Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Αγροτική οικονομία και κοινωνία PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Πέμπτη, 08 Ιανουάριος 2009 21:27

Μπορούμε να υπολογίσουμε ότι ο περισσότερος πληθυσμός (το 90% περίπου, ήτοι το 80% των εργατικών χεριών) κατοικεί στην ύπαιθρο, από όπου προέρχεται το μεγαλύτερο σε όγκο και σε αξία ποσοστό των αγαθών καθημερινής ανάγκης και περίπου το 60% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.

Αγροτική παραγωγή

Η ποικιλία των κλιματικών ζωνών ευνοεί μια οικονομία με ποικίλες και συμπληρωματικές παραγωγές. Ταυτόχρονα οι επαρκείς βροχοπτώσεις (400-600 χιλιοστά) -τις οποίες στερούνται οι περιοχές γύρω από τις άνυδρες ζώνες- επιτρέπουν να συνδυάζονται σε πολλές περιοχές η γεωργική πολυκαλλιέργεια και η κτηνοτροφία με μία ή περισσότερες βιοτεχνικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες ή μια εμπορική καλλιέργεια.

Το σιτάρι καλλιεργούνταν στην Αίγυπτο, τη Θράκη, τις πεδιάδες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τη βόρεια Αφρική, τη Σικελία. Στην όαση των Νεσσάνων, οι αποδόσεις μπορούσαν να φτάσουν το 1 προς 7 για το σιτάρι, στην Αίγυπτο το 1 προς 10, ενώ στη Λυκία ο λόγος 1 προς 5 αποτελεί προϊόν ενός θαύματος. Οι λόγοι ποικίλλουν ανάλογα με το κλίμα της κάθε ζώνης και τις ετήσιες διακυμάνσεις του και ανάλογα με την ποιότητα των εδαφών, αλλά είναι πιθανώς πιο μεγάλοι από ό,τι λέγεται, ενώ στις πιο εύφορες περιοχές μέσες αποδόσεις της τάξης του 1 προς 5 φαίνονται πιθανές. Το αμπέλι και η ελιά είναι διαδεδομένα παντού όπου η καλλιέργεια τους είναι εφικτή και προορίζονται για την τοπική ή ατομική κατανάλωση (το κρασί προσφέρει στη διατροφή το ένα τέταρτο της καθημερινής κατανάλωσης σε θερμίδες ενός ενήλικου). Κρασί και λάδι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προϊόντα εμπορικής καλλιέργειας, αν λάβουμε υπόψη την απόδοση τους σε χρήμα και το γεγονός ότι σε ίση έκταση ένας αμπελώνας αποδίδει δέκα φορές περισσότερο από ό,τι ένα χωράφι καλλιεργημένο με σιτάρι. Από τις περιοχές που εξειδικεύονται και εξάγουν είναι η Παλαιστίνη (κρασιά της "Γάζας").

Τον κατάλογο των κάθε λογής λαχανικών που σπέρνονταν ή φυτεύονταν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπως τον παραδίδει το δωδέκατο βιβλίο των Γεωπονικών (συμπίλημα του 10ου αιώνα με βάση μια πρωτοβυζαντινή πηγή), τον επιβεβαιώνουν τόσο οι πάπυροι της Αιγύπτου ή των Νεσσάνων και οι επιγραφές όσο και οι παλυνολογικές αναλύσεις των ανασκαφικών ευρημάτων. Αναφέρονται όσπρια (φακή, ρόβη, μπιζέλια [πισσός], κουκιά [κύαμος], ρεβίθια [ερέβίνθος], αρακάς [βίκιον], λούπινα [Θέρμος]) που σχεδόν κυριαρχούσαν στη διατροφή, ιδιαίτερα των φτωχών. Οι σπόροι σουσαμιού, κουκουναριού ή λάχανου εκθλίβονται στην Αίγυπτο για να δώσουν λάδι τρέχουσας χρήσης, πιο φτηνό από το ελαιόλαδο. Τα φρέσκα λαχανικά καλλιεργούνται στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Μαρτυριούνται επίσης φυτά από τα οποία παράγονται υφαντικές ίνες, όπως το λινάρι, τα οποία αποτελούν πλουτοπαραγωγική πηγή για πολλά αιγυπτικά χωριά, γύρω από την Ερμούπολη λόγου χάρη. Οι καρποί εμφανίζονται επίσης στα κείμενα και στις ανασκαφές (χουρμάδες, σύκα, βερίκοκα, ροδάκινα, κυδώνια, φουντούκια, φιστίκια).

Η κτηνοτροφία είναι συνάρτηση του κλίματος και της έκτασης των βοσκοτόπων. Τα βοοειδή είναι πολλά στις πεδιάδες και τα οροπέδια της Μικράς Ασίας, στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία ή τη Θράκη αλλά και στη Λουκανία, ενώ τα βουβάλια στα έλη της Απάμειας ή του Δέλτα του Νείλου. Το ισόγειο των κτιρίων στα χωριά ή στα αγροκτήματα της βόρειας Συρίας αλλά και της Παλαιστίνης είναι γεμάτο ταγίστρες και μπορεί να φιλοξενούσε βόδια, αλλά και άλογα ή μουλάρια, απαραίτητα για τις μεταφορές. Αρνιά, προβατίνες και κατσίκες υπάρχουν παντού: τα ζώα δεν βρίσκονται πάντα στα βοσκοτόπια, αλλά είναι μαζεμένα στις αυλές των κτισμάτων ή σε στάνες και συχνά απογράφονται, όπως στη Θήρα και τη Λέσβο. Αφθονούν κυρίως στις ορεινές περιοχές και η μετανάστευση των ποιμνίων είναι συχνά πηγή συγκρούσεων με τους κατοίκους του κάμπου. Οι χοίροι συχνά εκτρέφονται στα δάση, όπως στην Καλαβρία. Τα άλογα είναι απαραίτητα για τις ανάγκες του στρατού (στα τέλη του 4ου αιώνα ο στρατός της Ανατολής χρειάζεται περίπου 300.000) και τις μεταφορές των πολιτών. Ανατρέφονται στις πεδιάδες του Βρυττίου, στη Θεσσαλία, τη Θράκη ή τη Μικρά Ασία, ιδίως στη Φρυγία όπου υπάρχουν αυτοκρατορικά ιπποφορβεία.

Η μελισσοκομία παρέχει το μέλι, τη μόνη γλυκαντική ύλη της εποχής, που με την υψηλή του τιμή προορίζεται μόνον για τους εύπορους πελάτες. Πουλερικά υπάρχουν παντού, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές ή η αρχαιολογία. Τα ψάρια όχι μόνον αλιεύονται σε εγκαταστάσεις (μόνιμα δίχτυα ή βιβάρια) αλλά μπορεί να εκτρέφονται και σε ιχθυοτροφεία γλυκού ή θαλασσινού νερού, που ήταν ήδη γνωστά στη Ρώμη, όπως αυτά που αναφέρει ο Κασσιόδωρος.

Η βιοτεχνία της υπαίθρου θα χρειαζόταν να μελετηθεί καλύτερα, γιατί προφανώς δεν έχει εξεταστεί όσο η βιοτεχνία στις πόλεις. Θα πρέπει να επαληθεύσουμε αν είναι, όπως λέγεται, "τις περισσότερες φορές στην υπηρεσία των μεγάλων γαιοκτημόνων". Το παράδειγμα της Αφροδιτώς (στην Αίγυπτο) καταρρίπτει αυτή την άποψη: στο μεγάλο αυτό χωριό υπάρχουν πολλά επαγγέλματα που καλύπτουν τις ανάγκες των γύρω πληθυσμών ή και μιας πιο μακρινής αγοράς (χρυσοχόοι, γλύπτες, στεφανοπλέκτες). Εντός της αυτοκρατορίας, η παραγωγή κεραμικών είναι, καταπώς φαίνεται, πολύ διασπαρμένη αλλά συγκεντρώνεται συνήθως κοντά στις ορεινές ζώνες, που παρέχουν την απαραίτητη ξυλεία και τον άργιλο, αλλά και κοντά σε περιοχές με αμπελοκαλλιέργειες που χρειάζονται δοχεία. Η ξυλογλυπτική είναι διαδεδομένη, όπως μαρτυρούν τα εργαλεία που βρέθηκαν στις ανασκαφές στα Βαλκάνια, για παράδειγμα. Η υφαντουργία είναι ακόμα πιο διαδεδομένη, ενώ ορισμένες περιοχές έχουν ειδικότητες που τις ασκούν πλανόδιοι τεχνίτες, που δουλεύουν στα χωριά αλλά και στις πόλεις: χτίστες της Ισαυρίας που μαρτυρούνται στην Αντιόχεια, στον ’γιο Συμεών ή την Αγία Σοφία, γλύπτες, κατασκευαστές ψηφιδωτών που προέρχονται από ορισμένα μέρη και που δουλεύουν στη βόρεια Συρία ή στην Παλαιστίνη, σιδηρουργοί από την Κιλικία.

Κείμενα και μικρογραφίες (για μεταγενέστερη εποχή) αλλά και ανασκαφικά ευρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να ανασυσταθεί η εικόνα των πρωτοβυζαντινών εργαλείων. Ο προφανώς στοιχειώδης χαρακτήρας τους (άροτρα για το όργωμα, φτυάρια-λισγάρια, δίκρανα ή τσάπες [μακέλες/τζαπία] για το σκάψιμο της γης, χειροδρέπανα αντί δρεπάνια για το θερισμό) είναι στην πραγματικότητα ανάλογος με τη φύση των εδαφών. Το αλώνισμα γίνεται συνήθως σε αλώνι με ξύλινο δοκάνι (τσουκάνι) που το σέρνουν ζώα ή καμιά φορά άνθρωποι, το λίχνισμα με ξύλινο λιχνιστήρι (λικμητήριον) ή με απλά διχαλωτά κλαδιά (πτύον) σύμφωνα με παλαιότατες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ακόμη τον 20ό αιώνα στον Πόντο ή στη βόρεια Συρία. Σε πολλά σπίτια χρησιμοποιούσαν χειρόμυλους, ενώ γουδιά (όλμοι) και γουδοχέρια (όπερα) αποτελούν κομμάτι της καθημερινής ζωής. Ο νερόμυλος είναι γνωστός (βλ. το ψηφιδωτό του μεγάλου παλατιού της Κωνσταντινούπολης ή αυτό που βρέθηκε στην αρχαία Αγορά της Αθήνας), αλλά ο "ελληνικός" μηχανισμός με οριζόντιο τροχό δεν είναι τόσο αποτελεσματικός όσο ο "ρωμαϊκός" με κάθετο, για τον οποίο κάνει λόγο ο Βιτρούβιος, αφού εκμεταλλεύεται μόνον το 10 με 20% της πίεσης από την πτώση του νερού. Η υδραυλική δύναμη εφαρμόζεται επίσης για την άρδευση.

Ιδιοκτησία και εκμετάλλευση

Όπως σε πολλές προβιομηχανικές οικονομίες, η έγγειος ιδιοκτησία είναι άνισα κατανεμημένη και την κατέχουν κυρίως οι προύχοντες, ενώ, από τον 6ο αιώνα και μετά, η Εκκλησία. Οι ιδιοκτήτες που κατοικούν στις πόλεις κατέχουν το 25 με 30% των γαιών. Μολονότι πολλοί μικροϊδιοκτήτες δεν κερδίζουν τα απαιτούμενα για να ζήσουν μονάχα με ό,τι τους αποδίδουν οι γαίες τους, υπάρχει μια ευρεία βάση ιδιοκτητών με γαίες αρκετές για να συντηρούν μία οικογένεια και ένα ευρύ μεσαίο στρώμα που μπορεί να αναλαμβάνει τις δημόσιες υποχρεώσεις. Τα παπυρικά τεκμήρια είναι τα μόνα που μας επιτρέπουν να επιχειρήσουμε μια τέτοια εκτίμηση, αλλά η κατάσταση δεν ήταν πιθανώς διόλου διαφορετική σε άλλες επαρχίες. Στους παπύρους των Νεσσάνων, η μικρή ιδιοκτησία κυριαρχεί.

Το κράτος, προβαίνοντας συχνά σε δημεύσεις της περιουσίας των αντιφρονούντων ή στελεχών του που έπεσαν σε δυσμένεια, όπως ο Βελισάριος, κατέχει επίσης μεγάλες ιδιοκτησίες, ιδίως στην Καππαδοκία. Τη διαχείριση τους την εμπιστεύεται σε εξειδικευμένους επιμελητές υπεύθυνους γι' αυτούς τους "θείους οίκους". Αλλά και η Εκκλησία διαχειρίζεται περιουσίες διάσπαρτες σε όλη την αυτοκρατορία: η Εκκλησία της Ρώμης, για παράδειγμα, κατέχει τέτοιες περιουσίες μέχρι και στην Ανατολή, όπως την Οβαρία στην Ευφρατησία και την Αρμαναζώνα στην Αντιοχηνή.

Στην Ανατολή, μεγάλη ιδιοκτησία σπάνια σημαίνει και μεγάλη εκμετάλλευση, εκτός από το Ιλλυρικό, όπου οι villae, πιο πολλές από ό,τι σε άλλα μέρη, σταδιακά εγκαταλείπονται κατά τον 5ο αιώνα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες κατέχουν τις περισσότερες φορές γαίες διάσπαρτες ή σύνολα κατοικιών (εποίκια) που βρίσκονται έξω από τα χωριά, αλλά κάπως συγκεντρωμένα σε περιορισμένη ακτίνα. Από τον αγρότη που τα εκμεταλλεύεται εισπράττουν και το ενοίκιο και τον φόρο, διότι η αυτοπραγία δεν είναι προνόμιο αλλά υποχρέωση να διενεργεί κανείς την είσπραξη των φόρων στην ιδιοκτησία του, η οποία αποτελεί φορολογική μονάδα.

Η μικρή αγροτική ιδιοκτησία είναι διαδεδομένη: περισσότεροι από τους μισούς αγρότες της Καρανίδας κατέχουν 2 με 8 εκτάρια αρόσιμης γης, που τους επιτρέπουν να τρέφονται και να πληρώνουν ενοίκιο και φόρο. Η γη υπόκειται πράγματι σε φορολογία σχετικά σταθερή, έχοντας ως βάση έναν ορισμένο συντελεστή φόρου και όχι την κατανομή.

Κοινωνική οργάνωση

Η μεγάλη γαιοκτησία δεν θα πρέπει να μας αποκρύπτει τη σημασία που έχουν οι μεσαίοι αγρότες στην Ανατολή. Οι νομικές πηγές μαρτυρούν ότι υπήρχαν αγρότες ιδιοκτήτες ή εμφυτευτές, στους οποίους το χαμηλό και σταθερό ενοίκιο εξασφάλιζε μιαν ασφάλεια υποτέλειας. 0 Λιβάνιος αναφέρει χωριά ελεύθερων αγροτών όπου την καλλιεργήσιμη γη τη μοιράζονται πολλοί ιδιοκτήτες, ενώ ο βίος του αγίου Θεοδώρου του Συκεώτη περιγράφει την ζωή αυτών των μικροϊδιοκτητών στα χωριά της Γαλατίας στις αρχές του 6ου αιώνα. Η αρχαιολογία δείχνει στη Συρία και αλλού την ύπαρξη αξιοπρεπών αγροτικών σπιτιών, ενώ στην Αίγυπτο έχουν βρεθεί κοσμήματα, υαλικά και άλλα παρόμοια αντικείμενα σε ταπεινά σπίτια. Συνεπώς, ο κοινός τόπος περί γενικής αθλιότητας της αγροτικής τάξης, όπως εμφανίζεται μέσα από τα κλασικά παραθέματα του Χρυσοστόμου, του Θεοδωρήτου Κόρου (Φιλόθεος Ιστορία) ή του Προκοπίου, θα πρέπει πια να σχετικοποιηθεί. Οι συνθήκες ζωής του αγροτικού πληθυσμού σχετίζονται περισσότερο με την οικονομική του δραστηριότητα παρά με το νομικό του καθεστώς.

Πέρα από τους ελεύθερους αγρότες που είναι ιδιοκτήτες, οι κώδικες αναφέρουν τους "ελεύθερους" κολωνούς (ενοικιαστές), που διακρίνονται από τους "εναπόγραφους" κολωνούς (adscripti) οι οποίοι είναι δεμένοι με τη γη και δεν μπορούν να την εγκαταλείψουν. Αυτό το δέσιμο με τη γη θεωρήθηκε για καιρό ως δείγμα ακριβώς του δεσποτισμού του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Μολονότι συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας αυτών που θα ήθελαν να εγκατασταθούν αλλού, δεν αλλοιώνει όμως τη θέση τους ως "ελευθέρων εκ καταγωγής", ούτε την ελευθερία τους να συνάπτουν συμβόλαια και άλλα δικαιώματα. Το αρχικό κίνητρο (ο όρος adscriptio για τους εναπόγραφους κολωνούς δηλώνει την εγγραφή στα κατάστιχα της εφορίας) είναι να διατηρείται η υποχρέωση καταβολής φόρου για τους οικονομικούς εκείνους φορείς που απογράφονται σε μία δεδομένη φορολογική ενότητα, εν προκειμένω στην ιδιοκτησία που ευθύνεται για την καταβολή του φόρου τον οποίο οφείλουν να καταβάλλουν. 0 νόμος όμως παραποιείται από τους έγγειους ιδιοκτήτες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν εργατικά χέρια, με συνέπειες που ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και που είναι δύσκολο να αναλυθούν, δεδομένης της πολυπλοκότητας των πηγών.

Ο νόμος διαστρέφεται επίσης και μέσω της πατρωνείας (patrocinium): αντί, όπως την φαντάζονται ορισμένοι, να είναι ιδιωτική κυριαρχική εξουσία που ασκείται από ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα άτομα ή κοινότητες, είναι μάλλον προστασία απέναντι στις απαιτήσεις του κράτους, που την εξασφαλίζουν σε χωρικούς ή σε ολόκληρα χωριά οι "ισχυροί", ανώτεροι υπάλληλοι ή τις περισσότερες φορές στρατιωτικοί, μεγαλοϊδιοκτήτες... με αντάλλαγμα μια συνεισφορά που μπορεί να γίνει με τον καιρό σταθερό ενοίκιο και να κάνει τον πάτρωνα νόμιμο ιδιοκτήτη της προστατευόμενης γης. Αυτή η εξάρτηση, λιγότερο ταπεινωτική από όσο φαίνεται, προσφέρει συχνά τα προνόμια ενός προστατευτισμού.

Τη δουλεία τη μαρτυρούν η νομοθεσία και τα κείμενα (Λιβάνιος), χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε την πραγματική έκταση της, που κατά πάσα πιθανότητα διέφερε κατά περιοχή. Όταν τελείωσαν οι κατακτητικοί πόλεμοι, η αγορά παύει να τροφοδοτείται μαζικά, και οι περισσότεροι δούλοι είναι πια δούλοι κληρονομικά. Ενδεχομένως, το εργατικό δυναμικό των δούλων μειώθηκε από την εποχή της πρώιμης αυτοκρατορίας μέσω μιας φυσικής εξέλιξης: απελευθέρωση, εξαγορά της ελευθερίας του από τον ίδιο τον δούλο με το κομπόδεμά του, γάμος με ελεύθερο. Πολλές διατάξεις των κωδίκων προβλέπουν πράγματι ότι η προικοδότηση, λόγου χάρη, μιας δούλης ή των παιδιών της ισοδυναμεί με απελευθέρωση. Οι δούλοι είναι κατά τα φαινόμενα σχετικά λιγότεροι στις ανατολικές επαρχίες από ό,τι στην Ιταλία ή τη Γαλατία.

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 21 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.