Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Ρώμη και Κωνσταντινούπολη PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τετάρτη, 19 Νοέμβριος 2008 17:22

Στη Νεαρά 123, ο Ιουστινιανός διακρίνει "τους μακαριωτάτους αρχιεπισκόπους και πατριάρχας" και αναφέρει, κατά την τάξη, τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, τα Ιεροσόλυμα. Οι πέντε έδρες δεν επηρεάζουν εξίσου τη ζωή της αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Η Κωνσταντινούπολη, που το πατριαρχείο της βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, και η Ρώμη, που ενσωματώνεται ξανά στην αυτοκρατορία από τον Ιουστινιανό, πρέπει να εξεταστούν πρώτες.

Ρώμη

Μολονότι κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα ανήκει στην αυτοκρατορία της Δύσης και στη συνέχεια, μέχρι την επανάκτηση, στο οστρογοτθικό βασίλειο, η Εκκλησία της Ρώμης πρέπει να αναφερθεί εδώ τόσο για τον ρόλο που ποτέ δεν έπαψε να διαδραματίζει στην ιστορία της αυτοκρατορικής Εκκλησίας αλλά και επειδή, από τον Ιουστινιανό μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, εξαρτάται αμεσότερα από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης.

Η πρωτοκαθεδρία που κατέχει η Ρώμη εντός της Εκκλησίας μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Στα μάτια των Εκκλησιών της Ανατολής, πρόκειται για τιμητικά πρωτεία στο σώμα των επισκόπων και η αυθεντία που αναγνωρίζεται στον πάπα είναι ηθικής φύσης. Στην ίδια τη Ρώμη αναπτύσσεται αντιθέτως μια εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποία η, θεϊκής προέλευσης, αυθεντία της "αποστολικής έδρας" έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο: οι πάπες, διάδοχοι του Αγίου Πέτρου, διαθέτουν εντός της Εκκλησίας, σε ζητήματα σχετικά με το δόγμα και την πειθαρχία, εξουσίες που ο Χριστός εμπιστεύτηκε στον πρώτο των αποστόλων.

Αυτές οι παλιές διεκδικήσεις ισχυροποιούνται κατά τα τέλη του 4ου αιώνα. Το Decretum Gelasianum, που ο πυρήνας του χρονολογείται αναμφίβολα σε αυτή την εποχή, αναφέρει τα λόγια του Χριστού ("συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν", για να βεβαιώσει ότι τα πρωτεία της Ρώμης θεσμοθετήθηκαν από τον Θεό και όχι από μια σύνοδο. Επιμένοντας στον ρόλο του Πέτρου, δύο άλλες έδρες καταφέρνουν να ξεχωρίσουν επίσης: η Αλεξάνδρεια, την οποία ίδρυσε ο Μάρκος, μαθητής του Πέτρου, κατέχει τη δεύτερη θέση μέσα στην Εκκλησία, ενώ η Αντιόχεια, που την ίδρυσε ο Πέτρος, την τρίτη. Το συγκεκριμένο επιχείρημα αποκλείει για την Κωνσταντινούπολη τη δυνατότητα να διεκδικήσει ειδική θέση. Εδώ το ζητούμενο είναι αναμφίβολα να δοθεί απάντηση στον 3ο κανόνα της πρώτης συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381) που, αντανακλώντας την εκκλησιολογία της Κωνσταντινούπολης, αναπτύσσει ένα επιχείρημα πολιτικού τύπου.

Αυτές οι διεκδικήσεις εφαρμόζονται στον πειθαρχικό τομέα. Έτσι, ο πάπας Ιούλιος δεν λαμβάνει υπόψη τη, νόμιμη ωστόσο, παύση του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Ένας κανόνας της συνόδου της Σερδικής (343), που του δίνει εκ των υστέρων δίκιο, ορίζει για κάθε κληρικό το δικαίωμα να προσφεύγει κατ' έφεση στη Ρώμη: οι πάπες διαθέτουν έτσι σε ολόκληρη την Εκκλησία δικαίωμα ακύρωσης των αποφάσεων ή και το δικαίωμα να δικάζουν τελεσιδίκως.

Κατά τον 5ο αιώνα, δεν λείπουν τα λαμπρά παραδείγματα κληρικών της Ανατολής που, εκτιμώντας ότι δεν κρίθηκαν σωστά στα δικά τους δικαστήρια, προσφεύγουν στη Ρώμη, όπως συμβαίνει με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, τον Νεστόριο και τον Ευτυχή. Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας δικάζει εκ νέου δύο κληρικούς που καταδικάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ο πατριάρχης Ιωάννης ο Νηστευτής τού διαβιβάζει τα στοιχεία της δίκης. Ο προκάτοχος του Γρηγορίου Πελάγιος Β' είχε επίσης ακυρώσει τις αποφάσεις μιας τοπικής συνόδου που είχε συγκαλέσει ο Ιωάννης ο Νηστευτής. Τέτοιες περιπτώσεις ωστόσο είναι σπάνιες.

Οι επίσκοποι της Ρώμης διεκδικούν επίσης αυθεντία σε ζητήματα πίστης και το Decretum Gelasianum εφαρμόζει στην Εκκλησία της Ρώμης τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: "...την εκκλησίαν, μη έχουσαν ούτε σπίλον η ρυτίδα η τι των τοιούτων". Η στάση που κράτησαν οι πάπες κατά τους θεολογικούς αγώνες του 4ου και του 5ου αιώνα ενισχύει τις διεκδικήσεις της Ρώμης, αφού, defacto, οι πάπες, κατ' αντίθεση προς τους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, υπερασπίστηκαν την ορθοδοξία. Έτσι, μετά το σχίσμα του Ακακίου το 519, οι λεγάτοι (τοποτηρητές) του πάπα Ορμίσδα παρουσιάζουν στον πατριάρχη Ιωάννη Κωνσταντινουπόλεως μια δήλωση που αναγνωρίζει ότι στην κοινότητα πίστης με τη Ρώμη "εδράζεται η πλήρης και πραγματική δύναμη της χριστιανικής θρησκείας".

Αυτή η θέση, που καθιστά την κοινότητα πίστης με τη Ρώμη ακρογωνιαίο λίθο της ορθοδοξίας, θέτει ιδιαίτερα το πρόβλημα του ρόλου των συνόδων στον ορισμό της ομολογίας πίστης. Εξετάζοντας την τακτική που ακολούθησαν οι οικουμενικές σύνοδοι, φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είναι απόλυτα: αν η Ρώμη διαδραματίζει μικρό ή μηδενικό ρόλο στη Νίκαια και την Κωνσταντινούπολη, οι θέσεις της βαρύνουν πολύ στην Έφεσο ή τη Χαλκηδόνα. Ωστόσο, ακόμα και εκεί, οι επίσκοποι θεωρούν ότι η πίστη δεν ορίζεται στη Ρώμη, αλλά με τη συναίνεση των Εκκλησιών, όπως αυτή εκφράζεται στη σύνοδο. Στη μοναρχική αντίληψη της Ρώμης αντιπαρατίθεται έτσι μια εκκλησιολογία πιο συλλογική. Αυτή είναι μία από τις αιτίες για διενέξεις, ενώ η άλλη είναι βέβαια η ανάπτυξη της επισκοπικής έδρας της Κωνσταντινούπολης, την οποία οι πάπες βλέπουν με ανησυχία.

Μετά την επανάκτηση, η έδρα της Ρώμης μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πέντε πατριαρχεία της αυτοκρατορίας και, αφού μπορεί να παρεμβαίνει ευκαιριακά στην Ισπανία, στην Αφρική, στο φραγκικό βασίλειο ή και στην Αγγλία συμβάλλοντας στον εκχριστιανισμό τους, μπορεί κανείς να προσπαθήσει να ορίσει τι ανήκει ειδικότερα στην αρμοδιότητα της. Οι εξαρτώμενες από αυτήν Εκκλησίες δεν αποτελούν ομοιογενές σύνολο. Στην ίδια την Ιταλία, που σύντομα θα καταστραφεί από την εισβολή των Λογγοβάρδων, ο πάπας έχει υπό την άμεση δικαιοδοσία του τις "περί την Ρώμην" επαρχίες (suburbicariae), δηλαδή όλο το νότιο τμήμα της χερσονήσου αρχίζοντας από την Τοσκάνη, αλλά και τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κορσική. Σε όλες αυτές τις επαρχίες, ο πάπας ασκεί παραδοσιακά εξουσία μητροπολιτικού τύπου. Παρεμβαίνει στον διορισμό και την ενθρόνιση των επισκόπων, τους οποίους συγκεντρώνει μία φορά τον χρόνο σε σύνοδο. Οι επισκοπές πάλι της βόρειας Ιταλίας εξαρτώνται από τρεις μητροπόλεις: του Μιλάνου, της Ακυληίας και αργότερα της Ραβέννας. Η πολύ ελαστικότερη εξουσία, εκτός από την περίπτωση της Ραβέννας, που ασκούν εκεί οι πάπες είναι στην καλύτερη περίπτωση πατριαρχικού τύπου.

Η εξουσία αυτή παρακωλύεται από την εισβολή των Λογγοβάρδων που, μετά το 569, αναστατώνει την περιοχή, και από το σχίσμα της Ακυληίας που, μετά τη δεύτερη σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 553, χωρίζει μόνιμα το Μιλάνο, την Ακυληία και τους υποκείμενους σε αυτές επισκόπους από την κοινότητα πίστης με τη Ρώμη. Οι πάπες έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν τις φιλοδοξίες των μητροπολιτών της Ακυληίας, που κατέφυγαν στο Γκράντο μετά την εισβολή των Λογγοβάρδων και που λαμβάνουν τον 6ο αιώνα τον τίτλο του πατριάρχη, αλλά και τις φιλοδοξίες των "αρχιεπισκόπων" της Ραβέννας, που στηρίζονται στην αίγλη της πόλης τους, πρωτεύουσας της εξαρχίας.

Εκτός από την Ιταλία, στον πάπα υπακούει και το Ιλλυρικό. Στο δυτικό Ιλλυρικό, η Ρώμη ασκεί εξουσία πατριαρχικού τύπου και, ακόμη και κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας παρεμβαίνει (ανεπιτυχώς) στην εκλογή ενός μητροπολίτη των Σαλώνων. Το ανατολικό Ιλλυρικό θέτει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Αφού δόθηκε στον Θεοδόσιο Α' από τον Γρατιανό, έγινε το 395, μαζί με τις δύο διοικήσεις της Μακεδονίας και της Δακίας, η υπαρχία του Ιλλυρικού που εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η οργάνωση της Εκκλησίας θα εναρμονιζόταν με την οργάνωση της αυτοκρατορίας. Αλλά ο πάπας Δάμασος ήρθε σε συμφωνία με τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης, πρωτεύουσας της διοίκησης της Μακεδονίας, και ο διάδοχος του Δαμάσου Σιρίκιος έκανε τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης "αποστολικό βικάριο", χωρίς τον οποίο δεν μπορούσε να χειροτονηθεί κανένας επίσκοπος για τη Μακεδονία.

Αυτή η συμφωνία, που διατηρούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, την έμμεση εξουσία της Ρώμης επί του Ιλλυρικού, αναβάθμιζε επίσης τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, που η δικαιοδοσία του επεκτεινόταν στην πράξη σε δύο πολιτικές διοικήσεις. Το 421, ο Θεοδόσιος Β' εκδίδει νόμο που θέτει τις Εκκλησίες του Ιλλυρικού υπό την εξουσία της Κωνσταντινούπολης, αλλά ο πάπας Βονιφάτιος και ο αυτοκράτορας Ονώριος καταφέρνουν να τον αναστείλουν. Χωρίς τυπικά να καταργείται, το βικαριάτο της Θεσσαλονίκης φαίνεται να ορίζεται κυρίως αρνητικά: οι δεσμοί με τη Ρώμη είναι χαλαροί, αλλά το Ιλλυρικό ξεφεύγει από την άμεση επιρροή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Κατά τον 6ο αιώνα, ο Ιουστινιανός, για να τιμήσει τη γενέτειρα του, την Ιουστινιανή Πρώτη, δίνει στον αρχιεπίσκοπο της πόλης δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη διοίκηση της Δακίας, που ξεφεύγει έτσι από την εξουσία της Θεσσαλονίκης. Αυτή τη, θεωρητικά ανεξάρτητη, νέα εκκλησιαστική περιφέρεια τη μετέτρεψε ο Ιουστινιανός, μετά από αίτημα του πάπα Βιγιλίου, σε αποστολικό βικαριάτο. Η εξουσία του ποντίφικα στο Ιλλυρικό φαίνεται πως πολλές φορές υπήρξε μόνον θεωρητική.

Ακόμα και υπό την κυριαρχία των Οστρογότθων βασιλέων, οι πάπες δεν θεώρησαν ποτέ τον εαυτό τους εκτός της αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως λόγω του Ακακιανού σχίσματος, οι δεσμοί τους με την Κωνσταντινούπολη είχαν χαλαρώσει. Η κατάσταση αλλάζει με τον θάνατο του Αναστασίου. Μόλις ο Ιουστίνος αναλαμβάνει την εξουσία το 518, τερματίζει το σχίσμα, και η διατύπωση που οι λεγάτοι του πάπα Ορμίσδα βάζουν τον πατριάρχη Ιωάννη να υπογράψει σημαδεύει μια πραγματική συνθηκολόγηση εκ μέρους της έδρας της Κωνσταντινούπολης: η χαρακτηριστική σύνδεση της Εκκλησίας της Ρώμης, όπου η πίστη διατηρήθηκε πάντα άθικτη, με τον Πέτρο επαναβεβαιώνεται. Ο πατριάρχης Ακάκιος καταδικάζεται και διαγράφεται από τα δίπτυχα μαζί με τους τέσσερις διαδόχους του, καθώς και με τους αυτοκράτορες Ζήνωνα και Αναστάσιο. Το 526, ο πάπας Ιωάννης Β' αποστέλλεται από τον Θεοδώριχο στην Κωνσταντινούπολη. Είναι η πρώτη φορά που πάπας επισκέπτεται την πρωτεύουσα και δέχεται πολλές τιμές: ο Ιωάννης Β' τελεί τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και στέφει εκ νέου τον αυτοκράτορα. Το 536, κατά την άφιξη του πάπα Αγαπητού επικρατεί η ίδια ατμόσφαιρα, και ο μονοφυσίτης Άνθιμος, που η Θεοδώρα είχε βάλει να τον εκλέξουν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αποσύρεται από μόνος του, αφήνοντας τη θέση του στον Μηνά, που τον ενθρονίζει ο Αγαπητός.

Η επανάκτηση σηματοδοτεί μια αλλαγή. Ο Ιουστινιανός εξακολουθεί να αποδίδει μεγάλη σημασία στην αποστολική έδρα, αλλά οι πάπες υπάγονται πλέον στην εξουσία του. Ήδη το 537, η Θεοδώρα και ο Βελισάριος καταφέρνουν να καθαιρεθεί και να εξοριστεί, κατηγορούμενος επί προδοσία, ο πάπας Σιλβέριος, που τον αντικαθιστά ο Βιγίλιος. Με την υπόθεση των Τριών Κεφαλαίων, ο Βιγίλιος καλείται στην Κωνσταντινούπολη, όπου δέχεται έντονες πιέσεις. 0 Ιουστινιανός υποδεικνύει στη σύνοδο του 553 να τον αφορίσει, και ο Βιγίλιος θα ενταχθεί ξανά στους κόλπους της Εκκλησίας μόνον αφού αποδεχτεί τις αποφάσεις της συνόδου. Πεθαίνει λίγο αργότερα, και ο Ιουστινιανός επιλέγει για διάδοχο του τον διάκονο Πελάγιο, που αλλάζει στάση και καταδικάζει τα Τρία Κεφάλαια.

Μετά την επανάκτηση, οι πάπες εμφανίζονται ως πατριάρχες ενσωματωμένοι στην αυτοκρατορία. Για την εκλογή τους, που γίνεται στη Ρώμη, όπως και η ενθρόνιση τους, χρειάζεται καταρχήν άδεια του αυτοκράτορα ή του έξαρχου, που είναι ο αντιπρόσωπος του. Έτσι οι πάπες αντλούν τη νομιμότητα τους από δύο πηγές: μία τοπική εκλογή και μία επικύρωση εκ μέρους του αυτοκράτορα.

0 ρόλος που διαδραματίζουν οι πάπες στην ζωή και τη διοίκηση της Ρώμης και της Ιταλίας ενισχύεται μετά την επανάκτηση. Έχουμε, λοιπόν, μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση σε σχέση με αυτό που παρατηρούμε αλλού ως προς την εξέλιξη της θέσης των βυζαντινών επισκόπων. Η Pragmatica Sanctio, που δημοσιεύει το 555 ο Ιουστινιανός μετά από αίτημα του Βιγιλίου για να ρυθμίσει τις υποθέσεις της Ιταλίας, είναι χαρακτηριστική αυτής της τάσης: στον πάπα ανατίθεται ρόλος στον έλεγχο των μέτρων και σταθμών, ενώ "οι επίσκοποι και οι πρωτεύοντες" της Ιταλίας εκλέγουν τους κυβερνήτες των επαρχιών.

Μετά τον Ιουστινιανό, η κατάσταση παραμένει εν πολλοίς η ίδια, και ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας θα θυμίσει ότι οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζουν πως η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υπόκειται στην Εκκλησία της Ρώμης. Αυτή η αναγνώριση όμως δεν σημαίνει ότι οι αυτοκράτορες απεμπολούν το δικαίωμα τους να καθορίζουν οι ίδιοι τη θρησκευτική πολιτική. Και επειδή το μεγάλο θέμα στην Ανατολή είναι η ένωση με τους μονοφυσίτες, ενώ η Ρώμη παραμένει πολύ προσκολλημένη στη χριστολογία του Τόμου του Λέοντος και της συνόδου της Χαλκηδόνος, οι αφορμές για εντάσεις δεν θα εκλείψουν. Αφού παρέλθει η διαμάχη για τα Τρία Κεφάλαια, οι σοβαρότερες κρίσεις τοποθετούνται ωστόσο μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου, όταν ο πάπας Μαρτίνος, που, συγκαλώντας τη σύνοδο του Λατερανού το 649 αντιτάχθηκε στον μονοθελητισμό τον οποίο ευνοούσε ο αυτοκράτορας, καθαιρείται και πεθαίνει εξόριστος. Ωστόσο, ακόμα και τότε, οι κρίσεις και οι αντιθέσεις μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων παραμένουν εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, οι πάπες καταφέρνουν να συμβιβάζουν τις παραδόσεις που χαρακτηρίζουν την Εκκλησία τους, το ρίζωμα στον τόπο τους και την πίστη στην αυτοκρατορία της οποίας είναι, στην Ιταλία, οι αφοσιωμένοι υπήκοοι.

Κωνσταντινούπολη

Ενώ οι επίσκοποι της Ρώμης βασίζουν την ξεχωριστή θέση της έδρας τους στην αποστολικότητά της, η τάξη και ο ρόλος της έδρας της Κωνσταντινούπολης εξαρτώνται από το πολιτικό καθεστώς της Πόλεως. Επειδή ακριβώς είναι η πολιτική, διοικητική και οικονομική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Νέα Ρώμη βλέπει τους επισκόπους της να εξισώνονται και έπειτα να υποσκελίζουν τους επισκόπους των άλλων μεγάλων εδρών.

Την εποχή της ίδρυσης της και κατά τη σύνοδο της Νικαίας, η Κωνσταντινούπολη δεν κατέχει ξεχωριστή θέση μέσα στην Εκκλησία: ο επίσκοπος της, ο παλαιός επίσκοπος Βυζαντίου, είναι απλός επίσκοπος υποκείμενος της Ηράκλειας, μητρόπολης στην επαρχία της Ευρώπης. Επί Κωνσταντίου Β' όμως η σπουδαιότητα της έδρας είναι ήδη φανερή: ο Ευσέβιος Νικομήδειας και ο Εύδοξος Αντιοχείας απαρνούνται την επισκοπή τους για να καταλάβουν την έδρα της Κωνσταντινούπολης. Επί Μακεδονίου, η επιρροή της Κωνσταντινούπολης στις γειτονικές Εκκλησίες αυξάνεται. Η ιστορία όμως αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε προκαταβολικά "πατριαρχείο" Κωνσταντινουπόλεως αρχίζει με τη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381.

Η σύνοδος, με τον τρίτο κανόνα της, εξασφαλίζει στον επίσκοπο της Νέας Ρώμης τη δεύτερη θέση εντός της Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, ορίζοντας την ορθοδοξία με βάση την κοινότητα πίστης ορισμένων επισκόπων, αναφέρει πρώτον από όλους τον Νεκτάριο Κωνσταντινουπόλεως.

Περί το 400, η θητεία του Ιωάννη Χρυσοστόμου ως επισκόπου αποτελεί ορόσημο: ο Ιωάννης δεν διστάζει να επέμβει στις υποθέσεις της μητρόπολης της Ασίας Εφέσου. Το πρώτο μισό του 5ου αιώνα επικρατεί πόλεμος ανάμεσα στην έδρα της Κωνσταντινούπολης και την έδρα της Αλεξάνδρειας, της οποίας οι επίσκοποι ανησυχούν, όπως και η Ρώμη, για το όλο και μεγαλύτερο βάρος που αποκτά η πρωτεύουσα. Η Κωνσταντινούπολη σημειώνει πολλές σοβαρές αποτυχίες: ο Ιωάννης Χρυσόστομος, σε σύγκρουση με τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παύεται και εξορίζεται (403-404). Ο Νεστόριος καταδικάζεται στην πρώτη σύνοδο της Εφέσου (431), κατά προτροπή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, και εξορίζεται. Το 448 ο Διόσκορος Αλεξανδρείας επιτυγχάνει να κηρυχθεί έκπτωτος και να εξοριστεί ο Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως. Αυτές όμως οι επιτυχίες της Αλεξάνδρειας δεν μπορούν να ανακόψουν την ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης. Το 451, στη σύνοδο της Χαλκηδόνος, παρότι βρίσκονται παρόντες οι Ρωμαίοι λεγάτοι, οι Πατέρες της Χαλκηδόνος ορίζουν με τον "εικοστό όγδοο κανόνα" την τάξη και την αρμοδιότητα της Κωνσταντινούπολης: η έδρα της Νέας Ρώμης διαθέτει προνόμια (πρεσβεία) ισότιμα με εκείνα της Παλαιάς Ρώμης, ενώ ο επίσκοπος της χειροτονεί τους μητροπολίτες των (πολιτικών) διοικήσεων του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης. Άλλοι κανόνες της ίδιας συνόδου ορίζουν δικαίωμα κατ' έφεση προσφυγής στην Κωνσταντινούπολη για κάθε κληρικό.

Οι κανόνες της Χαλκηδόνος δεν εισάγουν καινοτομίες αλλά επικυρώνουν την ισχύουσα κατάσταση. Από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα, οι επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως ενθρονίζουν τους επισκόπους των τριών εκκλησιαστικών διοικήσεων που θα αποτελέσουν τη δικαιοδοσία του μελλοντικού πατριαρχείου. Το Ιλλυρικό, που θεωρητικά υπάγεται στη Ρώμη μέσω του επισκόπου Θεσσαλονίκης, επηρεάζεται ωστόσο από την πρωτεύουσα. Ο Νεστόριος είχε επαναδικάσει Αιγυπτίους κληρικούς. Ο Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως, λίγο πριν τη Χαλκηδόνα, επεμβαίνει στην πολιτική διοίκηση της Ανατολής, Η Ρώμη βέβαια προσπαθεί να αντιπαρατεθεί στις διεκδικήσεις τής αντιπάλου της στην Ανατολή και η παποσύνη, από τον Λέοντα τον Μέγα και μετά, αρνείται να αναγνωρίσει τον εικοστό όγδοο κανόνα της Χαλκηδόνος. Ο Ιουστίνος και κυρίως ο Ιουστινιανός φαίνονται προς στιγμήν να ευνοούν τη Ρώμη σε βάρος της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως την ταπείνωση με την οποία εξαγοράζεται το σχίσμα του Ακακίου, η έδρα της πρωτεύουσας δεν ανησυχεί πλέον και γίνεται φανερό ότι οι αυτοκράτορες βρίσκουν ιδιαίτερη υποστήριξη στον πατριάρχη τους.

Ενώ τα άλλα τρία πατριαρχεία του ανατολικού τμήματος έχουν δικαιοδοσία ίση (Αλεξάνδρεια) ή κατώτερη (Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα) μίας πολιτικής διοίκησης, το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτείνεται σε τρεις πολιτικές διοικήσεις, τον Πόντο, την Ασία και τη Θράκη, συγκεντρώνοντας συνολικά, στα μέσα του 6ου αιώνα, 28 πολιτικές επαρχίες και 30 εκκλησιαστικές.

Στον Πόντο, οι πολιτικές και εκκλησιαστικές περιφέρειες διέφεραν αρκετά: στα μέσα του 6ου αιώνα, οι 12 εκκλησιαστικές επαρχίες αντιστοιχούν στις 11 πολιτικές επαρχίες, και πάλι όχι επακριβώς. Πρέπει επίσης να συνυπολογιστούν και οι επί τιμή μητροπόλεις, όπως η Νίκαια και η Χαλκηδόνα στη Βιθυνία ή η Πομπηιούπολη στην Παφλαγονία. Στη διοίκηση της Ασίας, πολιτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις σχεδόν συμπίπτουν: 10 από τις 11 πολιτικές επαρχίες ταυτίζονται με θρησκευτικές επαρχίες. Μόνον η Παμφυλία έχει, από το 432, δύο μητροπόλεις (την Πέργη, πρωτεύουσα της επαρχίας, και τη Σίδη). Τρεις επί τιμή μητροπόλεις αναφέρονται επίσης στην εκκλησιαστική αυτή διοίκηση σε διάφορες εποχές. Τέλος, η διοίκηση της Θράκης περιλαμβάνει έξι πολιτικές επαρχίες που αντιστοιχούν σε έξι εκκλησιαστικές, η καθεμία με τον μητροπολίτη της. Κατά τον 6ο αιώνα όμως υπάρχουν στη διοίκηση αυτή και έξι επί τιμή μητροπόλεις. Είναι σαφές ότι ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως προσπαθεί έτσι να ευνοήσει και να κρατάει στο χέρι γειτονικούς επισκόπους.

Ο αριθμός των πόλεων, που καθεμία τους σχεδόν έχει τον επίσκοπο της, είναι σημαντικός: ο Ιεροκλής, κατά τον 6ο αιώνα, αριθμεί 466, δηλαδή σχεδόν τις μισές από όσες απογράφει για όλη την αυτοκρατορία της Ανατολής. Μια σημείωση στις αρχές της βασιλείας του Ηρακλείου απαριθμεί 455 επισκοπικές έδρες. Η δύναμη που αντλεί το πατριαρχείο από την έκταση της δικαιοδοσίας του γίνεται αισθητή στη δεύτερη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 553: επί 166 μελών που την υπογράφουν, 70 εξαρτώνται από την Κωνσταντινούπολη (15 μητροπολίτες με πλήρη δικαιώματα, 9 μητροπολίτες αυτοκέφαλοι και 46 επίσκοποι εκλεγμένοι από μητροπολίτη).

Το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει αποτελεσματικά κεντρικά όργανα -τον ίδιο τον πατριάρχη-, που η ιουστινιάνεια νομοθεσία τον αποκαλεί «αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και οικουμενικό πατριάρχη», αλλά και τη σύνοδο και τον κλήρο που τον περιβάλλουν.

Ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπως κάθε επίσκοπος, εκλέγεται καταρχήν από τον κλήρο και τον λαό της πόλης του. Ένας ειδικός θεσμός, η διαρκής σύνοδος, διαδραματίζει επίσης τον ρόλο της στην εκλογή του, και, από πολύ νωρίς, η παρέμβαση του αυτοκράτορα βαραίνει αποφασιστικά. Ο μητροπολίτης Ηράκλειας, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν παλιά η Κωνσταντινούπολη, ενθρονίζει τον νέο επίσκοπο.

Ακόμα και αν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να προέλθει από άλλη Εκκλησία -και τέτοιες είναι, κατά τον 5ο αιώνα, οι περιπτώσεις του Νεστορίου και του Ανατολίου και, επί Ιουστινιανού, του Ανθίμου, του Ευτυχίου και του Ιωάννη Γ' του Σχολαστικού-, τις περισσότερες φορές επιλέγεται από τους κόλπους του ανώτερου κλήρου της πρωτεύουσας και, όλο και περισσότερο, μεταξύ αυτών που διαθέτουν οφφίκια. Οι ικανότητες λοιπόν που έχει αποκτήσει από την προηγούμενη θητεία του είναι πολύτιμες για την άσκηση του έργου του.

Η διοίκηση του πατριαρχείου, αλλά και οι επεμβάσεις στις υποθέσεις της Εκκλησίας της Ανατολής, διευκολύνθηκαν από τη μόνιμη σύνοδο {σύνοδος ενδημούσα) που σχηματίζουν όσοι επίσκοποι διαμένουν (ενδημούντες) στην πρωτεύουσα. 0 θεσμός, που στην αρχή δύσκολα διαχωρίζεται από τις ευκαιριακές συνόδους που συνέρχονται περί τον αυτοκράτορα, γίνεται ευκρινέστερος κατά τον 5ο αιώνα.

Η σύνοδος της Χαλκηδόνος, επανεξετάζοντας μια παρέμβαση του Ανατολίου Κωνσταντινουπόλεως και της μόνιμης συνόδου στη Φοινίκη, ακυρώνει τις ειλημμένες αποφάσεις αλλά αναγνωρίζει την ύπαρξη και τη νομιμότητα της συνόδου. Η σύνοδος, που επιτρέπει στην Κωνσταντινούπολη να παρεμβαίνει ακόμα και εκτός των ορίων του πατριαρχείου, διαθέτει σημαντικές προνομίες σε θέματα πειθαρχίας αλλά και πίστης. Σε αυτήν διαβιβάζει ο Ιουστινιανός τα διατάγματα του 533 (για την εορτή της Γέννησης) ή του 542 (καταδίκη του ωριγενισμού). Αυτή επίσης καταδικάζει το 518 και κηρύσσει έκπτωτο τον Σεβήρο Αντιοχείας.

Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως μπορεί επίσης να υπολογίζει στον πολυάνθρωπο κλήρο της Μεγάλης Εκκλησίας, που έχει υπό τη δικαιοδοσία του, και πιο συγκεκριμένα στους κληρικούς στους οποίους αναθέτει διοικητικά καθήκοντα, χωρίς να μπορεί πάντα να γίνει διάκριση ανάμεσα στη διαχείριση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και στη διαχείριση του πατριαρχείου. Όπως και στις άλλες Εκκλησίες, αλλά εδώ ακόμη περισσότερο, ο επίσκοπος της πρωτεύουσας περιβάλλεται από κληρικούς και προσωπικό με ποικίλα καθήκοντα: δεκάνους (κλητήρες), εκδίκους (defensores ecclesiae), οικονόμους επιφορτισμένους με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας, γραμματεία και καγκελλαρία. Η επισκοπική θητεία του Ιωάννη Χρυσοστόμου σημαδεύει, και στο σημείο αυτό, μια εξέλιξη. Η σπουδαιότητα των κληρικών που έχουν αναλάβει ορισμένα οφφίκια φαίνεται σαφώς στο γεγονός ότι, ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα, οι επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως επιλέγονται συνήθως μεταξύ αυτών. Κατά τον 6ο αιώνα, η ιουστινιάνεια νομοθεσία μάς πληροφορεί για τη διαχείριση των ακινήτων της Μεγάλης Εκκλησίας, που είναι κατανεμειμένα σε πολλές πολιτικές διοικήσεις.

Διάφορα γραφεία (scrinia, σκρίνια) έχουν αναλάβει το καθένα μία περιοχή ή μία μεγάλη γαιοκτησία και διαθέτουν πολλούς χαρτουλάριους: 15 για την εκκλησιαστική διοίκηση της Ανατολής, 16 για την Ασία, 15 για τον Πόντο, 8 για τη Θράκη, 6 για τη γαιοκτησία του Αντιόχου, 6 για τη γαιοκτησία του Καλοποδίου. Μια Νεαρά του Ηρακλείου, που ρυθμίζει το δυναμικό του κλήρου της Μεγάλης Εκκλησίας, ορίζει επίσης συγκεκριμένο αριθμό (numerus clausus) για τους κατόχους οφφικίων: 2 σύγκελλοι, 12 καγκελλάριοι, 10 έκδικοι, 12 ρεφερενδάριοι, 40 νοτάριοι, 12 σχευοφύλακες, εκ των οποίων 4 πρεσβύτεροι, 6 διάκονοι και 2 αναγνώστες. 0 κατάλογος, που δεν είναι ασφαλώς εξαντλητικός -δεν εμφανίζονται, για παράδειγμα, οι οικονόμοι- δίνει μια εικόνα της πολυπλοκότητας της διοίκησης του πατριαρχείου.

Η έκφραση "Μεγάλη Εκκλησία" δηλώνει δύο πράγματα: τον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινούπολης αφενός, την Αγία Σοφία, της οποίας οι διαστάσεις και η μεγαλοπρέπεια μετά την ανοικοδόμηση της από τον Ιουστινιανό συμβάλλουν στην αίγλη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και αφετέρου τον κλήρο και τους ναούς της Κωνσταντινούπολης που υπάγονται άμεσα στον επίσκοπο της Πόλεως. Δύο Νεαρές, η μία του Ιουστινιανού το 535 και η άλλη του Ηρακλείου το 612, που στόχο έχουν να περιορίσουν τον αριθμό των κληρικών που συνδέονται απευθείας με τη Μεγάλη Εκκλησία, μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα της.

Το 535, ο Ιουστινιανός διαπιστώνει αφενός ότι η Μεγάλη Εκκλησία χρεώνεται και καταστρέφεται, διότι συντηρεί υπερβολικά μεγάλο αριθμό κληρικών, και αφετέρου ότι ο κλήρος αυτός, εκτός από την Αγία Σοφία, λειτουργεί και την Αγία Ειρήνη, την εκκλησία της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και τον Άγιο Θεόδωρο του Σφωρακίου. Διατάσσει λοιπόν τον περιορισμό του κλήρου σε 60 πρεσβυτέρους, 100 διακόνους, 40 διακόνισσες, 90 υποδιακόνους, 110 αναγνώστες, 25 ιεροψάλτες και 100 θυρωρούς. Περίπου ογδόντα χρόνια αργότερα, ο Ηράκλειος θέλει με τη σειρά του να τροποποιήσει τον αριθμό των κληρικών της Μεγάλης Εκκλησίας σε 80 πρεσβυτέρους, 150 διακόνους, 40 διακόνισσες, 70 υποδιακόνους, 160 αναγνώστες, 25 ιεροψάλτες και 75 θυρωρούς. Το δυναμικό αυτό -525 άτομα επί Ιουστινιανού και 600 επί Ηρακλείου (και πρόκειται για αριθμούς που ξεπεράστηκαν)- δείχνει το μέγεθος της Μεγάλης Εκκλησίας και την έλξη που ασκεί στους κληρικούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι εδώ έχουμε ένα μόνον μέρος του κλήρου της Κωνσταντινούπολης. Άλλοι ναοί της πρωτεύουσας, που χρηματοδοτούνται ή όχι από τη Μεγάλη Εκκλησία, έχουν τον δικό τους κλήρο. Έτσι, η Θεοτόκος των Βλαχερνών, το 612, έχει 12 πρεσβυτέρους, 18 διακόνους, 6 διακόνισσες, 8 υποδιακόνους, 20 αναγνώστες, 4 ιεροψάλτες και 6 θυρωρούς.

Κατά τον 6ο αιώνα, στη νομοθεσία του Ιουστινιανού ο "αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως" φέρει τον τίτλο του "οικουμενικού πατριάρχη", τον οποίο δεν άργησαν να υιοθετήσουν για τους εαυτούς τους και οι επίσκοποι της πρωτεύουσας. Το περιεχόμενο του δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, αλλά μπορούμε να δούμε σε αυτόν την διεκδίκηση εκ μέρους του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να διαδραματίζει ρόλο σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στα τέλη του 6ου αιώνα, είναι πάντως σαφές ότι ο επίσκοπος της πρωτεύουσας δεν έχει άλλον ανταγωνιστή στην Ανατολή: ήδη η σύνοδος της Χαλκηδόνος είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα της κατ' έφεση προσφυγής στην Κωνσταντινούπολη για κάθε κληρικό του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Η αποδυνάμωση της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας κατά τον 6ο αιώνα οδήγησε, από την άλλη, στο να χειροτονούνται οι πατριάρχες των δύο αυτών εδρών, καθώς και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, στην πρωτεύουσα.

Αναμφίβολα, αυτή η κατάσταση εξηγεί και δικαιολογεί τις έντονες αντιδράσεις της Ρώμης: ο Πελάγιος Β' και έπειτα ο Γρηγόριος ο Μέγας διαμαρτύρονται έντονα για τον τίτλο του "οικουμενικού πατριάρχη" που χρησιμοποιεί επίσημα το 587 ο Ιωάννης Σχολαστικός. Οι πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, με τους οποίους ο Γρηγόριος αλληλογραφεί, δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αντιδράσουν. Στους αυτοκράτορες, εξαιρουμένου του Φωκά, δεν βρίσκει καμία υποστήριξη: ο Μαυρίκιος προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει το ζήτημα, ενώ ο Ηράκλειος και οι διάδοχοι του δεν θα καταργήσουν τον αμφισβητούμενο τίτλο. Οι διαμαρτυρίες της Ρώμης θα παραμείνουν έτσι χωρίς αντίκρυσμα.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 19 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.