echo $parameters['introduction'] ?>
(George's Site)
Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) |
![]() |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Παρασκευή, 07 Νοέμβριος 2008 13:21 |
![]() Το 306, ο Κωνστάντιος πέθανε στην Υόρκη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίων των Πικτών. Παρά τις νόμιμες αξιώσεις του Σεβήρου, ο στρατός του Κωνστάντιου στη Βρετανία ανακήρυξε ως αρχηγό τον γιό του Κωνσταντίνο. Αυτή η σφετεριστική πράξη ξεσήκωσε και άλλους σε παρόμοιες ενέργειες, και ο στρατός στη Ρώμη ανακήρυξε στη συνέχεια ως αύγουστο κάποιον Μαξέντιο γιο του πρώην αυτοκράτορα της Δύσης Μαξιμιανού, ο οποίος και φρόντισε να αποκτήσει ουσιαστικό έλεγχο της Ιταλίας και της Αφρικής.
Το 310, σε μια προσπάθεια να περισώσει κάτι από το ναυάγιο, ο Γαλέριος έθεσε ως στόχο να αποσπάσει τη Ρώμη από τον έλεγχο του Μαξέντιου, σε μια στρατιωτική εκστρατεία που κατέληξε σε αποτυχία. Το 311 ο Γαλέριος πέθανε και η ισχύς του στη Μικρά Ασία και στην Ανατολή περιήλθε ολοκληρωτικά στον Μαξιμίνο, αλλά με τον Λικίνιο να ασκεί έλεγχο στις ευρωπαϊκές επαρχίες που άλλοτε βρίσκονταν υπό την εξουσία του αυγούστου της Ανατολής. Ο θάνατος του Γαλέριου προλείανε το έδαφος για τη διαδικασία κατά την οποία οι υπόλοιποι αύγουστοι επιχειρούσαν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον μια για πάντα.
Για να προσελκύσει άνδρες κύρους στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας δώρισε οικόπεδα σε όσους έκτιζαν ιδιωτικές κατοικίες στην πόλη. Το 332 καθιέρωσε ένα τακτικό σιτηρέσιο που προερχόταν από την πλούσια συγκομιδή του αιγυπτιακού καλαμποκιού. Η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως και η δημιουργία της συγκλήτου της δεν προέκυψαν απλώς για να αυτοεξυμνηθεί ο Κωνσταντίνος: ήταν αμφότερες προσεκτικά υπολογισμένες ενέργειες στο πλαίσιο μια πραγματιστικής πολιτικής. Η μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτών των πολιτικών πράξεων ήταν να συγκεντρωθεί η υπαλληλική αριστοκρατία της Ανατολικής Μεσογείου σε μια ενιαία πολιτική κοινότητα και να δημιουργηθεί έτσι η αίσθηση κοινών ενδιαφερόντων και κοινής ταυτότητας στις άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε επίσης αρκετά καλά μέχρι ποιο σημείο τα υλικά κίνητρα θα προωθούσαν τις θέσεις της νέας του θρησκείας. Το 312 δήλωσε επίσημα ότι όσοι προσχωρούσαν στον χριστιανικό κλήρο θα απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους προς το συμβούλιο της γενέθλιας πόλης τους, πολιτική που φαίνεται προκάλεσε ταχεία συρροή ανδρών υψηλής κοινωνικής θέσης στους κόλπους της Εκκλησίας. Μετά τη νίκη του εναντίον του Λικίνιου, ο Κωνσταντίνος εξουσιοδότησε τους αρχηγούς των χριστιανικών κοινοτήτων να λάβουν από το αυτοκρατορικό ταμείο όσα χρήματα χρειάζονταν για να επεκτείνουν, να εξωραΐσουν ή να κατασκευάσουν χώρους λατρείας. Παράλληλα, οι ’γιοι Τόποι περιέχονταν και πάλι με μεγαλειώδη τρόπο στον νέο πλούσιο λαό του Θεού, με την ανέγερση του ναού του Πανάγιου Τάφου στην Ιερουσαλήμ και του ναού της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Το 325 ο αυτοκράτορας προέδρευσε της Συνόδου της Νίκαιας, η οποία συνήλθε με κύριο σκοπό να εξετάσει τη σχέση του Θεού-Πατέρα προς τον Θεό-Υιό. Η συμμετοχή του αυτοκράτορα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το αν η θέση την οποία φαίνεται να υποστήριξε ο Κωνσταντίνος στη Νίκαια θεωρήθηκε τελικά ως αιρετική από τους επερχόμενους αυτοκράτορες και τις μελλοντικές συνόδους. Τα διατάγματα τέτοιων "Οικουμενικών Συνόδων" είχαν την ισχύ αυτοκρατορικών νόμων. Η διαφωνία σήμαινε εναντίωση όχι μόνο στη θέληση του Θεού, αλλά και στη θέληση του ίδιου του αυτοκράτορα. Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια 325 μ.Χ.)
Το όλο πράγμα ηχεί ειρωνικά, αν θυμηθούμε ότι μερικούς μήνες πριν την σύνοδο ο Κωνσταντίνος είχε απευθύνει κοινή επιστολή στον Αλέξανδρο και στον Άρειο, λέγοντάς τους ξεκάθαρα ότι η φιλονικία τους ήταν γενικά ασήμαντη με τη λατρεία του Θεού. Τους παρότρυνε να ακολουθήσουν το παράδειγμα των φιλοσόφων που συμφωνούν να έχουν ο καθένας τη δική του άποψη σε ορισμένα ήσσονος σημασίας θέματα, διατηρώντας παράλληλα την ενότητα του δόγματός τους. Γιατί τότε αναμείχθηκε σε μια ιδιαίτερα δυσνόητη διαμάχη που δεν τον ενδιέφερε καθόλου; Πιθανότατα επειδή κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους επισκόπους. Θεώρησε ότι ήταν χρέος, όπως το παρουσίασε σε μια άλλη περίπτωση, να καταστείλει τη διχόνοια "διότι εξαιτίας της η Ανώτατη Θεότητα μπορεί ενδεχόμενα να στραφεί όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων, αλλά ακόμα εναντίον εμού του ιδίου στον οποίο έχει εμπιστευθεί όλα τα επίγεια ζητήματα". Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό ρωμαϊκό συναίσθημα: ως Μέγας Αρχιερέας (Pontifex Maximus, ο Κωνσταντίνος ήταν υπεύθυνος για την ορθή λατρεία της Θεότητας και όχι για φιλοσοφικές μικρολεπτομέρειες. Ωστόσο τα όσα συνέβησαν στη Νίκαια έμελλε να δεσμεύσουν τον αυτοκράτορα σε κάτι που δεν αποτελούσε δική του ευθύνη, δηλαδή στον ορισμό και στην επιβολή της ορθοδοξίας, ακόμα και δια της βίας, εφόσον ήταν αναγκαίο. Από αυτό το σημείο και έπειτα δεν υπήρχε επιστροφή. Ο γιος του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος Β', υπερασπίστηκε σθεναρά τον αρειανισμό και επιπλέον διακήρυξε ότι η δική του προσωπική γνώμη σε τέτοια ζητήματα θα αποτελούσε "τον κανόνα". Ο Βάλης ακολούθησε την ίδια γραμμή και μάλιστα έστειλε στην πυρά μια ομάδα αντιπάλων του, που υπήρξαν υποστηρικτές της Συνόδου της Νίκαιας. Ο Θεοδόσιος Β' ακολούθησε εντελώς αντίθετη πολιτική και διέταξε όλους τους υπηκόους του να αποδεχτούν τις αποφάσεις της Νίκαιας: οι διαφωνούντες έχαναν το δικαίωμα να συναθροίζονται και αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή εάν προκαλούσαν ταραχές. Παράλληλα, η αυτοκρατορική νομοθεσία περιέλαβε μακροσκελείς καταλόγους αιρέσεων, οι οπαδοί των οποίων θα υφίσταντο διωγμούς, θα εκδιώκονταν από τις πόλεις και δεν θα είχαν άδεια να πραγματοποιήσουν τις ιεροτελεστίες τους. Ο Θεοδοσιανός Κώδικας, περιέχει συνολικά 65 διατάγματα εναντίον των αιρετικών. Το καθεστώς είχε μετατραπεί σε θεοκρατία. Ο Κωνσταντίνος έχει πια γίνει ο ίδιος χριστιανός, όπως αποκαλύπτουν πολλές ενδείξεις: στα νομίσματα εγκαταλείπονται οι αναφορές στην ηλιολατρία και ο ηλιολατρικός τίτλος invictus (αήττητος) αντικαθίσταται από τον τίτλο victor (νικητής), ενώ κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη το 326, ο αυτοκράτορας αρνείται να ανέβει στο Καπιτώλιο για να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Ωστόσο οι τελετές που έγιναν για τα εγκαίνια της πρωτεύουσας με την παρουσία ενός ειδωλολάτρη ιεροφάντη και ενός ειδωλολάτρη ιεροτελεστή και ίσως και με τη μεταφορά του αγάλματος της Αθηνάς Παλλάδος, του παλλαδίου της Ρώμης, μαρτυρούν ότι ορισμένα μη χριστιανική τυπικά διατηρούνται. Το 326, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (δεδομένου ότι οι υπόνοιες περί μοιχείας αποτελούν μάλλον επίβουλες διαδόσεις), ο Κωνσταντίνος βάζει να δολοφονήσουν τον γιο του από πρώτο γάμο Κρίσπο και στη συνέχεια τη δεύτερη γυναίκα του Φαύστα. Ο Κωνσταντίνος, το 333, αποφασίζει να μοιράσει την αυτοκρατορία του στους τρεις γιους του: τον Κωνσταντίνο Β', τον Κωνστάντιο Β' και τον Κώνσταντα, καθώς επίσης στους εγγονούς της μητριάς του, Θεοδώρας. Για τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, που επήλθε στις 11 Μαΐου του 337, ακολούθησε μια βέβαιη περίοδος μεσοβασιλείας, ώσπου 11 Σεπτεμβρίου του 337 οι γιοι του αυτοανακηρύχθηκαν αύγουστοι. Είχε προηγηθεί μια ανταρσία στους στρατιωτικούς κόλπους της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιώτες απαίτησαν να μην τους κυβερνήσει "κανένας άλλος εκτός από τους γιους του Κωνσταντίνου", και οι εγγονοί της Θεοδώρας, μαζί με πλήθος συγγενών και υποστηρικτών τους, σφαγιάσθηκαν. Ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες ήταν ο Γάλλος και ο Ιουλιανός, οι δύο μικρότεροι γιοι του εκτελεσθέντος ετεροθαλούς αδελφού του Κωνσταντίνου, Ιουλίου Κωνστάντιου. Ο Ιουλιανός θεωρήθηκε πάρα πολύ μικρός για να δολοφονηθεί, ενώ ο ετεροθαλής αδελφός του, Γάλλος, ήταν αρκετά άρρωστος, ώστε η δολοφονία του να θεωρηθεί περιττή. Η κληρονομιά του Κωνσταντίνου στον στρατιωτικό τομέα φαίνεται θετική και σηματοδοτείται από τη δημιουργία του κινητού στρατού του
|
LAST_UPDATED2 |