσσονταν ούτε με το στρατό ούτε με το στόλο, αλλά χρησιμοποιούσαν μόνο τους ιππείς και τους ακοντιστές που ήσαν στο Ολυμπιείο.

Ύστερα ο Δημοσθένης σκέφθηκε να δοκιμάσει να κυριέψει το αντιτείχισμα με μηχανές. Αλλά όταν τις πήγε κοντά στο τείχος, ο εχθρός ο οποίος αμυνόταν από το τείχος τις έκαψε. Ο στρατός έκανε πολλές εφόδους σε διάφορα σημεία, αλλά όλες αποκρούστηκαν και τότε ο Δημοσθένης θεώρησε ότι δεν έπρεπε να χρονοτριβήσει πιο πολύ. Έπεισε το Νικία και τους άλλους συναδέλφους του να δεχθούν το σχέδιό του κ' έκανε την επιχείρηση των Επιπολών. Θεωρούσε πως με το φως της ημέρας ήταν αδύνατο να πλησιάσουν και ν' ανεβούν απαρατήρητοι. Έδωσε διαταγή να εφοδιαστεί ο στρατός με πέντε ημερών τρόφιμα, πήρε όλους τους πελεκητές πέτρας και τους χτίστες μαζί του, καθώς και το υλικό που χρειαζόταν - βέλη για τα τόξα - ώστε αν νικήσουν, να μπορέσουν να χτίσουν τείχος και να το προστατέψουν, και, την ώρα του πρώτου ύπνου, με τον Ευρυμέδοντα και τον Μένανδρο πήρε όλο το στρατό και προχώρησε στις Επιπολές. Ο Νικίας έμεινε πίσω στα τείχη. Όταν έφτασαν στους πρόποδες, στον Ευρύαλο, από όπου και ο πρώτος στρατός είχε ανεβεί, δεν τους κατάλαβαν οι φρουροί των Συρακουσίων, προχώρησαν και κυρίεψαν το τείχος που ο εχθρός είχε εκεί και σκότωσαν μερικούς από τη φρουρά. Οι περισσότεροι, όμως, ξέφυγαν προς τα στρατόπεδα, τρία τον αριθμό, που ήσαν στις Επιπολές, περιτειχισμένα (ένα για τους Συρακούσιους, ένα για τους άλλους Σικελιώτες, ένα για τους άλλους συμμάχους) και ανάγγειλαν την επίθεση, αφού ειδοποίησαν τους εξακόσιους Συρακούσιους που ήσαν προφυλακή στο μέρος εκείνο. Καθώς έτρεξαν αυτοί εναντίον τους, ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι τους χτύπησαν και, παρά την άμυνά τους, τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Αθηναίοι προχωρούσαν γοργά για να τελειώσουν γρήγορα, με την αρχική τους ορμή, την επιχείρηση που είχαν αναλάβει. Από τη πρώτη στιγμή, κυρίεψαν το αντιτείχισμα των Συρακουσίων, που δεν μπορούσαν να προστατέψουν οι φρουρές, και γκρέμισαν τις πολεμίστρες. Οι Συρακούσιοι με τους συμμάχους τους, καθώς και ο Γύλιππος και ο στρατός του, έτρεξαν από τα προτειχίσματα να βοηθήσουν. Το τόλμημα των Αθηναίων, νύχτα, τους είχε αιφνιδιάσει και ήσαν φοβισμένοι όταν άρχισε η συμπλοκή. Την πρώτη στιγμή υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των Αθηναίων. Καθώς αυτοί προχωρούσαν με σχετική αταξία, θεωρώντας ότι είχαν κιόλας νικήσει και ήθελαν με κάθε τρόπο να φτάσουν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, έως τις μονάδες που δεν είχαν ακόμα πολεμήσει γιατί φοβόνταν μήπως αν χαλάρωνε η ορμή τους, τότε αυτές οι μονάδες θα ενώνονταν με τις άλλες, πρώτοι τους αντιστάθηκαν οι Βοιωτοί, τους έκαναν αντεπίθεση, τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Από τη στιγμή αυτή η ταραχή και η αμηχανία ήταν μεγάλη, τόση ώστε δεν ήταν εύκολο να μάθει κανείς αργότερα, ούτε από τη μια πλευρά ούτε από την άλλη, πως ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Ένα μέρος του αθηναϊκού στρατού είχε κιόλας νικηθεί, ενώ το άλλο, ανίκητο, προχωρούσε με την ορμή που είχε από την πρώτη έφοδο. Πολλοί από τον υπόλοιπο στρατό τους είτε είχαν μόλις ανέβει στο πλάτωμα, είτε ανέβαιναν ακόμα και δεν ήξεραν προς ποιο σημείο έπρεπε να προχωρήσουν, γιατί οι πρώτες μονάδες, που είχαν κιόλας αρχίσει να υποχωρούν, ήσαν σε μεγάλη ταραχή και ήταν δύσκολο, μέσα στη βοή, ν' αναγνωρίζει κανείς τις μονάδες. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, έχοντας το αίσθημα ότι νικούν, ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο με δυνατές κραυγές - μέσα στη νύχτα ήταν αδύνατο να δοθούν με άλλο τρόπο συνθήματα - και πολεμούσαν όσους έπεφταν απάνω τους. Οι Αθηναίοι έψαχναν ο ένας τον άλλο και νόμιζαν ότι όσοι έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση είναι εχθροί, ακόμα και οι δικοί τους, που είχαν τραπεί σε φυγή. Ζητούσαν συνεχώς το παρασύνθημα, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος ν' αναγνωρίζονται, κ' έτσι δημιουργούσαν μεγάλη σύγχυση στις τάξεις τους, ρωτώντας για το παρασύνθημα όλοι μαζί. Έτσι ο εχθρός το έμαθε, ενώ οι ίδιοι δεν ήξεραν το παρασύνθημα του αντιπάλου ο οποίος, επειδή νικούσε και δεν ήταν διασκορπισμένος, είχε λιγότερη δυσκολία ν' αναγνωρίζει τους δικούς του.

Την επομένη οι Συρακούσιοι έστησαν δύο τρόπαια, το ένα στις Επιπολές, στο σημείο όπου είχε γίνει η επίθεση, το άλλο στο μέρος όπου οι Βοιωτοί είχαν πρώτοι αντισταθεί. Οι Αθηναίοι πήραν τους νεκρούς τους με ανακωχή. Σκοτώθηκαν πολλοί από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, αλλά τα όπλα που τους πήραν ήσαν περισσότερα σε αναλογία με τους νεκρούς.

Ύστερ' απ' αυτό οι Συρακούσιοι αναθάρρησαν πολύ, όπως και την πρώτη φορά, κ' έστειλαν 15 καράβια με το Σικανό στον Ακράγαντα που είχε εμφύλιο πόλεμο, για να δοκιμάσει να προσεταιριστεί την πολιτεία. Ο Γύλιππος έφυγε πάλι, από στεριά, στις υπόλοιπες πολιτείες της Σικελίας για να φέρει από εκεί στρατό. Μετά τη μάχη στις Επιπολές είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να κυριέψει το τείχος των Αθηναίων με έφοδο.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 24 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.