Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Χώρος και κλίμα, εγκατάσταση πληθυσμού και δημογραφία PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 08 Ιανουάριος 2009 18:24

Χώρος και κλίμα

Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Ηρακλείου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέμεινε μία μεσογειακή δύναμη που απλωνόταν από τη βόρεια Αφρική μέχρι την Ερυθρά θάλασσα ή τη Μαύρη θάλασσα και τον Ευφράτη προς ανατολάς και μέχρι τον Δούναβη προς βορρά. Ασφαλώς ο Ιουστινιανός δεν αποκατέστησε τα σύνορα του Κωνσταντίνου, αλλά η αυτοκρατορία διέθετε ακόμα σημαντική έκταση, με όλο το ανατολικό τμήμα αυξημένο κατά το ένα τρίτο. Η έκταση εξηγεί την ποικιλία της φύσης και των ανθρώπων αλλά και τη σημασία των ανταλλαγών μέσα σε ένα κράτος και έναν πολιτισμό όπου μετείχαν πληθυσμοί εκρωμαϊσμένοι και σταδιακά εκχριστιανισμένοι κατά την περίοδο που μας απασχολεί.

Το ανατολικό τμήμα αυτού του χώρου είχε ως επί το πλείστον ζώνες με πυκνή και χαμηλή βλάστηση, δάση ή βοσκοτόπια. Περιελάμβανε πεδιάδες λιγότερο ή περισσότερο εύφορες που ποτίζονταν ή αρδεύονταν καλά χάρη στο μεσογειακό κλίμα (προσχωσιγενείς κοιλάδες του Νείλου και της Μικράς Ασίας, του Κάτω Δούναβη, της Θράκης ή της Μακεδονίας), και που εξήγαν γεωργικά προϊόντα. Περιελάμβανε επίσης ορεινές ζώνες σε διάφορες περιοχές (Βαλκάνια, Ταύρος, Αντίταυρος, οροσειρές του Πόντου και το οροπέδιο της Ανατολίας σφηνωμένο ανάμεσα τους) με ηπειρωτικό κλίμα (πολύ ψυχροί χειμώνες, καυτά και ξηρά καλοκαίρια) που προορίζονταν για κτηνοτροφικές δραστηριότητες ή για μια ελάχιστα παραγωγική πολυκαλλιέργεια, η οποία δεν εξασφάλιζε οπωσδήποτε την αυτάρκεια. Τα νησιά παρουσίαζαν ανάλογη εικόνα, με τις μικρές παραθαλάσσιες πεδιάδες και ένα μεγαλύτερο χώρο με δασωμένα υψώματα και το κλασικό μεσογειακό κλίμα, με περισσότερες βροχοπτώσεις στα νησιά του Ιόνιου πελάγους από ό,τι στα νησιά του Αιγαίου.

Οι κλιματολογικές συνθήκες φαίνεται ωστόσο πως εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, γιατί οι παλαιοκλιματολογικές μελέτες (ιδίως παγολογία, δενδροχρονολογία και παλυνολογία) μαρτυρούν ότι, μετά από μακρά περίοδο θερμότερων χειμώνων (περί το 1200 π.Χ. μέχρι το 500 μ.Χ.), που υπήρξε ευνοϊκή κυρίως για τη μεγαλύτερη εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας, το κλίμα έγινε σαφώς ψυχρότερο περί τα μέσα του 6ου αιώνα και παράλληλα αυξήθηκαν οι βροχοπτώσεις τον χειμώνα. Τότε αρχίζει η μακρά μεσοβυζαντινή περίοδος σταθερότητας (7ος-9ος αιώνας), κατά την οποία αναπτύσσονται τα δάση παντού όπου η διάβρωση, που προκλήθηκε λόγω της εντατικής καλλιέργειας των προηγούμενων χρόνων, δεν είχε αθεράπευτα καταστρέψει τα εδάφη. Αυτές κυρίως τις περιβαλλοντικές αλλαγές, που συνδέονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα (υπερεκμετάλλευση των εδαφών που συνεπάγεται τη διάβρωση και τον σχηματισμό προσχώσεων, αλλά και καταστροφή οφειλόμενη στην έλλειψη συντήρησης και στην εγκατάλειψη εγκαταστάσεων, όπως πεζούλες, καλλιεργημένοι αγροί και αυλάκια), τονίζει η σύγχρονη έρευνα για να ερμηνεύσει την οικονομική παρακμή στο τέλος της περιόδου που μας απασχολεί εδώ.

Φυσικοί πόροι

Η ξυλεία, σχεδόν μοναδική πηγή ενέργειας, αποτελούσε επίσης την κύρια πρώτη ύλη για τη ναυπηγία, τη βάση της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης της αυτοκρατορίας. Οι ορεινές ζώνες που βρίσκονταν κοντά σε θάλασσα, όπως στην Κρήτη, την Κύπρο, τον Πόντο, τον Ταύρο, τη Λυκία, την ανατολική Συρία, τη Ροδόπη, τις δειναρικές Άλπεις, την Πίνδο, την Καλαβρία, προμήθευαν το μεγαλύτερο μέρος της ξυλείας αυτής, αλλά δεν ήταν και οι μόνες. Όταν, πράγμα συνηθισμένο, οι περιοχές αυτές είχαν και μεταλλεύματα, τότε εκεί αναπτυσσόταν πολύ η μεταλλουργία.

Χάρη στις αρχαιολογικές έρευνες και τις αναλύσεις των μετάλλων, οι γνώσεις μας για την εκμετάλλευση των μεταλλείων προόδευσαν πολύ. Κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν εκμεταλλεύσεις χρυσωρυχείων ή χρυσοφόρων πετρωμάτων όχι μόνον στη Νουβία, αλλά και στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής Αιγύπτου καθώς και στα Βαλκάνια, όπου την εκμετάλλευση διαχειριζόταν ένας κόμης των μεταλλείων του Ιλλυρικού (comes metallorum per Illyricum). Τα κείμενα αναφέρουν τους χρυσοσυλλέκτες της Θράκης (aurileguli) ή τους χρυσωρύχους (sequendarum auri venarum periti) που δραστηριοποιούνταν σε όλη την περιοχή και οι αναλύσεις των νομισμάτων δίνουν επίσης στοιχεία για το προϊόν αυτής της δραστηριότητας. Ξεκινώντας από τη Χαλκιδική και το Παγγαίο, οι κοιλάδες του Νέστου, του Στρυμόνα και κυρίως η άνω λεκάνη του Μοράβα (Κράτοβο) έκρυβαν άφθονα αργυροφόρα ή χαλκοφόρα μεταλλεύματα και σίδηρο. Η εκμετάλλευση τους μαρτυρείται εν μέρει από τα κείμενα και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβαιώνεται από την αρχαιομεταλλουργία. Η εκμετάλλευση του χρυσού από τα Βαλκάνια επέτρεψε να αυξηθούν θεαματικά οι ποσότητες σολίδων που κόπηκαν μεταξύ της δεκαετίας του 360 και τα μέσα του 5ου αιώνα. Η αύξηση παρατηρήθηκε και μελετήθηκε με βάση την περιεκτικότητα σε ίχνη πλατίνας που βρέθηκε στους σολίδους αυτής της περιόδου.

Πληθυσμός

Σε αυτήν την εδαφική έκταση αντιστοιχούσε ένας επίσης σημαντικός πληθυσμός, ένα από τα θεμέλια της δύναμης της αυτοκρατορίας, οι μελετητές έχουν εκτιμήσει ότι η αυτοκρατορία της Ανατολής αριθμούσε 24 εκατομμύρια κατοίκους περί το 350 και 30 εκατομμύρια επί Ιουστινιανού, μετά την επανάκτηση της Ιταλίας και της Αφρικής. 0 πληθυσμός αυτός ήταν πολύ άνισα κατανεμημένος, αφού οι φυσικές συνθήκες και οι επιπτώσεις τους στην οικονομία ποίκιλλαν: οι περιοχές με πυκνό πληθυσμό ήταν συγκεντρωμένες κοντά τη θάλασσα ή κοντά σε πλωτούς ποταμούς, όπως ο Νείλος, και έρχονταν σε αντίθεση με τη βαλκανική ενδοχώρα ή το οροπέδιο της Ανατολίας που ήταν μέρη πολύ αραιοκατοικημένα και καμιά φορά έρημα. Επίσης άνισα ήταν κατανεμημένος ο πληθυσμός στα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας: τον 4ο αιώνα το δυτικό μέρος αριθμούσε πιθανόν λιγότερο από 20 εκατομμύρια κατοίκους. Η ανισορροπία αυξήθηκε ασφαλώς με την ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης και με τη μεγαλύτερη ανασφάλεια που μάστιζε τη Δύση κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα. Στην καρδιά ακριβώς του ανατολικού μέρους, στις επαρχίες του βορείου τμήματος των Βαλκανίων που ταλαιπωρούνταν από τις εισβολές, ο πληθυσμός μειώνεται ήδη από τον 5ο αιώνα, ενώ στην Ελλάδα και τη Συρία-Παλαιστίνη η αύξηση του πληθυσμού κορυφώνεται, όπως μαρτυρεί η εκτατική αρχαιολογία, τον 5ο και τον 6ο αιώνα, φτάνοντας πιθανόν σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα του τέλους του 19ου αιώνα.

Η κομβική θέση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας και η οικουμενικότητα της επέτειναν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του πληθυσμού στις μητροπόλεις. Εκεί συνυπήρχαν ομάδες με ποικίλες εθνικές καταβολές και καθρέφτιζαν το "ψηφιδωτό γλωσσών" που ομιλούνταν εντός της αυτοκρατορίας. Η μαρτυρία όμως των κειμένων ή των επιγραφών δεν μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε τη σημασία αυτών των ταξιδιωτών, προσκυνητών, εμπόρων ή τεχνιτών, προσωρινά ή μόνιμα εγκατεστημένων μεταναστών, αυτών των "ξένων" που η Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, "ανοιχτή σε όλους", τους υποδέχεται, σύμφωνα με τον Θεμίστιο, ενώ η Ρώμη, ανίκανη να τους θρέψει, τους αποδιώχνει. Οι κοινότητες της εβραϊκής και της συριακής διασποράς, που υπήρχαν -μερικές φορές από την ελληνιστική εποχή- στις περισσότερες εμπορικές πολιτείες της αυτοκρατορίας και που μαρτυριούνται ειδικά στην Καρχηδόνα κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα, είναι οι πιο γνωστές από τις αλλογενείς εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες. Πολλές άλλες κοινότητες, ελάχιστα εξελληνισμένες ή εκρωμαϊσμένες, συγκροτούσαν έθνη, έχοντας διατηρήσει τη γλώσσα και τα έθιμα τους, και συχνά έρχονταν σε διένεξη με τον δήμον των πόλεων: ληστές στα βουνά της Ισαυρίας, Θράκες, Ιλλυριοί, Φρύγες, βάρβαροι μισθοφόροι, Γότθοι ή Αλανοί, σε πόλεις-οχυρά, όπως η Χερσώνα.

Κατανομή πληθυσμού

Τα μνημεία που διατηρήθηκαν (στην Κωνσταντινούπολη ή την Έφεσο, λόγου χάρη) προσφέρουν θεαματικές μαρτυρίες για τις πρωτοβυζαντινές πολιτείες. Ο αριθμός των κατοίκων τους όμως ανέρχεται ασφαλώς σε λιγότερο από το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού, ακόμα και σε επαρχίες όπως η Αίγυπτος, όπου η μεγάλη γεωργική παραγωγή επέτρεψε να αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο αστικός πληθυσμός, ενώ αλλού ο αστικός πληθυσμός είναι ακόμη λιγότερος. Μετά τις δύο πρωτεύουσες και την Αλεξάνδρεια, που αριθμούσαν κατά τον 4ο ή τον 5ο αιώνα γύρω στους 500.000 κατοίκους, έρχονται οι περιφερειακές μητροπόλεις με περισσότερους από 100.000 κατοίκους, όπως η Αντιόχεια (200.000 κάτοικοι), η Θεσσαλονίκη (140.000 κάτοικοι σε 385 εκτάρια) και η Καρχηδόνα. Οι μεσαίες πόλεις έχουν περίπου 10.000 με 20.000 κατοίκους και καμιά φορά λίγο περισσότερους, όπως η Γόρτυνα, η Σκυθόπολη/Μπεϊζάν (σημ. Μπεθ Σην) ή η Ερμούπολη (Αιγύπτου) με κατοίκους.

Ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά αναπτύσσονται μεγάλες κωμοπόλεις με λίγες χιλιάδες κατοίκους (κώμαι), όπως μαρτυρούν τα κείμενα και η αρχαιολογία. Μερικές φορές πρόκειται για λιμάνια θαλάσσια ή ποτάμια (εμπόρια της Θράκης ή της Μοισίας, λόγου χάρη) και οπωσδήποτε για τοπικές αγορές (nundinae, πανηγύρεις, όπου οι αγρότες μπορούν να εφοδιάζονται εργαλεία και βιοτεχνικά προϊόντα χωρίς να χρειάζεται να μετακινούνται πιο μακριά.

Σε αντίθεση προς τη Δύση, τη Νότια Ιταλία λόγου χάρη, υπάρχουν λίγες επαύλεις (villae, μεγάλα αγροκτήματα), και κυρίως στην Παννονία ή τη Δακία, όπου εξαφανίζονται όμως κατά τον 5ο αιώνα λόγω της έλλειψης ασφάλειας, ενώ μερικές εξακολουθούν να διατηρούνται στη Μακεδονία. Χωριά ή απομονωμένα αγροκτήματα ή και συνδυασμός των δύο, ανάλογα με τις περιοχές, είναι οι συνηθισμένες μορφές των αγροτικών τρόπων οίκησης. Τα απομονωμένα αγροκτήματα κυριαρχούν στην Ιουδαία, ενω στην Κιλικία συνυπάρχουν με τα χωριά. Για τα πρωτοβυζαντινά χωριά έχουμε επαρκείς πληροφορίες και ειδικές μελέτες για τις περιοχές της Εγγύς Ανατολής που δεν ξανακατοικήθηκαν έκτοτε και μέχρι πρόσφατα, στη βόρεια Συρία, στους πρόποδες του Ταύρου, στους λόφους του Χαουράν (Αυρανίτις), στα υψίπεδα του Γκολάν, στην έρημο της Ναγέβ. Οι villae, που αναπτύσσονται ιδιαίτερα στις πεδιάδες του Ιλλυρικού ή της Θράκης κατά τον 4ο αιώνα, εγκαταλείπονται σχεδόν όλες τον 5ο αιώνα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και μάλιστα να αναπτύσσονται στη νότια Ιταλία.

Η κατανομή αυτού του πληθυσμού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο και η πυκνότητα του είναι πολύ άνιση ανάλογα με τις περιοχές και τις περιόδους. Αφήνοντας κατά μέρος όλες τις γεωγραφικές (κλίμα) ή ιστορικές (ανασφάλεια) συνθήκες, διαπιστώνουμε σχηματικά μεγαλύτερη συγκέντρωση στις παράλιες ζώνες ή στις πλωτές και εύκολα προσβάσιμες κοιλάδες.

Χάρη στις επιτόπιες έρευνες παρατηρούμε ότι κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα πυκνώνει ο πληθυσμός της υπαίθρου σε πολλές περιοχές (Βοιωτία, Αργολίδα, νοτιοδυτική Τουρκία, Κύπρο, Παλαιστίνη, Υπεριορδανία), διότι πολλές, μέχρι τότε περιθωριακές, ζώνες αξιοποιούνται χάρη στην αύξηση των βροχών που επήλθε κατ' αυτή την περίοδο. Οι πληθυσμοί εγκαθίστανται στις πλαγιές των λόφων, στις άνω κοιλάδες, σε μέρη που ευνοούν την καλλιέργεια της ελιάς. Στο βόρειο τμήμα των Βαλκανίων αντίθετα, ο αριθμός των χωριών μειώνεται σαφώς, ήδη από τον 5ο αιώνα, λόγω των βαρβαρικών εισβολών. Κατά ανάλογο τρόπο, ο μακρύς περσικός πόλεμος τερματίζει απότομα τη σχετική ευημερία των πόλεων και των χωριών της Μικράς Ασίας και πλήττει ακόμη και το δίκτυο τους, ενώ το δίκτυο αυτό επιβιώνει ακόμα κατά τον 8ο αιώνα στη Συρία-Παλαιστίνη. Οι ελληνορωμαϊκές πόλεις της Ανατολίας και των Βαλκανίων είναι πια εντελώς ερειπωμένες και όσες διατηρούνται ακόμη αποσύρονται στην ακρόπολη τους ή μέσα σε μια επικράτεια περιορισμένη και οχυρωμένη.

Από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα οι ταραχές και οι πόλεμοι επιφέρουν αυθόρμητες ή όχι μετακινήσεις πληθυσμών, για τις οποίες θα μπορούσαμε να δώσουμε πλήθος παραδείγματα. Ορισμένες φορές πρόκειται για μαζική αποχώρηση ολόκληρης πόλης, όπως στη Λισσό της Δαλματίας ή στην Ευρία της Ηπείρου στο τέλος του 6ου αιώνα, όπου οι κάτοικοι αποχωρούν με επικεφαλής τον επίσκοπο. Το Χρονικό της Μονεμβασίας περιγράφει την εξορία των κατοίκων της Πελοποννήσου μετά την άφιξη των Αβαροσλάβων το 587: "Η πόλη της Πάτρας μεταφέρθηκε... στο Ρήγιο [της Καλαβρίας], οι Αργείοι στο νησί που ονομάζεται Ορόβη, οι Κορίνθιοι στο νησί της Αίγινας. Τότε οι Λάκωνες [Σπάρτη] έφτασαν [άλλοι] στη Σικελία [και άλλοι] ανακάλυψαν ένα απότομο μέρος στην άκρη της θάλασσας, έχτισαν εκεί οχυρωμένη πόλη, που την ονόμασαν Μονεμβασία, επειδή δεν μπορείς να μπεις παρά μόνον από μία είσοδο, και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν μαζί με τον επίσκοπο τους". Ο αυτόχθων πληθυσμός όμως μπορεί και να εξαναγκαστεί σε φυγή, είτε κατόπιν αιχμαλωσίας είτε λόγω εκτοπισμού, όπως οι πληθυσμοί των Βαλκανίων από τους Άβαρους ή ο πληθυσμός των Ιεροσολύμων από τους Πέρσες το 614, ενώ αυτοκράτορες, όπως ο Μαυρίκιος, προέβλεπαν εξισορροπιστικές μετακινήσεις με την εγκατάσταση αρμενικών οικογενειών στη Θράκη ή την Κύπρο. Άλλες αυθόρμητες ή οργανωμένες μετακινήσεις έγιναν από τα Βαλκάνια προς τη Μικρά Ασία, από την Παλαιστίνη στην Αφρική, κ.ο.κ. Το πρώτο μισό του 7ου αιώνα είναι αναμφισβήτητα μια περίοδος ανάμειξης των πληθυσμών με συνέπειες σημαντικότερες από εκείνες που έχει η αντικατάσταση ενός πληθυσμού από έναν άλλον ή η μετακίνηση του. Στα Βαλκάνια παρατηρείται όντως συνύπαρξη εθνικών ομάδων με "ανακατεμένους πολιτισμούς", όπως τη διαβλέπουμε μέσα από ορισμένα κείμενα (τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, λόγου χάρη) και την προσεκτική ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων.

Δημογραφία

0 πληθυσμός παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά των περισσότερων μεσογειακών πληθυσμών πριν από τους Νεότερους Χρόνους: αναλογία φύλων 105 περίπου άνδρες έναντι 100 γυναικών, υψηλή παιδική θνησιμότητα -το ένα τρίτο των παιδιών πέθαιναν πιθανόν πριν από τα πρώτα τους γενέθλια και τα δύο πέμπτα πριν από τα πέντε τους χρόνια-, προσδόκιμο ζωής 5 χρόνων, με όριο τα 44,7 έτη για τους άντρες και τα 42,4 για τις γυναίκες και, τέλος, έντονη παρουσία πολλών ασθενειών, που οι σημερινές παλαιοανθρωπολογικές μελέτες μας επιτρέπουν να τις ταυτίσουμε καλύτερα από ό,τι τα κείμενα. Η εποχικότητα, εξάλλου, των θανάτων, που μελετήθηκε με βάση τις επιτάφιες επιγραφές, δείχνει επίσης πόσο επηρέαζαν τη δημογραφική ανάπτυξη οι "πυρετοί" και οι θάνατοι που συνδέονται με το καλοκαίρι (φυματίωση, τυφοειδής πυρετός, εντερίτιδες, ελονοσία). Η παραμικρή λοίμωξη μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα στον θάνατο. Η ανικανότητα της ιατρικής και της φαρμακοποιίας να καταπολεμήσει τις αρρώστιες εξηγεί την εμπιστοσύνη που είχαν οι άνθρωποι σε μαγικές ή προφυλακτικές τακτικές, όπως τα φυλαχτά, λόγου χάρη, στις προσευχές σε θεραπευτές αγίους και την εγκοίμηση στα ιερά τους ή την καταφυγή σε "ανθρώπους του Θεού".

Η πανώλη

Εκτός και αν συντρέξουν φυσικές ή άλλες καταστροφές (πανδημία, λιμός, πόλεμος ή και τα τρία μαζί), ξέρουμε ότι παρόμοιες δημογραφικές συνθήκες επιτρέπουν την ανανέωση ή και την ελαφριά αύξηση (± 0,2%) του πληθυσμού. Η περίοδος σταθερότητας των αρχών του 3ου αιώνα, μετά το τέλος της επιδημίας που ονομάστηκε "αντωνινιανή πανώλη" (165-190 περίπου, σίγουρα ευλογιά, που επέφερε μείωση του πληθυσμού κατά 10%), σταματά με την εμφάνιση της βουβωνικής πανώλης το 542. Αυτή η μεγάλη Πανώλη, που οι περιοδικές επανεμφανίσεις της συνεχίζονται όλο πιο αραιά μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, περιγράφεται από τους συγγραφείς της εποχής. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, επί τρεις μήνες πέθαιναν καθημερινά 5.000 άνθρωποι και μετά 10.000 άτομα στην πρωτεύουσα. Η επιδημία έπληξε πράγματι περισσότερο τους αστικούς πληθυσμούς και τις πυκνοκατοικημένες ζώνες -όπου ο πληθυσμός είχε ήδη αποδυναμωθεί με τις απανωτές σιτοδείες, που ενέσκηψαν με τα ψυχρά και βροχερά καλοκαίρια από το 536 και μετά-, και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, από την Αίγυπτο μέχρι τη Δύση. Η διαδρομή της ακολουθεί τις εμπορικές οδούς όπου μεταδιδόταν μαζί με τα εμπορεύματα αλλά δεν φτάνει στις πιο απομονωμένες περιοχές και ιδίως στους νομαδικούς πληθυσμούς. Η πείνα που έπεσε μετά (εφόσον η πανώλη εμποδίζει τον θερισμό ή τον τρύγο) και οι επανεμφανίσεις της αρρώστιας συνέβαλαν στο να μειωθεί ο πληθυσμός στις πληγείσες περιοχές κατά το ένα τρίτο περίπου. Άλλες ασθένειες, που έγιναν κατά τα φαινόμενα ενδημικές μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα (λέπρα και ελονοσία κυρίως), συνέβαλαν πιθανώς και αυτές στο να μειωθεί ακόμη περισσότερο.

Οι συνέπειες της επιδημίας στη δημογραφία αποτελούν θέμα συζήτησης: ορισμένοι προσπαθούν να τις ελαχιστοποιήσουν, στηρίζοντας το επιχείρημα τους στα ισχνά αρχαιολογικά τεκμήρια, άλλοι επιμένουν στις συνέπειες της. Ορισμένες συροπαλαιστινιακές επιγραφές μαρτυρούν ομαδικούς θανάτους αυτή την εποχή, ενώ, στην Αφροδισιάδα, μία επιγραφή υμνεί τον ευεργέτη που έσωσε την πόλη "από την πανώλη και την πείνα". Έκτοτε συνδέουμε με την πανώλη και άλλες ενδείξεις: βιαστικές ταφές, τάφοι που χρησιμοποιούνται ξανά ως οστεοφυλάκια, ανακάλυψη πτωμάτων αρουραίων που δεν εμφανίζονται σε προγενέστερα στρώματα. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι περιστάσεις δεν προσφέρονταν ιδιαίτερα για να χαραχτούν επιτάφιες επιγραφές και ότι, εκτός αυτού, συχνά προτιμούσαν να καίνε τα πτώματα ή να τα πετούν στη θάλασσα. Η πανώλη δεν αρκεί ίσως από μόνη της για να προκαλέσει παρατεταμένη μείωση του πληθυσμού αλλά από κοινού με άλλες επιδημίες, οι οποίες έπλητταν έναν ήδη αποδυναμωμένο πληθυσμό, μπορεί πράγματι να επέφερε μείωση του 20 με 30% που για να αντισταθμιστεί θα χρειαστεί να περάσει μισός αιώνας ή πολύ περισσότερο.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 12 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.