Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Ιουστινιανός Α' (527-565) PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Παρασκευή, 07 Νοέμβριος 2008 18:55
Η ενθρόνιση του Ιουστινιανού προανήγγειλε την πιο εμπνευσμένη περίοδο διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κόσμου από την εποχή του Διοκλητιανού. Μεταξύ του 527 και 541, ανέλαβε την ολοκληρωτική αποκατάσταση του ρωμαϊκού κράτους. Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο ως μοναδικός αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 527, διαδεχόμενος τον ηλικιωμένο θείο του, Ιουστίνο. Ο Ιουστινιανός ήταν, όπως και ο θείος του, στρατιωτικός και φαίνεται ότι κέρδισε τον θρόνο με την υποστήριξη του στρατού, γεγονός που πρέπει να ενόχλησε τους αριστοκρατικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Επομένως, είχε μεγάλη σημασία ο νέος αυτοκράτορας να επιβάλει την εξουσία του όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Η βασική προτεραιότητα του Ιουστινιανού ήταν να αποκαταστήσει τον αυτοκρατορικό έλεγχο στη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Από τις πρώτες ενέργειες κατά τα έτη 528-529 ήταν η θέσπιση μέτρων για τον συντονισμένο διωγμό των ειδωλολατρών που υπήρχαν ακόμη στους κόλπους των ανωτέρων τάξεων, καθώς επίσης των αιρετικών και των ομοφυλόφιλων. Το 532 ανέλαβε την πρώτη (από τις πολλές που θα ακολουθούσαν) προσπάθεια για την συμφιλίωση των οπαδών και των αντιπάλων της Συνόδου της Χαλκηδόνος στους κόλπους της Εκκλησίας. Αυτή η προσπάθεια συνδύαζε μια καταφανώς γνήσια απόπειρα να διατυπωθεί μια θεολογική θέση, την οποία θα μπορούσαν όλοι να επικροτήσουν. με την απερίφραστη αποφασιστικότητα να τιμωρηθούν και να αποκλειστούν εκείνοι οι μεμονωμένοι επίσκοποι που είχαν εναντιωθεί στις αυτοκρατορικές αρχές. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας θέλησε να δικαιολογήσει ιδεολογικά τον ενεργό ρόλο τον οποίο ήταν αποφασισμένος να διαδραματίσει στη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Ο Ιουστινιανός υποστήριξε, με τρόπο πολύ πιο κατηγορηματικό από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του, ότι το κύρος του αυτοκράτορα και το κύρος της ιεροσύνης απέρρεαν από την ίδια θεϊκή πηγή και ότι ο αυτοκράτορας, και μόνον αυτός, είχε την ευθύνη να ρυθμίζει τα του κλήρου και της Εκκλησίας. Η αυτοκρατορική εθιμοτυπία υιοθέτησε μιαν εντεινόμενη θρησκευτική χροιά, δίνοντας έμφαση στη μοναδική θέση που κατείχε ο αυτοκράτορας στο επίκεντρο της θεϊκής και κοσμικής εξουσίας.

Τρία γεγονότα σημαδεύουν τα πρώτα χρόνια της μακράς βασιλείας του: η σύναψη ειρήνης με την Περσία, το νομοθετικό έργο, η επιστροφή της βίας στις πόλεις. Οι εχθροπραξίες με την Περσία, που ξανάρχισαν μεταξύ 528 και 531, τερματίζουν με μια "αιώνια" ειρήνη, που απαιτεί από το Βυζάντιο να καταβάλει 11.000 λίτρες χρυσού και να επιτρέψει την επιστροφή εντός της αυτοκρατορίας των φιλοσόφων της Σχολής των Αθηνών, που είχε κλείσει με διαταγή του Ιουστινιανού το 529.

Ιουστινιάνειος Κώδικας

Μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, μία δεκαμελής επιτροπή, αποτελούμενη από ανώτερους υπαλλήλους και τον νομοδιδάσκαλο Τριβωνιανό, καταφέρνει να εκδώσει τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, εμπεριστατωμένη συλλογή των αυτοκρατορικών νόμων και των τροποποιήσεων τους που ίσχυαν ακόμα, ταξινομημένων κατά θέματα. Η πρώτη έκδοση (529) αντικαθίσταται από δεύτερη, βελτιωμένη, το 534, που περιλαμβάνει πολλές καινούργιες Νεαρές (Novellae). Με εισήγηση του Τριβωνιανού, το έργο συμπληρώνεται με μία συλλογή νομικών κειμένων της κλασσικής εποχής του ρωμαϊκού δικαίου, τον Πανδέκτη (Digesta), το 534, και ένα νομικό εγχειρίδιο, τις Εισηγήσεις (Institutiones) του Ιουστινιανού, που περιελάμβαναν τις κλασικές εργασίες των Ρωμαίων συγγραφέων (Γάιος, Ουλπιανός κ.α) και συνόψιζαν τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις των αυτοκρατόρων. Η επιστημονική γνώση των βυζαντινών νομομαθών επέτρεψε έτσι να μεταδοθεί στους μεταγενέστερους το ρωμαϊκό δίκαιο, που αποτελεί βάση για πολλούς νεότερους ευρωπαϊκούς κώδικες.

Η Στάση του Νίκα

Την ίδια εποχή η πρωτεύουσα κυλιέται κυριολεκτικά "στη φωτιά και στο αίμα" λόγω της στάσης του Νίκα (13-19 Ιανουαρίου 532), που ξέσπασε με αφορμή την άρνηση του επάρχου να αμνηστεύσει δύο δολοφόνους. Ανάμεσα στις επευφημίες των φατριών στον Ιππόδρομο ακούγονται μαζί με τη λέξη "Νίκα" παράπονα και η απαίτηση να απολυθεί ο έπαρχος Ιωάννης ο Καππαδόκης, αλλά και ύβρεις εναντίον του αυτοκράτορα που τον χαρακτηρίζουν επίορκο και γάιδαρο σαμαρωμένο. Στη συνέχεια ο δήμος προσπαθεί να αναγορεύσει αυτοκράτορα έναν συγγενή του Αναστασίου, τον πατρίκιο Υπάτιο. Το πλήθος πυρπολεί επίσης τμήμα του Ιπποδρόμου και τα διπλανά κτίρια (τα λουτρά του Ζευξίππου, την είσοδο του Παλατίου, την έδρα του επάρχου του πραιτωρίου, τη Σύγκλητο, την Αγία Σοφία). Ο Ιουστινιανός, που ένα τμήμα της φρουράς του τον είχε εγκαταλείψει, είχε μάλλον τη διάθεση να τραπεί σε φυγή, αλλά φαίνεται πως η ενεργητικότητα της συζύγου του Θεοδώρας, πρώην ηθοποιό, την οποία μια σύγχρονη πηγή διασύρει ως πολυπράγμονα ιερόδουλη, τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Με την επέμβαση των ανδρών του Βελισαρίου, που στάθμευαν έξω από τα τείχη, αποκαθίσταται η τάξη, που κόστισε χιλιάδες ζωές.

Αρχή της επανάκτησης

Η αταξία στο εσωτερικό ενδέχεται να εξώθησε τον Ιουστινιανό να ξεκινήσει, για αντιπερισπασμό, την εκστρατεία στην Αφρική και τις άλλες επιχειρήσεις "κατάκτησης" στη Δύση, αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι αυτές οι κινήσεις εντάσσονταν σε προμελετημένο σχέδιο. Ήδη από το 533, 15.000 άνδρες με επικεφαλής τον Βελισάριο είχαν ξεκινήσει με στόλο που κατέπλευσε στη Σικελία. Εκεί πληροφορ9ύνται από εμπόρους ότι ο στόλος των Βανδάλων είχε αποπλεύσει από την Καρχηδόνα για τη Σαρδηνία, όπου η αυτοκρατορία είχε υποκινήσει εξέγερση. Οι Βυζαντινοί αποβιβάζονται χωρίς προβλήματα στη Βυζακηνή (στην Καπούτβαδα -Caput Vada- στο σημερινό Σαχέλ της Τυνησίας) και καταλαμβάνουν σχεδόν αμαχητί την Καρχηδόνα στις 14 Σεπτεμβρίου 533, ανακτώντας τους θησαυρούς που είχε μεταφέρει ο Γιζέριχος από τη Ρώμη το 455 και μεταξύ αυτών, καθώς λέγεται, τα πλούτη που είχε αρπάξει κάποτε ο Τίτος από τον Ναό των Ιεροσολύμων. Ο βασιλιάς Γελίμερος τρέπεται σε φυγή, αλλά δεν θα αντισταθεί για πολύ και θα βρεθεί να παρελαύνει μεταξύ των αιχμαλώτων στον θρίαμβο που οργανώνεται στην Κωνσταντινούπολη το 534, προτού εξοριστεί στη Μ. Ασία, ενώ τμήμα των στρατευμάτων του κατατάσσεται στον βυζαντινό στρατό και αποστέλλεται στο περσικό μέτωπο. Με το διάταγμα του 534 οργανώνεται η επαρχία της Αφρικής. Πιο περιορισμένη από ό,τι κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η βυζαντινή Αφρική παραμένει εκτεταμένη επαρχία που περιλαμβάνει τα εδάφη των Βανδάλων από την Τριπολίτιδα μέχρι τις Βαλεαρίδες, την Κορσική και τη Σαρδηνία, τη Νουμιδία, ένα τμήμα της Σιτιφιανής Μαυριτανίας, ορισμένα λιμάνια όπως το Σέπτο (Ceuta) και την Τίγγιδα (Ταγγέρη). Μεταξύ μάλιστα του 532 και του 615 περιλαμβάνει και μια περιοχή γύρω από την Καρθαγένη που η αυτοκρατορία ανακτά από τους Βησιγότθους. Όπως συνέβαινε κατά την εποχή των τελευταίων Βανδάλων και θα συμβαίνει συχνά και στη συνέχεια, ο νέος έπαρχος Σολόμων έχει να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Βερβέρων και σε μία από αυτές τις μάχες θα σκοτωθεί στο Cilium (Kasserine). Ας σημειωθεί εδώ ότι οι πολύ αποσπασματικές πληροφορίες που έχουμε από τα κείμενα συμπληρώνονται εν μέρει ή και καταρρίπτονται από τα τεκμήρια της επιγραφικής και της αρχαιολογίας, που δίνουν μια ολιγότερο ζοφερή εικόνα της βυζαντινής Αφρικής. Η άμυνα της επικράτειας στηρίζεται σ' ένα οργανωμένο δίκτυο οχυρώσεων που επιτρέπουν τον έλεγχο της γύρω περιοχής με περιορισμένα σώματα φρουράς, και μέχρι τις πρώτες αραβικές επιδρομές η επαρχία έχει σχετική ασφάλεια. Μολονότι το αστικό τοπίο συρρικνώνεται, ακολουθώντας μια διαδικασία ανάλογη προς εκείνη που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, υπάρχει ωστόσο μια σχετική ευμάρεια που βασίζεται στις εξαγωγές αγροτικών ή βιοτεχνικών προϊόντων (σιτάρι, λάδι, ενσφράγιστη κεραμική).

Ο Βελισάριος, αφού γιόρτασε τον θρίαμβό του και την υπατεία του την 1η Ιανουαρίου 535, στράφηκε κατά της Ιταλίας. Η βυζαντινή επέμβαση λαμβάνει ως πρόσχημα την εξόντωση από τον νέο Οστρογότθο βασιλιά Θευδάτο (534-536) της κόρης του Θεοδωρίχου Αμαλασούνθας, που ασκούσε την αντιβασιλεία στο όνομα του γιου της Αταλαρίχου. Η εκστρατεία στην αρχή επιτυγχάνει: η Σικελία ανακτάται ήδη από το 535, η Νάπολη το 536, ενώ ο στρατός μπαίνει στη Ρώμη στις 9 Δεκεμβρίου. Οι διάφορες επιθέσεις των Γότθων υπό την καθοδήγηση του νέου βασιλιά Ουίτιγγι, σύζυγο μιας εγγονής του Θεοδωρίχου (536-539) -πολιορκία της Ρώμης για πάνω από ένα χρόνο, ανάκτηση του Μιλάνου και σφαγή των Ρωμαίων πολιτών- αναχαιτίζονται από τον Βελισάριο που ενισχύεται από τις δυνάμεις του ευνούχου Ναρσή. Ο Βελισάριος εισέρχεται τελικά στη Ραβένα το 540 και συλλαμβάνει τον Ουίτιγγι, τον οποίο παίρνει μαζί του στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους θησαυρούς του Θεοδωρίχου. Η νέα όμως αυτή επιτυχία υποκινεί τη ζήλια της Θεοδώρας. Ο Βελισάριος μολονότι είχε αρνηθεί το στέμμα που του προσέφεραν οι Οστρογότθοι στη Ραβένα, θεωρείται ύποπτος για φατριαστικές κινήσεις και αποστέλλεται στο περσικό μέτωπο, ενώ το 542 καθαιρείται και η περιουσία του κατάσχεται, πράγμα που ίσως αποτελούσε και το ουσιαστικό κίνητρο αυτής της δυσμένειας.

Πόλεμος με την Περσία

Από τις αρχές της δεκαετίας του 540, όμως, η διάθεση φιλοδοξίας και αυτοπεποίθησης που χαρακτήριζε τα 14 πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού άρχισε να αντικαθίσταται από μία πιο μελαγχολική στάση. Αυτό οφειλόταν σε ποικίλους λόγους. Άνδρες συντηρητικών πεποιθήσεων, όπως ο ιστορικός Προκόπιος και ένας άλλος σύγχρονος συγγραφέας, ο Ιωάννης Λυδός, άρχισαν να αισθάνονται ότι η τιμή για την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δόξας της Ρώμης, σε ότι αφορά τις εσωτερικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ήταν κάπως υψηλή. Και οι δύο συγγραφείς, για παράδειγμα, έχουν ιδιαίτερα αρνητική άποψη για την πολιτική του υπουργού εσωτερικών και οικονομικών του Ιουστινιανού, του Ιωάννη Καππαδόκη. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει ότι αυτός έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε το 541.

Η δεκαετία του 540 σημαδεύεται από μία μεταστροφή στα πράγματα της αυτοκρατορίας, που αντιμετωπίζει απανωτές φυσικές καταστροφές και δυσκολίες σε όλα τα μέτωπα. Ανήσυχος για τις βυζαντινές επιτυχίες στη Δύση και την πρόοδο του χριστιανισμού στον Καύκασο, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης εκμεταλλεύεται την ισχνή πλέον στρατιωτική παρουσία των Βυζαντινών στην Ασία για να εξαπολύσει επίθεση στη Μεσοποταμία και να βαδίσει κατά της Αντιόχειας. Η μητρόπολη δεν καταφέρνει να αμυνθεί, καταλαμβάνεται, λεηλατείται και ένα μέρος του πληθυσμού της εκτοπίζεται, πράγμα που δεν είχε ποτέ ξανασυμβεί τους τρεις προηγούμενους αιώνες. Έχοντας ήδη δοκιμαστεί από τους σεισμούς του 526 και του 528, η πόλη ξαναχτίστηκε, αλλά τα ανακαινισμένα τείχη αφήνουν απ' έξω το νησί όπου βρισκόταν το ανάκτορο, ο ιππόδρομος, ο καθεδρικός ναός και άλλα σημαντικά κτίρια. Επέρχεται έτσι μια ισορροπία δυνάμεων. Η σύγκρουση με τους Σασσανίδες περιορίζεται, από το 545 και μετά, στη Λαζική (περιοχή στρατηγικής σημασίας που επιτρέπει την κάθοδο των φυλών του βόρειου Καύκασου προς τα νότια και απαγορεύει την πρόσβαση των Περσών στη Μαύρη Θάλασσα, την οποία οι Πέρσες προσπαθούν να αφαιρέσουν από τον έλεγχο των Βυζαντινών) ή στις επιχειρήσεις που φέρνουν αντιμέτωπους τους Γασσανίδες και τους Λαχμίδες Άραβες, που είναι αντίστοιχα σύμμαχοι οι μεν των Βυζαντινών οι δε των Περσών.

Η κατάσταση αυτή ανατρέπεται, όταν ξεσπάει πανδημία βουβωνικής πανώλης. Η Μεγάλη Πανώλη εκδηλώνεται το φθινόπωρο του 541 στην Αίγυπτο, χτυπάει την πρωτεύουσα την άνοιξη του 542, αλλά και στη Γάζα, την Αντιόχεια και τη Συρία τον ίδιο χρόνο, εξαπλώνεται στη Μ. Ασία, στα Βαλκάνια και φτάνει μέχρι τη Δύση το 543. Μεταδίδεται κυρίως στις πόλεις και στις παράκτιες περιοχές και ακολουθεί τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους που τη μεταφέρουν μαζί με τα εμπορεύματα. Οι επανεμφανίσεις της είναι περιοδικές μέχρι τα τέλη του αιώνα και θα αραιώσουν μόλις κατά τον 7ο αι. Οι μαρτυρίες των κειμένων των συγγραφέων της εποχής, είναι σαφείς ως προς τις συνέπειες της: προβλήματα αποκομιδής των πτωμάτων, που ξεπερνούν τις 230.000 σύμφωνα με τον Ιωάννη της Εφέσου, έλλειψη σίτου και οίνου τον επόμενο χρόνο, επειδή σπάνιζαν τα εργατικά χέρια για τη συγκομιδή, άνοδος των τιμών και των μισθών που ένα διάταγμα και μία Νεαρά προσπαθούν να ελέγξουν.

Ο πόλεμος ωστόσο συνεχίζεται στην Ιταλία. Αφενός, ο βυζαντινός στρατός, που πλήττεται επίσης από την πανώλη, δεν διαθέτει πλέον τις απαραίτητες δυνάμεις, αφού στο εξής αναγκάζεται να πολεμήσει και πάλι με τους Πέρσες και να διαιρέσει τη δύναμή του. Αφετέρου, οι πολυαριθμότερες φρουρές των Οστρογότθων καταφέρνουν να διατηρήσουν ορισμένες πόλεις, ιδίως στον βορρά, και είναι ακόμα, παρά τις εσωτερικές τους έριδες, ικανές να εξαπολύουν επιθέσεις, καταλαμβάνοντας, για παράδειγμα, ξανά τη Ρώμη το 546 και μία δεύτερη φορά το 550 με επικεφαλής τον Βαδουίλα/Τουτίλα (541-552). Ο Βελισάριος και ο Ναρσής κατάφεραν τελικά να νικήσουν τον Τουτίλα και τον διάδοχό του Τεΐα (552), δύο φορές στα Απένινα όρη (στη Βουσταγαλλώρων -Busta Gallorum- και στο Γάλακτος Όρος -Mons Lactarius-), και κανένας άλλος βασιλιάς δεν θα τους διαδεχθεί πλέον, μολονότι η Λούκκα, η Κύμη και η Καπύη αντιστέκονται μέχρι το 554 και η Βερόνα μέχρι το 562.

Παρά την επίσημη ρητορική που υμνεί την αποκατάσταση της ελευθερίας και την επιστροφή στις ευτυχισμένες μέρες του παρελθόντος, η Ιταλία υπέφερε πολύ από τις παρατεταμένες εκστρατείες, τις πολιορκίες, τις λεηλασίες και τις καταστροφές στις πόλεις, όπως και από την πανώλη και τον λιμό. Ο πληθυσμός της Ρώμης, που είχε ήδη μειωθεί στους 200.000 κατοίκους μετά την άλωση του 410 και πιθανόν στους 100.000 στις αρχές του αιώνα, ανέρχεται μόλις σε 30.000 κατοίκους στο τέλος του πολέμου. Ένα τμήμα της ρωμαϊκής αριστοκρατίας αποδεκατίστηκε από τους Γότθους ά κατέφυγε στις πιο προστατευμένες κτήσεις της ή και στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο Κασσιόδωρος, που εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα το 550, προτού να αποσυρθεί οριστικά στις γαίες του στο Βιβάριο και στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει εκεί. Η πόλη, έχοντας χάσει πολλούς βιοτέχνες και εμπόρους, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται πρόσφυγες από την ύπαιθρο, αρχίζει να χάνει τον αστικό της χαρακτήρα. Πολλές λιγότερο σημαντικές αστικές περιοχές ερημώνονται, για παράδειγμα στην Καμπανία και την Απουλία, ή εγκαταλείπονται, και οι κάτοικοι καταφεύγουν σε πολίσματα εγκατεστημένα πιο ψηλά ή με καλύτερη άμυνα. Μόνο η Ραβένα που δεν την άγγιξε ο πόλεμος, δεν υποβαθμίζεται, επειδή λειτουργεί ως πρωτεύουσα και διατηρεί τη σημασία της λόγω των σχέσεών της με την Ανατολή. Πολλές αγροτικές περιοχές, όπως το Βρύττιο, δεν θα ξαναβρούν την ευμάρεια που γνώρισαν στις αρχές του αιώνα. Η Σικελία που δεν υπέστη τις καταστροφές του πολέμου, μοιάζει, αντίθετα, να ακμάζει και να έχει αυξήσει τη στρατηγική και οικονομική της σημασία εντός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό τοπίο έχει, επομένως, αλλάξει πολύ: η Ιταλία δεν είναι πια το κέντρο της αυτοκρατορίας, ούτε καν ο σεβαστός εταίρος που υπήρξε κατά τον 5ο αι. Παρά τις διακηρύξεις της Pragmatica Sanctio (554) περί αποκατάστασης της παραδοσιακής ρωμαϊκής διοίκησης και κοινωνίας, η εξουσία περνάει προοδευτικά από τους παλαιούς αριστοκράτες συγκλητικούς αφενός σε μία τάξη ανώτερων αξιωματικών που διαθέτουν περιουσία και αφετέρου στην Εκκλησία. Η Ιταλία γίνεται μιε περιθωριακή επαρχία που το Βυζάντιο, δεχόμενο το ίδιο επιθέσεις σε άλλα μέτωπα, δεν θα μπορέσει πια να υπερασπιστεί επιτυχώς απέναντι σε νέες εισβολές.

Η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού καταλαμβάνει τώρα μια πιο εκτεταμένη επικράτεια που πρέπει να προστατευθεί με περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις. Θα ήταν ωστόσο λάθος να καταδικάσει κανείς την πολιτική της επανάκτησης λόγω του μεγάλου κόστους της -ας μην ξεχνάμε ότι ξανάδωσε στην αυτοκρατορία την Αφρική και τη Σικελία, δύο παραγωγικές επαρχίες που θα της είναι χρήσιμα στηρίγματα, η πρώτη για ένα και πλέον αιώνα και η δεύτερη για τρεις περίπου αιώνες. Κυρίως όμως θα ήταν λάθος να κρίνει τη βασιλεία του Ιουστινιανού επηρεασμένος από τους επικριτές του καιρού εκείνου ή υπό το πρίσμα των μεταγενέστερων γεγονότων και μιας κοινωνικής εξέλιξης που οι σύγχρονοι δεν αντιλαμβάνονταν στον καιρό τους. Πρέπει πράγματι να θεωρήσουμε το αυτοκρατορικό ιδεώδες του Ιουστινιανού στα πλαίσια της ζωντανής ακόμα παράδοσης για την κατάκτηση της οικουμένης, που διεκδικούσε η Ρώμη και τώρα πια η Νέα Ρώμη.

Με αυτό ακριβώς το πνεύμα, ο αυτοκράτορας προσπάθησε, ήδη από την αρχή της βασιλείας του, να διατηρήσει και τη θρησκευτική ομόνοια, έργο που το δυσκόλεψαν η επιστροφή της καθολικής ως επί το πλείστον Αφρικής και οι πολιτικές σχέσεις με την παποσύνη. Στην Ανατολή δεν ξέρουμε αν οι αποκλίνουσες συμπεριφορές του Ιουστινιανού, που είναι οπαδός της συνόδου της Χαλκηδόνος και ενίοτε θεολόγος (έγραψε μία πραγματεία εναντίον του Ωριγένη), και της Θεοδώρας, που τάσσεται υπέρ των μονοφυσιτών, ανταποκρίνονται απλώς στις προσωπικές τους πεποιθήσεις ή εκφράζουν την προσπάθεια να εξισορροπηθούν οι δύο τάσεις. Όσο ζει η Θεοδώρα (που πεθαίνει το 548) και υπό την προστασία της, οι μονοφυσίτες δημιουργούν μία παράλληλη εκκλησία που ξεκινώντας από την Αίγυπτο, όπου υπάρχουν δύο παράλληλα πατριαρχεία, εκτείνεται μέχρι τη Μ. Ασία και τη Μεσοποταμία ή την Αραβία, με την παρώθηση Σύριων επισκόπων, όπως ο Ιωάννης της Εφέσου, ένας πρώην μοναχός της Άμιδας, και ο Ιάκωβος Βαραδαίος στην Έδεσσα ή ο Θεόδωρος της Αραβίας στη Βόστρα. Το 554 ο Ιουστινιανός εκδίδει διάταγμα, το λεγόμενο έδικτον των Τριών Κεφαλαίων, που καταδικάζει κείμενα νεστοριανών τάσεων της σχολής της Αντιόχειας με την ελπίδα να επιτύχει τη συμφιλίωση με τους μονοφυσίτες, θέλοντας να τους πείσει ότι η Χαλκηδόνα ήταν πιστή στην αλεξανδρινή χριστολογία. Αντί όμως να φέρει την ειρήνη, το διάταγμα δυσαρέστησε και τη Ρώμη και τους κύκλους της Χαλκηδόνος και τους μονοφυσίτες. Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος, η δεύτερη που συγκαλείται στην Κωνσταντινούπολη (553-554), επιβεβαιώνει τις τέσσερις προηγούμενες και την αυτοκρατορική ερμηνεία. Θα χρειαστούν όμως ισχυρές πιέσεις μέχρι ο πάπας Βιγίλιος, ο οποίος αρνείται να παραστεί στις συνεδριάσεις, μολονότι βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, να πειστεί ότι πρέπει να την επικυρώσει. Στη συνέχεια πολλοί απειθείς επίσκοποι εξορίζονται ή φυλακίζονται.

Ειρήνη με την Περσία

Η πτώση του Αττίλα και στη συνέχεια η αναχώρηση των Γότθων στην Ιταλία είχαν αφήσει τα βορείως του Δούναβη εδάφη στα χέρια διαφόρων γερμανικών βαρβαρικών λαών (Γεπίδες και Λογγοβάρδοι στην Παννονία, Έρουλοι γύρω από τη Σιγγιδόνα), στους Σκλαβήνους (μεταξύ Δούναβη και βόρειας πλευράς των Καρπαθίων) και στους Άντες (μεταξύ του Δούναβη και του Δνείστερου αρχικά, και αργότερα μεταξύ του Δνείπερου και του Δον) και τέλος στα τουρκικά φύλα (Βούλγαροι στον κάτω Δούναβη, Κουτρίγουροι και Ουτίγουροι στις στέπες βορείως της Μαύρης Θάλασσας). Το 540 τα τουρκικά φύλα επιδίδονται σε καταστροφικές επιδρομές φτάνοντας μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και τον ισθμό της Κορίνθου. Ακολουθώντας τη συνηθισμένη στρατηγική, ο Ιουστινιανός προσπαθεί με ελιγμούς να στρέψει τη μία ομάδα εναντίον της άλλης, και σχετικά τα καταφέρνει, ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει μεγάλες προσπάθειες να οχυρώσει τα limes και τα Βαλκάνια γενικότερα, όπου ο Προκόπιος του αποδίδει την κατασκευή 600 οχυρών.

Το 540-542, σλαβικά φύλα, που η παρουσία τους μαρτυρείτε από τις αρχές του 6ου αι. στα βόρεια του Δούναβη, διαβαίνουν για μια ακόμη φορά τον ποταμό, το 550 λεηλατούν ακόμα και τη Θράκη και καταλαμβάνουν την πόλη Τόπηρο, ενώ το 550 και το 551 οι Σλάβοι φτάνουν μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, μία από τις ομάδες τους μέχρι τα Μακρά Τείχη της Κωνσταντινούπολης το 552 και, τέλος, λεηλατούν ξανά το Ιλλυρικό. Το 558-559 Κουτρίγουροι και Σκλαβηνοί με ε0ικεφαλής τον Ζαβεργάν απειλούν την πρωτεύουσα, προκαλώντας τον πανικό των κατοίκων και την κινητοποίηση της αυτοκρατορικής φρουράς και όλων των στρατεύσιμων ανδρών. Χάρη στον Βελισάριο, που κλήθηκε εσπευσμένα να αναλάβει τη διοίκηση, η απειλή απομακρύνθηκε αλλά τους αιχμαλώτους χρειάστηκε να τους εξαγοράσουν με χρυσάφι.

Χρυσάφι (30.000 νομίσματα ετήσια χορηγία) στοίχισε επίσης και η πεντηκονταετής ειρήνη με την Περσία, μετά από διαπραγματεύσεις που διεξήγε στο Δάρα ο μάγιστρος των οφφικίων Πέτρος ο Πατρίκιος. Η Περσία παραιτείται από κάθε διεκδίκηση επί της Λαζικής, την οποία είχε ανακαταλάβει από το 541 μέχρι το 549, ενώ οι δύο αυτοκράτορες δεσμεύονται να μη δέχονται πλέον τους εκατέρωθεν φυγάδες, να μη χτίσουν νέα φρούρια κοντά στα σύνορα, και επίσης αποφασίζουν να περιορίσουν τις εμπορικές ανταλλαγές σε συγκεκριμένες πόλεις (Καλλίνικον, Νίσινη, Δούβιο -Ντβιν-, Δάρας).

Στις 14 Σεπτεμβρίου 565 ο Ιουστινιανός πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών, αναθέτοντας την εξουσία στον ανεψιό του Ιουστίνο Β'. Σύμφωνα με τον ποιητή της αυτοκρατορικής αυλής, Κόριππο, "το δέος που προκάλεσε ο θάνατος αυτού του ανθρώπου απέδειξε ξεκάθαρα ότι αυτός είχε κατακτήσει τον κόσμο. Μόνο αυτός, με όψη ευσεβή, φάνταζε μακάριος εν μέσω θρήνων". Η σορός του καλύφθηκε με ταφικό ένδυμα (pallium) διακοσμημένο με παράσταση που παρουσιάζει τον αυτοκράτορα να ποδοπατάει τον βασιλιά των Βανδάλων Γελίμερο, ενώ τον περιβάλλουν προσωποποιήσεις της Ρώμης και της Αφρικής και αλληγορίες των ηττημένων λαών, κλασικά θέματα της νίκης του αυτοκράτορα, που εμφανίζονται στους σολίδους του 5ου αι. Ανάμεσα στις υπερβολές της εγκωμιαστικής ρητορίας και τις υπερβολικές επικρίσεις από ανθρώπους του καιρού του ή μεταγενέστερους, το έργο που κληροδότησε ο Ιουστινιανός παραμένει εντυπωσιακό.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 14 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.