echo $parameters['introduction'] ?>
(George's Site)
Κωνσταντινούπολη |
![]() |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Κυριακή, 21 Δεκέμβριος 2008 13:45 |
Οι απαρχές 330-360
Η επιλογή του χώρου εξηγείται στρατηγικά: πρόκειται για προκεχωρημένη θέση της Ευρώπης, όπου κατέληγε η Εγνατία Οδός, η οποία συνέδεε το Δυρράχιο ή Απολλωνία, στην Αδριατική, με τη Θεσσαλονίκη. Ελέγχει την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και κυρίως το πέρασμα στην Ασία. Στην αντίπερα όχθη του Βοσπόρου, πράγματι, η Χαλκηδόνα είναι το σημείο από όπου ξεκινάει ο δρόμος που, μέσω της Νικομήδειας και της Νίκαιας, οδηγεί προς την Άγκυρα, την Καισαρεία της Καππαδοκίας (Kayseri) και τον Ευφράτη, και ο δρόμος που έφτανε στην Αντιόχεια μέσω του Δορυλαίου (Εσκί Σεχίρ), του Ικονίου και της Κιλικίας. Το θαλάσσιο μέτωπο στην Προποντίδα και τον Κεράτιο Κόλπο προσφέρει, τέλος, προφανείς αμυντικές διευκολύνσεις ανώτερες από εκείνες της Νικομήδειας. Αυτά τα πλεονεκτήματα υπερίσχυσαν προφανώς στο μυαλό του ιδρυτή έναντι των εξίσου προφανών μειονεκτημάτων, όπως η απουσία φυσικής οχύρωσης από την πλευρά της ξηράς, η απουσία επαρκών υδάτινων πόρων σε κοντινή απόσταση, η παρουσία ισχυρών ανέμων που έπνεαν από το βορρά το καλοκαίρι και εμπόδιζαν ή ενοχλούσαν τα πλοία που περνούσαν από τα Δαρδανέλια προς τη Μαύρη Θάλασσα, λόγω του δυνατού ρεύματος που κατέβαινε από εκεί.
Τα έργα του Κωνσταντίνου μας είναι σχεδόν άγνωστα, γιατί καμία σύγχρονη πηγή δεν κάνει σχετικά λόγο, εκτός από τον Ευσέβιο. Ο Ευσέβιος ωστόσο προσπαθεί να εξυμνήσει τον εκχριστιανισμό της πόλης που τον αποδίδει καταχρηστικά στον αυτοκράτορα. Η αρχαιολογία, τόσο για τη συγκεκριμένη όσο και για τις επόμενες περιόδους, μας έμαθε βέβαια πολλά για τα μνημεία και για την τοπογραφία της πόλης. Ωστόσο, όπως θα το περίμενε κανείς για μια πόλη που κατοικήθηκε συνεχώς μέχρι τις μέρες μας και όπου τα σωζόμενα βυζαντινά μνημεία είναι ελάχιστα, οι ανακαλύψεις έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται με την ευκαιρία διάφορων έργων, ενώ οι ανασκαφές, τις περισσότερες φορές βεβιασμένες, πολύ σπάνια διενεργήθηκαν με επιστημονικό τρόπο, πλην της ανασκαφής του Σαρατσχανέ (’γιος Πολύευκτος) ή εκείνη που διεξάγεται ακόμα σε ένα τμήμα της θέσης όπου βρισκόταν το Μεγάλο Παλάτιο. Μπορούμε ,όμως, να πούμε ότι ο ιδρυτής της διεύρυνε και εξωράισε την πόλη εμπνεόμενος από την ειδωλολατρία και ταυτόχρονα από τον χριστιανισμό, ευνοώντας όμως περισσότερο τη μία όψη παρά την άλλη. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να χτίζει τα νέα χερσαία τείχη, που βρίσκονται σε απόσταση λίγο μικρότερη των 3 χιλιομέτρων προς δυσμάς των τειχών του 3ου αιώνα (περιβάλλοντας έτσι περίπου έκταση 700 εκταρίων), συμπλήρωσε τον Ιππόδρομο και τον διεύρυνε προς τη θάλασσα (ο στίβος είχε τότε μήκος 450 περίπου μέτρα), έχτισε το Παλάτιο, τη Σύγκλητο και τη Βασιλική κοντά στο Τετράστωο και τα λουτρά του Ζευξίππου. Η κιονοστοιχία του 3ου αιώνα προεκτάθηκε προς δυσμάς μέχρι τη Χρυσή Πύλη όπου κατέληγε η Εγνατία οδός. Με πλάτος 25 μέτρα περίπου, αυτή η Μέση (οδός) ήταν ταυτόχρονα εμπορική αρτηρία και θριαμβική οδός, λειτουργίες που διατήρησε εξάλλου για αιώνες. Στα όρια του αρχαίου τείχους, δημιουργήθηκε επί της Μέσης μια μεγάλη κυκλική Αγορά (Φόρος), που στο κέντρο της υψώνονταν μεγάλη στήλη από πορφυρίτη ύψους 35 μέτρων, η σημερινή "καμένη στήλη", από την οποία σώζονται σήμερα 6 σπόνδυλοι. Στην κορυφή έφερε κολοσσιαίο άγαλμα του Κωνσταντίνου με το ακτινωτό στέμμα στο κεφάλι που τον έκανε να μοιάζει με τον θεό του Ήλιου. Στο Φιλαδέλφιο, από όπου ξεκινούσε η διακλάδωση της Μέσης που κατευθυνόταν προς τα βορειοδυτικά, ο Κωνσταντίνος έχτισε ναό της τριάδας του Καπιτωλίου, ενώ άφησε άθικτους τους ναούς της Ακρόπολης και οικοδόμησε μόνον τρεις εκκλησίες: τη μητρόπολη Αγία Ειρήνη, μετρίων διαστάσεων, το μαρτύριο του Αγίου Ακακίου κοντά στον Κεράτιο και το μαρτύριο του Αγίου Μωκίου πάνω σε νεκροταφείο που βρισκόταν εκτός των τειχών. Οικοδόμησε τέλος τους Αγίους Αποστόλους, που δεν ήταν αρχικά εκκλησία αλλά αυτοκρατορικό μαυσωλείο κυκλικού σχήματος, όπως συνηθιζόταν την εποχή της Τετραρχίας, όπου σχεδίαζε να καταλάβει μετά θάνατον την κεντρική κόγχη, ενώ οι έξι κόγχες από τη μία και οι έξι κόγχες από την άλλη πλευρά ήταν προορισμένες για τους αποστόλους. Το σχέδιο υποδείκνυε υπόρρητα πως ο Κωνσταντίνος ήταν ισάξιος του Χριστού, όπως είχε θελήσει να είναι και το είδωλο του θεού, έστω και αν η μετακομιδή των λειψάνων του πρωτόκλητου Ανδρέα (που δίδαξε το ευαγγέλιο στο Βυζάντιο, σύμφωνα με τον θρύλο) και του Αγίου Λουκά ήδη το 336, δείχνει τη μεταγενέστερη βούληση να καθιερωθεί το οικοδόμημα ως χριστιανικός ναός. Η αμφισημία αυτών των πολεοδομικών διαρρυθμίσεων καθρεφτίζει έτσι την αμφίσημη στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στη θρησκεία. Αμφισημία υπάρχει και στο επίπεδο των θεσμών, εφόσον δεν είναι βέβαιο ότι ο αυτοκράτορας θέλησε εξαρχής να κάνει την πόλη μια νέα Ρώμη και να ιδρύσει εκεί μια δεύτερη Σύγκλητο. Ξεκάθαρη όμως είναι η πρόθεση να τραβήξει στην Κωνσταντινούπολη ένα τμήμα της συγκλητικής αριστοκρατίας και περισσότερο πληθυσμό, χτίζοντας μεγάλα σπίτια (οικίαι) για τους αριστοκράτες συγκλητικούς, χορηγώντας δωρεάν άρτο (panes aedium) σε όσους έχτιζαν άλλες κατοικίες, αποσπώντας ένα μέρος του αιγυπτιακού σίτου που μέχρι τότε προοριζόταν για τη Ρώμη και εξασφαλίζοντας, από το 332 και μετά, τη διανομή 80.000 άρτων καθημερινά, ενώ στη Ρώμη την ίδια χρονιά υπήρχαν ακόμη 200.000 δικαιούχοι 0 Κωνστάντιος (337-361) συνέχισε αυτό το έργο θεμελίωσης και σε πολεοδομικό, θεσμικό και οικονομικό επίπεδο. Πολλά στοιχεία φανερώνουν τη διάθεση μίμησης της Ρώμης, πράγμα που ήταν ήδη ορατό στον χώρο, από το παλάτι που έμοιαζε κάπως με τον Παλατινό αλλά και από τις κατοικίες των τετραρχών και από τις πλατείες με τους κίονες τους διακοσμημένους με παραστάσεις. Η υπαρχία και οι πραίτορες της πόλης υποχρεώνουν τα μέλη της συγκλητικής τάξης να αναλάβουν το βάρος των αγώνων. Ο Κωνστάντιος αυξάνει τον αριθμό των συγκλητικών από μόλις 300 σε 2.000. Προσδιορίζει το καθεστώς της συγκλήτου με σειρά μέτρων που τη μετατρέπουν από απλή συνέλευση κουρίας που ήταν στην αρχή σε θεσμό της αυτοκρατορίας. Μετατρέπει έτσι την Πόλη σε κέντρο μιας νέας και διευρυμένης αριστοκρατίας της αυτοκρατορίας, που οφείλει να διαμένει εκεί, ευνοώντας έτσι την αύξηση του πληθυσμού αλλά και θέτοντας προβλήματα επισιτισμού. Το υδραγωγείο του Αδριανού με τα 6.000 κυβικά μέτρα παροχής νερού τη μέρα δεν αρκεί πια, και η Πόλη "σκάει από τη δίψα", σύμφωνα με τον Θεμίστιο. Αρχίζουν τότε μεγαλόπνοα έργα υδροδότησης και η οικοδόμηση μεγάλων λουτρών στη νέα πόλη, έξω από το τείχος του Σεβήρου, ενώ ο εκχριστιανισμός του αστικού χώρου, μέχρι τότε περιορισμένος, ενισχύεται με την ανέγερση της σταυροειδούς βασιλικής των Αγίων Αποστόλων ακριβώς δίπλα στο μαυσωλείο του Κωνσταντίνου και την ανέγερση της πρώτης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας κοντά στο Παλάτιο. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε τον Κωνστάντιο ως τον πρώτο βασικό κτήτορα της νέας πρωτεύουσας. Η ανάπτυξη της πρωτεύουσαςΑπό το 360 και μετά φουντώνει η αστική ανάπτυξη, που τη στηρίζουν βέβαια πάντα οι πρωτοβουλίες του κράτους σε θέματα άμυνας και δημόσιων έργων, αλλά που κατά κάποιο τρόπο αυτοσυντηρείται από τον υπάρχοντα πληθυσμό και τις ανάγκες του. Την αύξηση του πληθυσμού τη μαρτυρεί κυρίως η κατασκευή νέων λιμανιών στην Προποντίδα (θάλασσα του Μαρμαρά) προκειμένου να θεραπευτεί η ανεπάρκεια των λιμανιών του Νεωρίου και του Προσφορίου (Φωσφορίου) στον Κεράτιο κόλπο, που είχαν κατασκευαστεί πριν από τον Κωνσταντίνο. Πράγματι, τα λιμάνια αυτά δεν είχαν ίσως πάνω από 1.500 μέτρα αποβάθρες, διόλου μεγαλύτερες από του λιμανιού, λόγου χάρη, της Μεγάλης Λέπτης και τέσσερις φορές μικρότερες από ό,τι στη Ρώμη (Portus). 0 Ιουλιανός το 362, και κατόπιν ο Θεοδόσιος αποφάσισαν να κατασκευαστούν τα λιμάνια που φέρουν το όνομα τους, το πρώτο κοντά στο Παλάτιο, το οποίο αποκλήθηκε στη συνέχεια Σοφιανός λιμένας προς τιμήν της συζύγου του Ιουστίνου Β' που το ανακαίνισε, και το δεύτερο δυτικότερα, στο τμήμα νότια του ισθμού. Η συνολική χωρητικότητα έφτασε έτσι τα 4 περίπου χιλιόμετρα αποβάθρες που μπορούσαν να φιλοξενήσουν ταυτόχρονα 500 πλοία χωρητικότητας 10.000 μοδίων, με 8 μέτρα πλάτος κατά μέσο όρο. Το σιτάρι που έφτανε με τις νηοπομπές της αννώνας τον Ιούλιο αποθηκευόταν σε μεγάλες δημόσιες σιταποθήκες (horrea), που οι περισσότερες βρίσκονταν κοντά στον Κεράτιο, και τις συμπλήρωναν και δύο άλλες κοντά στα δύο καινούργια λιμάνια.
Προστατευμένη με μια τέτοια σειρά ισχυρών τειχών, η κυρίως πόλη γίνεται σταδιακά, ιδίως από την εποχή του Θεοδοσίου Α' το 380, η μόνιμη έδρα του αυτοκράτορα: οι ηγεμόνες δεν θα την εγκαταλείψουν σχεδόν ποτέ κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα, μέχρι που ο Ηράκλειος θα επιστρέψει στην παράδοση των προκατόχων του του 4ου αιώνα και θα ηγηθεί προσωπικά του πολέμου κατά των Περσών. Στην πράξη υπερισχύει οριστικά της Αντιόχειας, όπου είχαν διαμείνει ο Κωνστάντιος και ο έπαρχος του πραιτωρίου της Ανατολής μέχρι το 350. Η βασιλεύουσα εμφανίζεται στο εξής ως η ανταγωνίστρια της Ρώμης στη ρητορική της αυτοκρατορίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα κείμενα, τους λόγους του Θεμίστιου ή την επίσημη εικονογραφία: στους νομισματικούς "τύπους" η προσωποποιημένη Τύχη της Κωνσταντινούπολης -που διακρίνεται από εκείνη της Ρώμης από την πλώρη ενός πλοίου όπου ακουμπάει το πόδι της- απεικονίζεται σε ανώτερη θέση, ή, από την εποχή του Θεοδοσίου Α', απεικονίζεται μόνη της στους περισσότερους χρυσούς σολίδους του 5ου αιώνα και γίνεται εντέλει το σύμβολο της αυτοκρατορίας. Από τη ρητορική περνάμε στην επισημοποίηση του καθεστώτος της "δεύτερης" ή "Νέας Ρώμης": το 381, ο 3ος κανόνας της συνόδου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως αποδίδει για τον λόγο αυτό στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως την τιμητική πρωτοκαθεδρία έναντι των άλλων επισκόπων μετά τον επίσκοπο Ρώμης. Η μίμηση της Ρώμης συνεχίζει να αποτυπώνεται στον αστικό χώρο. Έτσι, ο Θεοδόσιος κατασκευάζει μια μεγάλη Αγορά (Φόρος Θεοδοσίου) εμπνευσμένη από την Αγορά του Τραϊανού, του αυτοκράτορα του οποίου ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος, και βάζει να υψώσουν στο κέντρο της πλατείας ένα πιστό αντίγραφο του κίονα της Ρώμης. Η αυτοκρατορική πρωτοβουλία όμως δεν είναι πια μοναδική: η πόλη, τουλάχιστον εντός των ορίων που της όρισε ο Κωνσταντίνος, καλύπτεται με ιδιωτικά οικοδομήματα, από τις οικίες (μέγαρα) των συγκλητικών και των ισχυρών, που δίνουν το όνομα τους σε ολόκληρες συνοικίες, μέχρι άλλα πιο ταπεινά οικοδομήματα, που κατακλύζουν μάλλον παρά σέβονται τον δημόσιο χώρο και που η νομοθεσία προσπαθεί να περιορίζει, ορίζοντας ως μέγιστο ύψος τα 100 πόδια (29,5 μέτρα) και καθορίζοντας προδιαγραφές και αποστάσεις που πρέπει να τηρούνται. Η πυκνότητα τους είναι τέτοια ώστε ένας υπομνηματιστής του Γρηγορίου Ναζιανζηνού αναφέρει: "Οι κατοικίες είναι χτισμένες σε πολλά σημεία πάνω στη θάλασσα, έτσι ώστε μπορεί κανείς... να δει τη θάλασσα μεταμορφωμένη σε στεριά".
Είναι πιθανό ότι η πόλη έφτασε ήδη στα μέσα του 5ου αιώνα τους 300 με 400.000 κατοίκους, ξεπερνώντας τον πληθυσμό της Ρώμης. Το μέγεθος αυτού του πληθυσμού, που καταγόταν από πολλά και διάφορα μέρη και διέθετε εξαιρετικά άνισους πόρους, η ακανόνιστη κατανομή του στον χώρο, η μεγάλη του πυκνότητα στις βόρειες συνοικίες και η κοινωνική του αστάθεια ευνόησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις πυρκαγιές, λιγότερο ή περισσότερο καταστροφικές, ενδημικό κακό της μεσαιωνικής πόλης όπως και της οθωμανικής πρωτεύουσας στη συνέχεια. Το 465, μια "μεγάλη φωτιά, τέτοια που δεν είχε ποτέ ξαναγίνει, άναψε από θάλασσα σε θάλασσα", από το Νεώριο μέχρι τη θάλασσα του Μαρμαρά, σε έκταση πάνω από 2,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και ανάγκασε τον αυτοκράτορα να φύγει και να βρει καταφύγιο για έξι μήνες στον Άγιο Μάμαντα στο Βόσπορο. Οι πυρκαγιές συνδέονταν συχνά με εξεγέρσεις, όπως κατά την περίφημη στάση του Νίκα από τις 13 ως τις 19 Ιανουαρίου του 532. Οι καταστροφές ήταν τέτοιες ώστε ο Ιουστινιανός χρειάστηκε να ξαναχτίσει πολλά κτίρια κοντά στο παλάτι, ένα μέρος του παλατιού και κυρίως να αναλάβει το δύσκολο έργο της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας πάνω στα ερείπια της μητρόπολης του 5ου αιώνα. Οικοδόμημα καθ' όλα ξεχωριστό χάρη στην τολμηρή αρχιτεκτονική του (τρούλος ύψους 13,8 μέτρων, και διαμέτρου 33 μέτρων, που υψώνεται σε 55,6 μέτρα από το έδαφος, το μεγαλύτερο οικοδόμημα της χριστιανοσύνης για τους έξι επόμενους αιώνες) και την πλούσια διακόσμηση του (περίπου 11,5 τόννοι αργύρου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων ή 13 τόννοι (40.000 λίτρες), σύμφωνα με τον Προκόπιο), η Αγία Σοφία συναγωνιζόταν κάλλιστα τον Ναό των Ιεροσολύμων, και ο Ιουστινιανός μπορούσε, μετά την Ιουλιανή Ανικία, να υπερηφανεύεται ότι "είχε νικήσει τον Σολομώντα". Η ολοκλήρωση της "Μεγάλης Εκκλησίας" το 537 σημαδεύει το απόγειο της χριστιανικής πολεοδόμησης και της δραστηριότητας του Ιουστινιανού σε αυτόν τον τομέα. Η Κωνσταντινούπολη του όφειλε επίσης άλλους 32 χριστιανικούς ναούς (μεταξύ των οποίων η εκκλησία των Βλαχερνών, των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η Αγία Ειρήνη, που αποκαταστάθηκε μετά το 532), την ανακαίνιση της Συγκλήτου και της Χάλκης, τέσσερα παλάτια, την Αγορά του Αυγουσταίου, λουτρά, μία στοά που ξεκινούσε από τα λουτρά του Αρκαδίου και κατέβαινε προς τη θάλασσα, τη βασιλική κινστέρνα και 6 άσυλα. Η κάπως υπερβολική περιγραφή του Προκοπίου (Περί κτισμάτων, Ι) αποκαλύπτει την πρωτεύουσα θέση που κατείχαν τα θρησκευτικά οικοδομήματα επί της βασιλείας του Ιουστινιανού. Την εικόνα της πόλης συμπλήρωνε και πλήθος στοές, όπου 5.000 περίπου καταστήματα-εργαστήρια ήταν τις περισσότερες φορές συγκεντρωμένα κατά ειδικότητες. Υποχώρηση και παρακμήΗ πανώλη του 542 με τις δημογραφικές (πιθανή πτώση κατά 50%) και πολεοδομικές της συνέπειες (έντονη μετακίνηση κτιρίων, του κέντρου επισιτισμού και των σχετικών εμπορικών δραστηριοτήτων προς τη νότια ακτή, γύρω από τον Ιουλιανό λιμένα) σημαδεύει υποχώρηση ως προς την προηγούμενη επέκταση. Χτίζονται ακόμα κτίρια, αλλά πολύ λιγότερα, μέχρι το 600, χρονιά κατά την οποία σημειώνεται μια παύση που θα διαρκέσει δύο αιώνες, αν εξαιρέσει κανείς τις επισκευές ή την επέκταση των αμυντικών έργων. Κατά τη βασιλεία του Ηρακλείου, η εξωτερική πίεση στερεί από την πρωτεύουσα το ψωμί και ταυτόχρονα το νερό: η περσική κατάκτηση της Αιγύπτου επιφέρει την κατάργηση της αννώνας το 618 και, κατά την αβαροσλαβική πολιορκία του 626, κόβεται η παροχή από το υδραγωγείο του Βάλεντος. Η πόλη προσλαμβάνει τότε σιγά σιγά τα μεσαιωνικά της χαρακτηριστικά: από τα πολλά λιμάνια απομένει μόνον το Ιουλιανό προς νότον και το στρατιωτικό λιμάνι του Νεωρίου στον Κεράτιο καθώς και μία μόνον δημόσια σιταποθήκη (Λαμία) αντί για έξι. Τα μεγάλα λουτρά, που η χρήση τους ήταν δωρεάν, παραχωρούν τη θέση τους σε μικρότερα, τις περισσότερες φορές με δικαίωμα εισόδου, που συνδέονταν με τις θρησκευτικές διακονίες. Αυτή όμως η εγκατάλειψη και αυτές οι μεταμορφώσεις, που είναι φανερές τον 8ο αιώνα, δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Το 641, η πρωτεύουσα δεν γνωρίζει πια την ευμάρεια της εποχής του Ιουστινιανού ούτε όλους τους αρχαίους θεσμούς που αποτέλεσαν την πηγή της ευμάρειας αυτής. Συνεχίζει ωστόσο να είναι μια μεγάλη παλαιοχριστιανική πόλη που από τις αρχαίες καταβολές της κρατάει πια μόνον τα ερείπια, πηγή για τους θρύλους, ή και τους φόβους, που θα προκύψουν τον επόμενο αιώνα. Υποδεχόμενη τον Τίμιο Σταυρό που "επαναπατρίζεται" από τα Ιεροσόλυμα, γίνεται επίσης η μόνη θρησκευτική και πολιτική πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας γνήσια "βυζαντινής". |
LAST_UPDATED2 |