Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Home Ιστορία Κλασική Περίοδος Πελοποννησιακός πόλεμος 6ο Έτος (426 π.Χ.) Η εκστρατεία στη Ναύπακτο και την Αμφιλοχία
Η εκστρατεία στη Ναύπακτο και την Αμφιλοχία PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 06 Νοέμβριος 2008 20:42

Το καλοκαίρι οι Αιτωλοί οι οποίοι, πριν από την αθηναϊκή επίθεση, είχαν στείλει στη Κόρινθο και στη Λακεδαίμονα πρέσβεις, τους Τόλοφο τον Οφιονέα, Βοριάδη τον Ευρυτάνα, Τείσανδρο τον Αποδωτό, έπεισαν τους Πελοποννήσιους να τους στείλουν στρατό για να τιμωρήσουν τη Ναύπακτο που είχε προκαλέσει την εισβολή των Αθηναίων. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν, κατά το φθινόπωρο, 3.000 συμμαχικούς οπλίτες. Αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρύλοχος, που είχε βοηθούς τους Σπαρτιάτες Μακάριο, Μενεδάιο.

Όταν ο στρατός συγκεντρώθηκε στους Δελφούς έστειλε κήρυκα στους Οζόλες Λοκρούς, επειδή ο δρόμος για τη Ναύπακτο περνούσε από το έδαφός τους κ' επειδή ήθελε να τους αποσπάσει από τους Αθηναίους. Προθυμότεροι να τον βοηθήσουν φάνηκαν οι Αμφισσείς, από φόβο της έχθρας που τους είχαν οι Φωκείς. Πρώτοι αυτοί έδωσαν ομήρους κ' έπεισαν και άλλους Λοκρούς, οι οποίοι φοβόνταν το στρατό που θα περνούσε, να δώσουν κ' εκείνοι ομήρους. Έπεισαν πρώτους τους γείτονές τους Μυονείς (το έδαφός τους είναι το δυσκολώτερο πέρασμα προς τη Λοκρίδα) κ' έπειτα τγους Ιπνείς, τους Μεσσαπίους, τους Τριταίους, τους Χαλαίους, τους Τολοφωνίους, τους Ησσίους και τους Οιανθείς. Όλοι αυτοί πήραν μέρος στην εκστρατεία. Οι Ολπαίοι έδωσαν ομήρους, αλλά δεν ακολούθησαν την εκστρατεία. Οι Υαίοι δεν έδωσαν ομήρους παρά μόνο όταν οι Λακεδαιμόνιοι κυρίεψαν ένα χωριό τους που ονομαζόταν Πόλις.

Αφού τα ετοίμασε όλ' αυτά κ' έστειλε τους ομήρους στο Δωρικό Κυτίνιο, ο Ευρύλοχος προχώρησε μεσ' από το έδαφος των Λοκρών για να χτυπήσει τη Ναύπακτο. Στην πορεία του κυρίεψε τον Οινεώνα και το Ευπάλιο των Λοκρών. Οι δύο αυτές πολιτείες δεν είχαν δεχτεί να προσχωρήσουν. Όταν έφτασε στη Ναυπακτία, όπου είχαν πάει να τον βοηθήσουν, οι Αιτωλοί άρχισαν να καταστρέφουν τη γη και ο Ευρύλοχος κυρίεψε το ατείχιστο προάστιο. Μετά πήγε στο Μολύκρειο που ήταν αποικία των Κορινθίων, αλλά σύμμαχος των Αθηναίων, και το κυρίεψε. Ο Αθηναίος Δημοσθένης, που μετά την Αιτωλική εκστρατεία βρισκόταν ακόμα στη Ναυπακτία, είχε καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός του Ευρύλοχου και ανησύχησε για την πολιτεία. Πήγε στους Ακαρνάνες και τους έπεισε - αν και με πολλή δυσκολία, επειδή είχε εγκαταλείψει την επιχείρηση της Λευκάδας - να βοηθήσουν τη Ναύπακτο. Έστειλαν 1.000 οπλίτες τους που μεταφέρθηκαν με καράβια, μπήκαν στη Ναύπακτο και την έσωσαν. Το τείχος της πολιτείας ήταν μακρύ και οι υπερασπιστές του λίγοι κ' ήταν φόβος να μη μπορέσουν να το κρατήσουν. Ο Ευρύλοχος και οι βοηθοί του όταν έμαθαν ότι η δύναμη αυτή ήταν μέσα στην πολιτεία και κατάλαβαν ότι δεν ήταν δυνατό να την κυριέψουν με έφοδο, έφυγαν, δεν πήγαν όμως στην Πελοπόννησο, αλλά στην Αιολίδα και την Πλευρώνα και στην περιοχήν τους καθώς και στο Πρόσχιο της Αιτωλίας.

Πήγαν εκεί επειδή οι Αμπρακιώτες τους έπεισαν να κάνουν μαζί εκστρατεία εναντίον του Άργους του Αμφιλοχικού και της Αμφιλοχίας και να στραφούν, μετά, εναντίον της υπόλοιπης Ακαρνανίας. Τους έλεγαν ότι, αν κυριέψουν τα μέρη αυτά, όλες οι άλλες ηπειρωτικές περιοχές θα γίνονταν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ο Ευρύλοχος πείστηκε, και αφού απόλυσε τον Αιτωλικό στρατό, έμεινε σ' εκείνα τα μέρη χωρίς να κάνει επιχειρήσεις, έως τη στιγμή που οι Αμπρακιώτες θα έκαναν επίθεση εναντίον του Άργους και θα έπρεπε να τους βοηθήσει.

Το χειμώνα, οι Αμπρακιώτες, όπως το είχαν υποσχεθεί στον Ευρύλοχο για να τον πείσουν να μείνει εκεί με το στρατό του, εκστρατεύσαν εναντίον του Άργους του Αμφιλοχικού με 3.000 οπλίτες. Έκαναν εισβολή στην Αργεία περιοχή και κυρίεψαν το φρούριο Όλπες που ήταν οχυρό, χτισμένο σε παραθαλάσσιο λόφο. Το είχαν χτίσει παλαιερα οι Ακαρνάνες και το χρησιμοποιούσαν για κοινό ομοσπονδιακό δικαστήριο. Από τους Ακαρνάνες, άλλοι πήγαν να βοηθήσουν το Άργος και άλλοι έστησαν στρατόπεδο σε μια τοποθεσία της Αμφιλοχίας που ονομαζόταν Κρήνες, για να παρακολουθούν τους Πελοποννήσιους του Ευρυλόχου μην περάσουν κρυφά κ' ενωθούν με τους Αμπρακιώτες. Έστειλαν μήνυμα στο Δημοσθένη, στρατηγό των Αθηναίων στην αιτωλική εκστρατεία, και τον παρακάλεσαν ν' αναλάβει αρχηγός τους. Ειδοποίησαν και τα 20 αθηναϊκά καράβια που έτυχε να περιπλέουν στα πελοποννησιακά παράλια με αρχηγούς τον Αριστοτέλη του Τιμοκράτους και τον Ιεροφώντα του Αντιμνήστου. Οι Αμπρακιώτες που ήσαν στις Όλπες, έστειλαν κ' εκείνοι μήνυμα στην πολιτεία τους ζητώντας τους να έρθουν να τους βοηθήσουν με όλες τις δυνάμεις τους. Φοβόνταν μήπως ο Ευρύλοχος δεν μπορέσει να περάσει ανάμεσα από τους Ακαρνάνες. Σε τέτοια περίπτωση, θά ήσαν αναγκασμένοι, είτε να δώσουν μάχη μόνοι τους είτε να επιχειρήσουν επικίνδυνη υποχώρηση.

Όταν ο Ευρύλοχος και οι Πελοποννήσιοι έμαθαν ότι οι Αμπρακιώτες είχαν φτάσει στη τοποθεσία Όλπες, βιάστηκαν να φύγουν από το Πρόσχιο για να πάνε να τους βοηθήσουν. Πέρασαν τον Αχελώο και προχώρησαν στην Ακαρνανία (ήταν αφρούρητη γιατί όλες οι δυνάμεις είχαν πάει να βοηθήσουν το Άργος) έχοντας δεξιά την πολιτεία των Στράτων με τη φρουρά της και αριστερά την υπόλοιπη Ακαρνανία. Πέρασαν από το έδαφος των Στρατίων μετά από τη Φυτία, έπειτα πέρασαν κοντά από τη Μεδεώνα και από τη Λιμναία. Έφτασαν στη φιλική χώρα των Αγραίων, που δεν ήταν πια Ακαρνανία. Έφτασαν και πέρασαν το αγραϊκό βουνό Θύαμος και, βαδίζοντας νύχτα πιά, κατέβηκαν στο έδαφος των Αργείων και πέρασαν απαρατήρητοι μεταξύ του Άργους και της Κρήνης, όπου οι Ακαρνάνες είχαν τη φρουρά τους και ενώθηκαν με τους Αμπρακιώτες που ήσαν στις Όλπες.

Αφού ενώθηκαν, όταν ξημέρωσε πήραν θέσεις γύρω από την τοποθεσία Μητρόπολη κ' έστησαν στρατόπεδο. Λίγο αργότερα, τα 20 αθηναϊκά καράβια που έρχονταν να βοηθήσουν το Άργος, έφτασαν στον Αμπρακικό κόλπο. Έφτασε και ο Δημοσθένης με 200 Μεσσηνίους οπλίτες και 60 Αθηναίους τοξότες. Τα καράβια αγκυροβόλησαν αντίκρυ στις Όλπες, αποκλείοντας το οχυρό από θάλασσα. Οι Ακαρνάνες και λίγοι μόνο Αμφιλόχιοι (γιατί τους περισσότερους τους είχαν καθηλώσει οι Αμπρακιώτες) αφού συγκεντρώθηκαν στο Άργος, ετοιμάζονταν ν' αντιμετωπίσουν τον εχθρό κι ανακήρυξαν γενικό αρχηγό του συμμαχικού στρατού το Δημοσθένη που θα συνεργαζόταν με τους δικούς τους στρατηγούς. Ο Δημοσθένης πλησίασε στις Όλπες κ' έστησε στρατόπεδο σε σημείο όπου μια απότομη χαράδρα χώριζε τις δύο παρατάξεις. Πέντε μέρες δεν επιχείρησαν τίποτε και την έκτη παρατάχτηκαν και οι δύο στρατοί για μάχη. Ο στρατός των Πελοποννησίων ήταν πολυαριθμότερος και κάλυπτε μεγαλύτερο μέτωπο και ο Δημοσθένης από φόβο να μην κυκλωθεί, έστησε ενέδρα σ' ένα χαμηλό πέρασμα, γεμάτο θάμνους, όπου έβαλε οπλίτες και ψιλούς - τετρακόσιους περίπου - με διαταγή όταν αρχίσει η μάχη, να ορμήσουν απ' τον κρυψώνα τους και να χτυπήσουν τον εχθρό από πίσω, στο σημείο όπου υπερφαλάγγιζε την παράταξη. Όταν οι δύο ετοιμάστηκαν, άρχισε η συμπλοκή. Ο Δημοσθένης ήταν στη δεξιά πτέρυγα με τους Μεσσήνιους και λίγους Αθηναίους. Στην υπόλοιπη παράταξη ήσαν οι Ακαρνάνες με τους αρχηγούς τους και όσοι Αμφιλόχιοι ακοντιστές ήσαν εκεί. Οι Πελοποννήσιοι είχαν παραταχτεί ανακατεμένοι με τους Αμπρακιώτες, εκτός από τους Μαντινείς, οι οποίοι ήσαν, όλοι μαζί, στην αριστερή πτέρυγα, αλλά όχι στην άκρη της όπου βρισκόταν ο Ευρύλοχος με τους δικούς του. Αντίκρυζε τους Μεσσήνιους με το Δημοσθένη.

Καθώς άρχισε η μάχη και το αριστερό των Πελοποννησίων κύκλωνε το δεξιό των αντιπάλων, οι Ακαρνάνες που ενέδρευαν, πετάχτηκαν απ' τον κρυψώνα τους, τους χτύπησαν από πίσω και τους έτρεψαν σε φυγή. Ούτε προσπάθησαν ν' αντισταθούν και ο πανικός τους παρέσυρε και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού ο οποίος, άμα είδε ότι το τμήμα του Ευρύλοχου, που ήταν το καλύτερο, πάθαινε συμφορά, φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Η μεγαλύτερη συμβολή στην επιτυχία αυτή ήταν των Μεσσηνίων που βρίσκονταν στο σημείο εκείνο με το Δημοσθένη. Οι Αμπρακιώτες και όσοι ήσαν στη δεξιά πτέρυγα, νίκησαν και καταδίωξαν τους αντιπάλους τους προς το Άργος. Οι Αμπρακιώτες ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές της περιοχής. Αλλά όταν γύρισαν από τη καταδίωξη, είδαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους είχε νικηθεί. Άρχισαν να πιέζονται από τους Ακαρνάνες και υποχώρησαν με μεγάλη δυσκολία προς τις Όλπες. Σκοτώθηκαν πολλοί γιατί, εκτός από τους Μαντινείς, υποχωρούσαν άτακτα και χωρίς καμιά πειθαρχία. Οι Μαντινείκς υποχώρησαν με πολύ περισσότερη τάξη απ' όλο τον άλλο στρατό. Η μάχη τελείωσε προς το βράδυ.

Την επομένη, ο Μενεδάιος, που μόνος πιά ήταν αρχηγός, επειδή ο Ευρύλοχος και ο Μακάριος είχαν σκοτωθεί, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία τι να κάνει μετά από τόσο μεγάλη ήττα. Βλέποντας ότι δε θα μπορούσε ούτε να ανθέξει σε πολιορκία από γη και θάλασσα, ούτε να σωθεί προσπαθώντας να ξεφύγει, ζήτησε ανακωχή για να αποσυρθεί και να θάψει τους νεκρούς του. Ο Δημοσθένης και οι Ακαρνάνες έδωσαν τους νεκρούς, έστησαν τρόπαιο, σήκωσαν τους 300 δικούς τους, αλλά χωρίς να δεχτούν, φανερά, ν' αφήσουν όλο τον εχθρικό στρατό ν' αποσυρθεί, έκαναν κρυφή συμφωνία με τους Μαντινείς, το Μενεδάιο και τους άλλους εξέχοντες Πελοποννήσιους, να τους αφήσουν να φύγουν το ταχύτερο. Ο Δημοσθένης ήθελε ν' απομονώσει τους Αμπρακιώτες και τους μισθοφόρους που ήσαν μαζί τους αλλά και, κυρίως, να εκθέσει τους Λακεδαιμόνιους και τους Πελοποννήσιους στα μάτια των κατοίκων της περιοχής, δείχνοντάς τους ότι τους καταπρόδωσαν προτιμώντας το δικό τους συμφέρον. Οι Πελοποννήσιοι σήκωσαν τους νεκρούς τους και τους έθαψαν όπως και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, και όσοι είχαν την άδεια να φύγουν άρχισαν να ετοιμάζονται κρυφά.

Αλλά στο μεταξύ ο Δημοσθένης και οι Ακαρνάνες έμαθαν ότι οι Αμπρακιώτες, έχοντας υπόψη το πρώτο μήνυμα που τους είχε έρθει από τις Όλπες και χωρίς να ξέρουν τίποτε από τα όσα είχαν συμβεί, είχαν ξεκινήσει με όλο τους το στρατό από την πολιτεία τους και προχωρούσαν μέσα από τη χώρα των Αμφιλόχων για να ενωθούν με εκείνους που ήσαν στις Όλπες και να τους βοηθήσουν. Ο Δημοσθένης έστειλε ένα μέρος του στρατού του με οδηγίες να στήσουν ενέδρες στα περάσματα και να πιάσουν τις οχυρώσεις. Ταυτόχρονα ετοίμαζε το στρατό για να βαδίσει ο ίδιος εναντίον τους.

Στο μεταξύ οι Μαντινείς και όσοι άλλοι είχαν την άδεια να φύγουν, βγήκαν από τις Όλπες με πρόφαση να μαζέψουν λάχανα και φρύγανα, και άρχισαν λίγοι λίγοι, ν' απομακρύνονται σιγά σιγά. Όταν προχώρησαν σε αρκετή απόσταση από την Όλπη άρχισαν να βαδίζουν πιο γρήγορα. Αλλά οι Αμπρακιώτες και οι άλλοι, όσοι είχαν συγκεντρωθεί στις Όλπες, όταν είδαν πως οι άλλοι έφευγαν, όρμησαν κ' εκείνοι τρέχοντας για να τους προλάβουν. Στην αρχή οι Ακαρνάνες νόμισαν πως οι άλλοι έφευγαν χωρίς συμφωνία και άρχισαν να καταδιώκουν τους Πελοποννήσιους και τους άλλους. Όταν, μάλιστα, μερικοί από τους στρατηγούς τους προσπάθησαν να τους σταματήσουν, φωνάζοντάς τους ότι είχαν γίνει συμφωνίες με τους Πελοποννήσιους, ένας στρατιώτης τους έριξε ένα ακόντιο νομίζοντας πως είχαν προδώσει. Ύστερα, όμως, άφησαν τους Μαντινείς και τους Πελοποννήσιους και σκότωσαν τους Αμπρακιώτες. Δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση και ζωηρές αμφισβητήσεις για το ποιος είναι Αμπρακιώτης και ποιός Πελοποννήσιος και σκότωσαν περίπου 200. Οι άλλοι έφυγαν στη γειτονική Αγραϊδα, όπου τους δέχτηκε ο φίλους τους Σαλύνθιος, βασιλιάς των Αγραίων.

Οι Αμπρακιώτες που είχαν ξεκινήσει από την πολιτεία τους, έφτασαν στην Ιδομενή. Έτσι ονομαζόταν μια τοποθεσία με δύο ψηλούς λόφους. Τον ψηλότερο τον είχε καταλάβει, όταν νύχτωσε, ο στρατός τον οποίο είχε στείλει ο Δημοσθένης. Πρόφτασαν ν' ανέβουν εκεί απαρατήρητοι. Στον χαμηλότερο πρόφτασαν ν' ανέβουν οι Αμπρακιώτες και πέρασαν τη νύχτα εκεί. Προς το βράδυ και μετά το δείπνο, ξεκίνησε ο Δημοσθένης με το υπόλοιπο στράτευμα. Ο ίδιος, έχοντας το μισό στρατό, προχώρησε κατευθείαν προς τη τοποθεσία και ο υπόλοιπος στρατός πέρασε από τα βουνά της Αμφιλοχίας. Μόλις χάραξε, έπεσε ξαφνικά πάνω στους Αμπρακιώτες που ήσαν ακόμα στα στρώματα τους και δεν είχαν καταλάβει τι είχε γίνει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά νόμισαν πως δικοί τους ήσαν αυτοί που έρχονταν και τούτο επειδή ο Δημοσθένης είχε, από σκοπού, βάλει τους Μεσσήνιους στην εμπροσθοφυλακή και τους έδωσε διαταγή να μιλήσουν στις προφυλακές του εχθρού σε δωρικό ιδίωμα κ' έτσι να μην προκαλέσουν υποψίες στους σκοπούς οι οποίοι, άλλωστε, δε θα μπορούσαν να τους διακρίνουν, αφού ήταν νύχτα. Έτσι με την πρώτην επίθεσή του τους έτρεψαν σε φυγή. Τους περισσότερους τους σκότωσε επί τόπου, ενώ οι άλλοι σκόρπισαν στα βουνά. Αλλά τα περάσματα ήταν πιασμένα και οι Αμφιλόχιοι ήξεραν καλά τα μέρη τους και πλεονεκτούσαν, επειδή έιχαν ελαφρύ οπλισμό, ενώ οι Αμπρακιώτες ήσαν βαριά οπλισμένοι, δεν γνώριζαν τα μέρη και δεν ήξεραν προς τα που να πάνε. Έπεφταν σε χαράδρες ή σε ενέδρες και βρίσκαν το θάνατο. Δοκιμάζοντας να ξεφύγουν με κάθε τρόπο, μερικοί στράφηκαν προς την θάλασσα που δεν ήταν μακριά. Όταν είδαν τ' αθηναϊκά καράβια που παραπλέαν κοντά στην ακτή, την ώρα ακριβώς που γινόταν η καταδίωξη, έπεσαν και κολύμπησαν προς τα εκεί, γιατί προτιμούσαν μεσ' τον πανικό της στιγμής εκείνης να βρουν θάνατο απ' τα πληρώματα των καραβιών, παρά από τους βάρβαρους Αμφιλόχιους, τους χειρότερους εχθρούς τους.

Την επομένη πήγε στο Άργος κηρυκας των Αμπρακιωτών οι οποίοι απ' την Όλπη είχαν καταφύγει στους Αγραίους, και ζήτησε ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς, όσους είχαν σκοτωθεί μετά την πρώτη μάχη. Ήταν μεγάλη η κατάπληξη του κήρυκα όταν είδε το πλήθος τα αμπρακικά όπλα εκείνων που είχαν ξεκινήσει από την πολιτεία τους. Δεν ήξερε τη καταστροφή της Ιδομενής και νόμιζε πως ήσαν όπλα από τη μάχη της Όλπης. Κάποιος νομίζοντας πως ο κήρυκας έρχεται από μέρους εκείνων που είχαν πάθει τη καταστροφή της Ιδομενής, τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο έκπληκτος και πόσοι νόμιζε ότι σκοτώθηκαν. Όταν ο κήρυκας κατάλαβε ότι όσοι είχαν ξεκινήσει απ' την πολιτεία να τους βοηθήσουν, είχαν σκοτωθεί, έβγαλε φωνή απελπισίας και, καταταραγμένος από την έκταση της συμφοράς, έφυγε αμέσως, άπρακτος, χωρίς να ζητήσει την απόδοση των νεκρών.

Αν οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι είχαν ακούσει το Δημοσθένη και τους Αθηναίους, οι οποίοι τους έλεγαν να επιχειρήσουν να κάνουν εισβολή στην Αμπρακία, θα τη κυρίευαν με τη πρώτη έφοδο. Αλλά φοβήθηκαν ότι αν την εξουσίαζαν οι Αθηναίοι θα ήσαν πολύ πιο επικίνδυνοι γείτονες παρά οι Αμπρακιώτες.

Όταν έφυγαν οι Αθηναίοι και ο Δημοσθένης (μετά από τέτοια επιτυχία η επιστροφή του στην Αθήνα ήταν πιο εύκολη παρά μετά τη συμφορά της Αιτωλίας), οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι έκαναν ανακωχή με τους Αμπρακιώτες και τους Πελοποννήσιους που είχαν καταφύγει στο Σαλύνθιο και στους Αγραίους και τους άφησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους από τους Οινιάδες, όπου τους είχε μεταφέρει ο Σαλύνθιος. Αργότερα οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι έκανα εκατόχρονη ειρήνη με τους Αμπρακιώτες. Οι όροι της ειρήνης ήσαν οι ακόλουθοι. Ούτε οι Αμπρακιώτες είχαν υποχρέωση να βοηθούν τους Ακαρνάνες στις εκστρατείες τους εναντίον των Πελοποννησίων, ούτε οι Ακαρνάνες να βοηθούν τους Αμπρακιώτες στις εκστρατείες τους εναντίον των Αθηναίων. Θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλο για να υπερασπίζονται τη χώρα τους. Οι Αμπρακιώτες επιστρέψαν όσους ομήρους και όσα μέρη της Αμφιλοχίας είχαν και ανάλαβαν την υποχρέωση να μη βοηθούν το Ανακτόριο που ήταν εχθρός των Ακαρνάνων. Αφού τα συμφώνησαν αυτά τελείωσε ο πόλεμος μεταξύ τους. Αργότερα, όμως, οι Κορίνθιοι έστειλαν δική τους φρουρά στην Αμπρακία, 300 οπλίτες, με αρχηγό τον Ξενοκλείδα του Ευθυκλέους. Έφτασε εκεί από στεριά με μεγάλες δυσκολίες.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 8 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.