Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Μεγαρίδα PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Δευτέρα, 30 Νοέμβριος 2009 14:32

Η Μεγαρίδα είναι μικρή ορεινή χώρα μεταξύ Κορινθίας, Βοιωτίας και Αττικής. Η αρχική της έκταση, όταν τα δυτικά της σύνορα έφθαναν στον Ισθμό, ήταν 650 τ. χιλ., αλλά από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οπότε η Κόρινθος κατέλαβε το δυτικό της τμήμα, η χώρα περιορίστηκε σε 420 τ. χιλ. Η Μεγαρίδα εκτείνεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες: δυτικά έχει τον Κορινθιακό κόλπο και νότια τον Σαρωνικό, με δύο λιμάνια, των Παγών και της Νίσαιας αντίστοιχα, που υπήρξαν που υπήρξαν ορμητήρια για την εμπορική και αποικιακή δραστηριότητα των Μεγάρων. Τα χερσαία της όρια διαμορφώνονται από τους ορεινούς όγκους των Γερανείων δυτικά, του Κιθαιρώνα βόρεια, των υπωρειών των ορέων Πατέρα και Μακρού ανατολικά και του Τρικέρατου νοτιοανατολικά.

Η Μεγαρίδα, τόπος ορεινός, δασώδης και δύσβατος, εκτός της πεδιάδας των Μεγάρων, είχε ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη στα παράλια, στα οροπέδια ή τις πλαγιές των βουνών, που φιλοξενούσαν γεωργούς και μικροκαλλιεργητές, ενώ ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία. Υπήρχαν επίσης μελισσοκόμοι, έμποροι, βιοτέχνες και αλιείς. Υπολογίζεται ότι κατά τους κλασικούς χρόνους ο αριθμός των Μεγαρέων ελεύθερων πολιτών έφθανε τις 20.000.

Οι κυριώτερες πόλεις και κώμες που ήκμασαν κατά τους αρχαίους χρόνους, εκτός της πόλεως των Μεγάρων, ήταν οι Παγές, τα Αιγόσθενα, η Πάνορμος, η Ερένεια, ο Τριποδίσκος και η Κυνοσούρα.

Μέγαρα

Ως αρχαιότεροι προελληνικοί κάτοικοι των Μεγάρων αναφέρονται οι Λέλεγες. Εδώ αργότερα εγκαταστάθηκαν και οι Ίωνες. Όστρακα από κεραμικά της παλαιότερης αυτής περιόδου (Πρωτοελλαδικά ΙΙ περίοδος) βρέθηκαν στη Νίσαια, επίνειο της πόλης στα νότια, όπου σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε και ο τάφος του Λέλεγος. Η ίδια παράδοση αναφέρει ως πρώτο βασιλιά τον Κάρα, γιο του Φορωνέα από το Άργος. Μετά από ένα χάσμα 12 γενεών ακολούθησαν άλλοι 9 βασιλείς με τελευταίο τον Υπερίονα.

Οι Δωριείς, μετά την κάθοδο και εγκατάστασή τους στην Αργολίδα που παραδίδει η αρχαία γραμματεία, επέκτειναν την επικράτειά τους προς τα βόρεια και αφού κατέλαβαν και τη Μεγαρίδα από τους Ίωνες-Αθηναίους, εγκαταστάθηκαν εδώ, όταν στην Αθήνα βασίλευε ο Κόδρος. Πολύ αργότερα με τη συνομοσπονδία των πέντε κωμών της Ηραίας, Περαίας, Τριποδίσκου, Κυνοσούρας και Μεγάρων, τα οποία πριν ονομάζονται Νίσαια, στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα, ιδρύεται η πόλη-κράτος των Μεγάρων.

Τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα από αυτή την εποχή είναι οι θεμελιώσεις ενός μεγάλου κτίσματος, που βρέθηκε στο νότιο τμήμα της αρχαίας αγοράς, και δυτικά, σε μεγάλη απόσταση, οι κιβωτιόσχημοι τάφοι που περιείχαν αγγεία του τέλους του 8ου αι. π.Χ.

Στους πρώιμους ελληνικούς χρόνους τα Μέγαρα γνώρισαν μεγάλη ναυτική και εμπορική ακμή. Από τον 8ο αι. π.Χ. αρχίζει η ίδρυση αποικιών, πρώτα στη Σικελία (Υβλαία Μέγαρα) και ύστερα στην Προποντίδα (Αστακός, Χαλκηδόνα και Βυζάντιο, η αποικία του μυθικού οικιστή Βύζαντα). Στην αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.) παρατηρούνται οι πρώτες συνοριακές προστριβές με την Κόρινθο και την Αθήνα. Ο 6ος αι. π.Χ., παρά τις εσωτερικές διενέξεις μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, είναι περίοδος ακμής και δημιουργίας λαμπρών δημόσιων κτηρίων και έργων, όπως το υδραγωγείο του Μεγαρέα μηχανικού Ευπαλίνου, στα βόρεια της πόλης μέσα στον Ελαιώνα. Στα Μέγαρα έζησε και ο μεγάλος ελεγειακός ποιητής Θέογνις (570-480 π.Χ.).

Στους Περσικούς πολέμους οι Μεγαρείς συμμετείχαν με 20 πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και με 3.000 οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.). Για τους πεσόντες ιδρύθηκε κενοτάφιο στην αγορά της πόλης με επίγραμμα του Σιμωνίδη που διασώθηκε σε αντίγραφο. Ο 4ος αι. π.Χ., όμως, υπήρξε περίοδος προόδου και ευημερίας. Οι οικονομία, οι τέχνες και τα γράμματα άνθησαν. Οι εντόπιοι ιστορικοί Διευχίδας, Ηρέας και Πραξίων ανήκουν στην εποχή αυτή, καθώς και ο φιλόσοφος Στίλπων, οπαδός της μεγαρικής σχολής που ίδρυσε ο Ευκλείδης.

Στην ελληνιστική εποχή τα Μέγαρα θα περάσουν στα χέρια του Κασσάνδρου και το 307 π.Χ. καταλαμβάνονται από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος παίρνοντας ως λάφυρο τους δούλους της πόλης, επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην οικονομία της. Την ταραγμένη αυτή περίοδο τα Μέγαρα, για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, θα συμμετέχουν διαδοχικά στην Αχαϊκή συμμαχία (243 π.Χ.), μετά στη Βοιωτική (224 π.Χ.) και πάλι στην Αχαϊκή (190 π.Χ.) Το 146 π.Χ. θα κυριευτούν από τη Ρώμη και το 45 π.Χ. στη διάρκεια του ρωμαϊκού εμφύλιου πολέμου, θα καταστραφούν από τον Καίσαρα. Την αυτοκρατορική, όμως, περίοδο με τη βοήθεια της Ρώμης και την παγίωση της Pax Romana η πόλη σταδιακά θα φτάσει πάλι σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Τα Μέγαρα θα καταστραφούν εντελώς το 395 μ.Χ. με τις επιδρομές των Γότθων.

Η πόλη είχε δύο ακροπόλεις: ανατολικά της Καρίας και δυτικά του Αλκάθου. Και οι δύο ήταν οχυρωμένες. Τμήματα της οχύρωσης σώζονται μόνο στη δυτική ακρόπολη. Πάνω σε αυτήν ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη τριών ναών-ιερών, αφιερωμένων στην Αθηνά, και δύο άλλων, του Απόλλωνος και της Δήμητρας Θεσμοφόρου. Το 1934 στο κέντρο περίπου της ακρόπολης είχαν αποκαλυφθεί τα λαξεύματα της θεμελίωσης πάνω στον βράχο ενός εξάστυλου περίπτερου ναού μήκους 34,40 μ. της αρχαϊκής περιόδου, που ταυτίστηκε -χωρίς όμως να είναι βέβαιο- με έναν από τους ναούς από τους ναούς της Αθηνάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στο ίδιο λόφο και νοτίως της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, ήλθαν στο φως τμήματα των θεμελιώσεων και ενός άλλου ναού.

Στο διάσελο μεταξύ των δύο λόφων, σε κομβικό σημείο και πολύ κοντά στην αγορά, είχε κτιστεί η κρήνη του "Θεαγένη", μια από τις αρχαιότερες και η πλέον καλοδιατηρημένη της Ελλάδος. Οφείλει το όνομά της στην παράδοση που αναφέρει ότι είναι έργο του τυράννου της πόλης Θεαγένη (640-580 π.Χ.), χρονολογείται όμως αρκετά αργότερα (αρχές 5ου αι. π.Χ.).

Προχωρώντας προς τα νοτιοδυτικά φθάνει κανείς στη σημερινή Πλατεία Ηρώων, στον χώρο της αρχαίας αγοράς. Εδώ προπολεμικά είχε ερευνηθεί από τον Ι. Θρεψιάδη μεγάλο τμήμα της νότιας στοάς του 4ου αι. π.Χ. Πίσω από το προστώον υπήρχαν μια σειρά από μικρά ορθογώνια καταστήματα-γραφεία. Τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκε αρκετά αποσπασματικά τμήμα του δυτικού άκρου της στοάς αυτής. Στους υστερορωμαϊκούς χρόνους πάνω στα ερείπια της κτίζονται λουτρά μεγάλων διαστάσεων.

Η αγορά των Μεγάρων και ο χώρος γύρω από αυτήν παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα, καθώς εδώ υπήρχαν τα ηρώα και οι τάφοι των βασιλέων και ηρώων, όπως του Κοροίβου, ιδρυτή της κώμης του Τριποδίσκου και του Μεγαρέα ολυμπιονίκη του 720 π.Χ. και αργότερα στρατηγού Ορσίππου, που πρώτος σε αγώνα σταδίου έτρεξε γυμνός.

Κατηφορίζοντας μέσω της αρχαίας Ευθείας οδού και λοξοδρομώντας δεξιά έφθανε κανείς στο ιερό του Απόλλωνος Προστατηρίου με τρία λατρευτικά αγάλματα του Απόλλωνος, της Λητούς και της Αρτέμιδος, έργα του Πραξιτέλη. Στα δυτικά της σημερινής κεντρικής πλατείας βρέθηκε η νοτιοδυτική γωνία του τεμένους αυτού και δίπλα, μέσα σε αποθέτη του 5ου αι. π.Χ., μεγάλος αριθμός θραυσμάτων ερυθρόμορφων αγγείων, αφιερωμένων στο ιερό. Πολλά από τα λατρευτικά αγάλματα της πόλης απεικονίζονται στα χάλκινα νομίσματά της του 2ου-3ου αι. μ.Χ.

Εκτός από τα πολλά τμήματα της Ευθείας οδού, η οποία οδηγούσε στη Νίσαια (σημερινή Πάχη), βρέθηκαν και τμήματα άλλων τεσσάρων βασικών οδικών αρτηριών, όλα στα νότια της πόλης, που καταδεικνύουν ότι τα Μέγαρα δεν είχαν κανονικό πολεοδομικό σύστημα.

Τα πιο αξιόλογα ευρήματα των τελευταίων δεκαετιών είναι αναμφίβολα οι υπόγειοι θάλαμοι, τα "μέγαρα", που αποκαλύφθηκαν σε όλη την έκταση της πόλης. Ο αριθμός των κελλαριών αυτών ξεπερνά τα εκατό. Εδώ εκτελούνταν κάθε Οκτώβριο, στη γιορτή των Θεσμοφορίων προς τιμήν της Δήμητρας, ιεροπραξίες για την ευόδωση της σποράς. Τον δε υπόλοιπο χρόνο χρησίμευαν ως αποθήκες δημητριακών.

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως και τμήματα της νεότερης φάσης της οχύρωσης, η οποία ολοκληρώθηκε την πρώτη δεκαετία του 4ου αι. π.Χ. Τα μεγαλύτερα τμήματά της έχουν βρεθεί στα νότια. Την άμυνα ενίσχυαν και δύο σειρές προτειχίσματα.

Έξω από τα τείχη υπήρχαν τα νεκροταφεία, από τα οποία εντοπίσθηκαν τα έξι. Τα πιο σπουδαία ήταν εκείνα που βρίσκονταν εντός των μακρών τειχών, έξω από την πύλη της Κορίνθου στα νοτιοδυτικά και της πύλης του Τριποδίσκυ στα βορειοδυτικά. Οι τάφοι ήταν συνήθως σαρκοφάγοι από κογχυλιάτη λίθο. Πολλές ευκατάστατες οικογένειες είχαν τους τάφους μέσα σε καλοκτισμένους περιβόλους, σχήματος συνήθως Π.

Πάνω σε ορισμένους τάφους, ήδη από την αρχαϊκή περίοδο, υπήρχαν ανάγλυφες στήλες και αγάλματα. Δίπλα στη μνημειώδη γλυπτική υπάρχουν και μικρότερης κλίμακας γλυπτά που αφορούσαν την ιδιωτική λατρεία, όπως αυτή της Κυβέλης, η οποία στο αριστερό χέρι κρατάει τύμπανο, ενώ στο δεξί κρατούσε φιάλη, στα πόδια της αναπαύεται ένα λιοντάρι. Η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ένα από τα χαρακτηριστικά μικρά παραδείγματα είναι τραπεζοφόρο που απεικονίζει τον Διόνυσο. Ο κυλινδρικός κιονίσκος του τραπεζοφόρου άλλοτε στήριζε την οριζόντια πλάκα της τράπεζας. Ο θεός Διόνυσος απεικονίζεται ημίγυμνος να φέρει δορά πάνθηρος, στα πόδια φοράει εμβάδες. Είναι στερεωμένος με σταφύλια και αμπελόφυλλα.

Πάνω στον λόφο της Νίσαιας (Άγιος Γεώργιος Πάχης) ερευνήθηκε το μεγάλο, σχεδόν τριγωνικό σε κάτοψη, φρούριο του 5ου αι. π.Χ. με τους τετράγωνους πύργους και τα διπλά προτειχίσματά του. Σε μια μεταγενέστερη φάση το φρούριο επεκτείνεται προς τα δυτικά, μέχρι τον μεγάλο κυκλικό πύργο που χρησίμευε ως στρατιωτικό παρατηρητήριο και φάρος. Στο δυτικό άκρο της Νίσαιας υπάρχει μικρός λοφίσκος (Παλαιόκαστρο), όπου θα έπρεπε να αναζητήσουμε το Ποσειδώνιο που αναφέρει ο Θουκυδίδης.

Ανατολικά της Νίσαιας, στη χερσόνησο της Μινώας, ανασκάφηκαν τρία κτίσματα:το αρχαιότερο, ορθογώνια κάτοψη και πολύ καλή τοιχοδομία, είναι της υστεροαρχαϊκής περιόδου (τέλος 6ου αι. π.Χ.) και μάλλον ανήκει σε ιερό, ενώ τα άλλα δύο, με μικρούς γενικά χώρους, είναι των ρωμαϊκών χρόνων.

Τριποδίσκος

Η θέση του Τριποδίσκου τοποθετείται περίπου 10 χλμ βορειοδυτικά των Μεγάρων στις υπώρειες των Γερανίων.

Παγές

Οι Παγές ταυτίζονται με την οχυρωμένη ακρόπολη του δεύτερου μισού του 4ου αι. π.Χ., που βρίσκεται σε χαμηλό λόφο κοντά στο σημερινό Κάτω Αλεποχώρι, 20 χλμ βορειοδυτικά των Μεγάρων. Τμήματα του τείχους, καθώς και πύλη διακρίνονται στο ανατολικό και βορειοανατολικό τμήμα του λόφου. Τελευταίες έρευνες μεταξύ του λόφου και της ακτής ενισχύουν την υπόθεση ύπαρξης δύο παράλληλων σκελών τείχους, που συνέδεαν την πόλη με το λιμάνι, όπως συμβαίνει στα Μέγαρα και στα Αιγόσθενα.

Στη στενή πεδιάδα που εκτείνεται δυτικά της ακρόπολης, από τους πρόποδες των Γερανείων μέχρι τη θάλασσα, έχουν εντιπισθεί ιερά, νεκροταφεία και οικιστικές εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από τα γεωμετρικά χρόνια (9ος-8ος αι. π.Χ.) και μέχρι τον 5ο αι. π.Χ. Τα κατάλοιπα αυτά επιβεβαιώνουν τις γραπτές πηγές για τη συνοίκηση των κωμών της περιοχής αυτής στην οχυρωμένη πόλη των Παγών κατά τον 4ο αι. π.Χ. Ένα νεκροταφείο από βαθείς κιβωτιόσχημους τάφους, που χρονολογείται από τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. μέχρι την ελληνιστική περίοδο, είναι επισκέψιμο στο λόφο Πυργάρι, πάνω στον δρόμο Μεγάρων-Αλεποχωρίου, 150 μ. περίπου πριν την ακρόπολη.

Αιγόσθενα

Τα Αιγόσθενα ήταν η βορειότερη πόλη της Μεγαρίδας στα όρια με την Βοιωτία, λειτουργώντας ουσιαστικά ως συνοριακό φρούριο. Η πόλη φαίνεται ότι οχυρώνεται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. ίσως κατά την περίοδο της συμμαχίας Αθηναίων-Μεγαρέων για την αντιμετώπιση του μακεδονικού κινδύνου. Η ακρόπολη καταλαμβάνει χαμηλό λόφο, 450 μ. από την παραλία, με την οποία συνδέεται με τείχη που φθάνουν σε προστατευμένο λιμάνι. Από το φρούριο σώζεται σε καλή κατάσταση το ανατολικό τείχος της ακρόπολης, που ενισχύεται από τέσσερις υψηλούς τετράγωνους πύργους, καθώς και το βόρειο τείχος με πύργους, προμαχώνες και πύλη. Μικρή ανασκαφική έρευνα κοντά στην παραλία επιβεβαίωσε την ύπαρξη και νότιου τείχους, το οποίο η έρευνα αμφισβητούσε. Έβαινε παράλληλα με το ρέμα, γνωστό σήμερα ως Χώνι, ξεκινώντας από πύργο της ακρόπολης. Νεκροταφεία έχουν εντοπισθεί και εν μέρει ανασκαφεί στις υπώρειες των γύρω λόφων. Μικρές εκτάσεις γης βόρεια και ανατολικά του κάστρου παρείχαν δυνατότητες καλλιέργειας, ίσως αμπελιών για την παραγωγή του περίφημου αιγοσθενίτη οίνου. Πριν την οχύρωση των Αιγοσθένων, στα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια, υπήρχε μικρός οικισμός, ενώ αναφέρεται και λατρεία του Μελάμποδος, τοπικού μυθικού ήρωα με μαντικές ιδιότητες.

Τα Αιγόσθενα θα γνωρίσουν νέα ακμή από την παλαιοχριστιανική έως την ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Πάνορμος

Ανάμεσα στα Αιγόσθενα και στις Παγές, τοποθετείται η Πάνορμος, γνωστή για το λιμάνι της, που ταυτίζεται με τη σημερινή Ψάθα.

Εκτός των πόλεων και των οχυρωμένων οικισμών, ο ουσιαστικός ρόλος της Μεγαρίδας στα ιστορικά δρώμενα τεκμηριώνεται από ένα ορεινό, πυκνό δίκτυο δρόμων που υποστηρίζονται και φυλάσσονται από πύργους ή οχυρωμένους οικισμούς. Από κάθε κύριο δρόμο, όπως είναι φυσικό, ξεκινούν μικρότεροι, οι οποίοι συνδέουν απόμερους, σχεδόν κρυφούς οικισμούς, δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο δίκτυο επικοινωνίας στην καρδιά του κράτοτς και ταυτόχρονα κοντά στα σύνορα με την αθηναϊκή και τη βοιωτική γη.

 

 

Ο βασικός δρόμος που ενώνει τη Μεγαρίδα με τη Βοιωτία είναι ο λεγόμενος "δρόμος των πύργων" που διέρχεται από δύο μικρά εύφορα οροπέδια, το Μεγάλο και Μικρός Βαθυχώρι, στον δυτικό όγκο του Πατέρα. Ο δρόμος αυτός είναι η συντομότερη και ασφαλέστερη στρατιωτική οδός που ενώνει την Πελοπόννησο με τη Στερεά Ελλάδα, αποφεύγοντας την Αττική. Στην πορεία του φρουρείται από σειρά πύργων κτισμένων σε επιτελικά σημεία. Σε πυκνότερη διάταξη βρίσκονται έξι πύργοι στα Βαθυχώρια από τους οποίους σε εξαιρετική κατάσταση σώζεται ένας στρογγυλός, στη βορειοανατολική παρυφή του Μεγάλου Βαθυχωρίου, τριώροφος με τοξοθυρίδες και υδρορροή. Ο πύργος αυτός περιβάλλεται από ορθογώνιο περίβολο, ενώ σύστημα απιόσχημων δεξαμενών στη γύρω περιοχή καθώς και αποσπασματικοί τοίχοι τον συνδέουν με γειτονική μικρή εγκατάσταση.

Η συνοριακή γραμμή Μεγαρίδας?ττικής στο νότιο τμήμα φαίνεται πως υποστηρίζεται από έναν ακόμη σημαντικό δρόμο, γνωστό ως "πέρασμα Καντύλι". Ο δρόμος ξεκινούσε από την πεδιάδα των Μεγάρων με ανατολική πορεία και έστρεφε βόρεια, προς την Αγία Τριάδα στο Μυρίνι, ακολουθώντας τη δυτική όχθη του ρέματος που ταυτίζεται με τον ποταμό Ίαπι. Τα ακριβή όρια της Μεγαρίδας με την Αττική παραμένουν ωστόσο ασαφή. Αυτός είναι ο λόγος που η συνοριακή πόλη Ερένεια, αν και αναφέρεται από τον Παυσανία ως μεγαρική, φαίνεται να ανήκει στην αθηναϊκή κυριαρχία. Ταυτίζεται με τη θε΄ση στον ’γιο Γεώργιο της κοιλάδας των Κούνδουρων, που διαθέτει φρούριο ελλειπτικής κάτοψης, το νότιο τείχος του οποίου ενισχύεται απί τρεις ημικυκλικούς πύργους και χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. Η κοιλάδα των Κούνδουρων εκτός του φρουρίου έχει σειρά πύργων που επικοινωνούν οπτικά μεταξύ τους προς όλες τις κατευθύνσεις και ενισχύουν τον έλεγχο της συνοριακής γραμμής των δύο πόλεων-κρατών. Το ορεινό σύνορο των δύο χωρών στο νοτιότερο τμήμα είναι το όρος Τρικέρατον, που χωρίζει το Μεγαρικό από το Ελευσινιακό πεδίο΄Στην ευρύτερη περιοχή τοποθετείται και η Οργάς, η ιερή πεδιάδα της Ελευσίνας, που ανήκε στη Δήμητρα. Η θέση ταυτίζεται πιθανότατα με την κοιλάδα που δημιουργείται στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Τρικέρατου, ανάμεσα στα βουνά, όπου υπάρχουν ενδείξεις οχυρωμένου οικισμού των ελληνιστικών χρόνων.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 17 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.