echo $parameters['introduction'] ?>
(George's Site)
Η αποστολή των 4 αξιωματικών (Φεβρουάριος 1904) |
![]() |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Σάββατο, 08 Νοέμβριος 2008 11:50 |
Ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης ξεκινούν στις 16 Φεβρουαρίου / 1 Μαρτίου και ο Μελάς στις 24 Φεβρουαρίου / 9 Μαρτίου ενώ λίγο αργότερα ο Κοντούλης. Ο Μελάς φθάνει στο Τη νύκτα της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου αποφασίζουν να μετακινηθούν από τον συνοριακό σταθμό του Βελεμίστι σ΄ αυτόν της Ασπροκκλησιάς. Η κίνηση των ανδρών της αποστολής έχει βάλει σε υποψίες τους Τούρκους και αποφασίζουν να μετακινηθούν. Η απόσταση μέχρι την Ασπροκκλησιά είναι 3 1/2 - 4 ώρες δρόμος και ο Οικονομίδης τους δίνει ένα λοχία οδηγό.
Τελικά μετά από 7 ώρες πορεία βρίσκουν μια καλύβα και σταματούν. Στέλνουν τον λοχία πίσω στο σταθμό και ζητούν από τον Οικονομίδη να τους στείλει άλλον οδηγό για να τους πάει μέχρι το συνοριακό σταθμό των Κριτσοτάδων. Την άλλη μέρα 1 / 14 Μαρτίου έρχεται στην καλύβα ο Κοντούλης με τον Καούδη και αφού βρίσκουν ένα ζώο, τον στέλνουν με αυτό στο σταθμό των Κριτσοτάδων. Τα ξημερώματα της επομένης (2/14 Μαρτίου) ξεκινούν από την καλύβα και κάνουν λημέρι σε μια σπηλιά κοντά στον σταθμό. Στις 3 / 16 Μαρτίου, το βράδυ φεύγουν και από τη σπηλιά και πηγαίνουν μέσα στο χωριό Κριτσοτάδες για να μείνουν σε ένα σπίτι. Η παρουσία των ανδρών της αποστολής έχει κινήσει την περιέργεια των χωρικών.
Την Κυριακή 7/20 Μαρτίου αποφασίζουν ο Κοντούλης να φύγει την επομένη μόνος του με ζώο και έναν αγωγιάτη οι υπόλοιποι δε ξεκινήσουν το ίδιο βράδυ πεζοί. Η αποστολή αυξάνεται ακόμα με δύο Σιατιστινούς και έτσι γίνονται 19. Το ίδιο βράδυ πράγματι ξεκινούν. Το βράδυ της Κυριακής 7/20 Μαρτίου, ξεκινήσουν από το χωριό και αφού πέρασαν από τον συνοριακό σταθμό παρέλαβαν τους οδηγούς και ξεκίνησαν για τη διάβαση των συνόρων. Μετά από 9 ώρες πορεία γύρω στις 4 τα ξημερώματα λημεριάζουν σε ένα ψηλό και δασώδες βουνό πάνω από τη Φυλή. Μένουν εκεί μέχρι το βράδυ οπότε ξεκινούν για να περάσουν τον Βενέτικο ποταμό. Ο οδηγός έχει φέρει δύο άλογα στο ποτάμι για να τους βοηθήσουν να περάσουν απέναντι. Πρώτοι περνούν ο Μελάς και ο Κώττας τους συνοδεύει ο οδηγός τους Νικόλαος Τασούλας ο οποίος αφού περνάν απέναντι παίρνει τα ζώα και γυρίζει στην απέναντι όχθη για να παραλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Ηλία Γκαδούτση. Μπροστά πάει ο Κολοκοτρώνης με τον Τασούλα και ακολουθεί λίγο πίσω ο Γκαδούτσης. Σε κάποια στιγμή το άλογο του Γκαδούτση σκοντάφτει και παρασύρεται από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Ο Τασούλας αφήνει τον Κολοκοτρώνη και προσπαθεί να γυρίσει προς βοήθεια του Γκαδούτση, συγχρόνως δε και ο Μελάς μπαίνει μέσα για να τον βοηθήσει. Την στιγμή που προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον Γκαδούτση το άλογο του Κολοκοτρώνη τον ρίχνει κάτω και αυτός φωνάζει να τον βοηθήσουν. Πράγματι ο Μελάς τρέχει τον βοηθάει να σηκωθεί και τελικά όλοι μαζί περνάν στην απέναντι όχθη σώοι αλλά μουσκεμένοι.. Οι υπόλοιποι βλέποντας τι έγινε προτιμούν να περάσουν πεζοί το ποτάμι. Συνεχίζουν την πορεία τους και περνώντας μέσα από το χωριό Ζιγόστι (για να κόψουν δρόμο) περνάν τα ποτάμια Γρεβενίτικο και Αλιάκμονα λημεριάζουν σε μια δασώδη περιοχή.
Η πορεία από Παλιόκαστρο προς Το Σάββατο 13/26 Μαρτίου περνάνε στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία πάνω από το Στις 2 το μεσημέρι της Κυριακής 14/27 Μαρτίου ξεκινούν από το Βογατσικό κατευθυνόμενοι προς το Τσιρίλοβο. Φθάνουν στην Μονή του Αγ. Νικολάου στις 6. Στο μοναστήρι βρίσκεται ήδη ο Κοντούλης Στο μοναστήρι του Αγ. Νικολάου έμειναν μέχρι το απόγευμα της Τρίτης 16/29 Μαρτίου. Στις 7 το βράδυ ξεκίνησαν με οδηγό τον Μήτρο Παπαναστασίου (από την Τσερνόλιστα), απεσταλμένο του Καραβαγγέλη, και έφθασαν στο
Στη Ρούλια μένουν μέχρι την Παρασκευή 19 Μαρτίου / 1 Απριλίου. Σε όλο αυτό το διάστημα συναντούν διάφορους προεστούς και απλούς ανθρώπους από τα γύρω χωριά. Προσπαθούν δε με ομιλίες και συζητήσεις να τους μεταφέρουν τον σκοπό της περιοδείας των και να τους πείσουν ότι η Ελλάδα θα τους βοηθήσει και ότι δεν πρέπει να ενδώσουν στις απειλές των κομιτατζήδων. Το βράδυ στις 10 ξεκινούν για Την επομένη Σάββατο 20 Μαρτίου / 2 Απριλίου στις 10 το βράδυ ξεκινούν για
Σε τηλεγράφημα της 25 Μαρτίου / 6 Απριλίου ο πρόξενος του Μοναστηρίου Καλλέργης προσπάθησε, άκαρπα, να πείσει τη κυβέρνηση να μην ανακληθεί ο Μελάς δεδομένου ότι η αποστολή των 4 είχε επιτυχία. Οι διαφωνίες της Ομάδας
Συγχρόνως ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης, με άγνοια των άλλων 2 αξιωματικών, συνέταξαν διαφορετική έκθεση στην οποία υποστήριζαν τελείως αντίθετη γνώμη. Διατύπωναν, δηλαδή, την ιδέα ότι ήταν αδύνατο να βασισθεί η ελληνική άμυνα σε ντόπιους άνδρες. Στην Ελλάδα έπρεπε να επανδρωθούν κατάλληλα σώματα, να οπλιστούν και να σταλούν στην Μακεδονία. Οι δύο εκθέσεις έφθασαν στην Αθήνα με το διπλωματικό σάκο από το Προξενείο Μοναστηρίου με δύο διαφορετικές επιστολές. Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε αμηχανία μπροστά στις δύο τελείως διαφορετικές απόψεις των αξιωματικών της αποστολής. Ήταν σίγουρο ότι δεν ήταν εύκολα διατεθειμένη να στείλει ελληνικά σώματα στη Μακεδονία, αλλά κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης είχε αρχίσει να παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εκεί γεγονότα και είχε αρχίσει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπισή τους. Ικανοί άνδρες είχαν σταλεί στα διάφορα προξενεία της Μακεδονίας οι οποίοι, ενδιαφερόμενοι για τα γεγονότα, ανέλαβαν αμέσως πρωτοβουλίες. Από την μεγάλη αλληλογραφία του Υπ. Εξωτερικών φαίνεται ότι συνεχώς έστελναν αναφορές στις οποίες εκτός από την περιγραφή της κατάστασης διατύπωναν και λύσεις για την αντιμετώπιση της. Από την άλλη πλευρά το Υπ. Εξωτερικών έστελνε συνεχώς οδηγίες και χρήματα προς αυτούς. Όταν λίγο αργότερα η ελληνική κυβέρνηση θα δώσει την συγκατάθεσή της στην ένοπλη ανάμειξη της Ελλάδας στη Μακεδονία, θα προτιμήσει να αφήσει την πρωτοβουλία σε ιδιωτικά χέρια, και την ίδια τακτική θα ακολουθήσει για αρκετά χρόνια λόγω των συνεχών παραστάσεων και διαμαρτυριών της Τουρκίας και των Μεγάλων Δυνάμεων. Η συνέχεια της αποστολής μετά την αναχώρηση του Μελά
Πράγματι ξεκίνησαν να στρατολογούν άνδρες και κατάφεραν να στρατολογήσουν δέκα οκτώ σχηματίζοντας έτσι ένα σώμα 25 ανδρών, και όλη η ομάδα ξεκίνησε για να βρει το Μήτρο Βλάχο. Στα τέλη Απριλίου ο Μήτρος Βλάχος εισβάλλει στη Ρούλια υποχρεώνει τους κατοίκους της να υπογράψουν αναφορά ότι προσέρχονται στην Εξαρχία και απομακρύνει το Έλληνα δάσκαλο του χωριού. Τις επόμενες ημέρες οι άνδρες του Κώτα με τους τρεις Κρητικούς περιφέρονται στα χωριά της περιοχής προς αναζήτηση του Μήτρου Βλάχου. Μια μέρα συνάντησαν τον Παύλο Κύρου στο οποίον είπαν ότι ψάχνουν να βρουν για να σκοτώσουν το Μ. Βλάχο, αυτός τους απάντησε ότι αυτό είναι αδύνατο γιατί ο Κώτας και ο Μήτρος έχουν συμφωνήσει αμοιβαία προστασία. Στο Ζέλοβο που βρέθηκαν ειδοποιήθηκαν ότι ο Μήτροα Βλάχος βρίσκεται στο χωριό Όστιμα. Πράγματι κατευθύνθηκαν προς το χωριό και ο μέν Κώτας με τον Σίμο Στογιάννη μπήκαν στο χωριό για να βρουν σε ποιό σπίτι βρισκόταν ο Μήτρος Βλάχος, ενώ η υπόλοιπη ομάδα περίμενε έξω από αυτό την επιστροφή του Κώτα. Αντί του Κώτα εμφανίστηκε ο Στογιάννης ο οποίος τους μετέφερε εντολή του Κώτα να φύγουν να πάνε στο λημέρι πάνω απο τη Ρούλια και να τον περιμένουν. Οι άνδρες δυσαρεστημενοι υπάκουσαν. Οι τρεις Κρητικοί, όμως, είχαν πάρει την απόφαση να αφήσουν τον Κώτα και να πάνε να βρουν τους αξιωματικούς. Πράγματι με οδηγό τον Παύλο Κύρου. ο Πέρρος και ο Μακρής κατευθύνθηκαν προς Βογατσικό, ο Καούδης ΄ξλθε και τους βρήκε αργότερα με τον Στογιάννη ο οποίος τους διηγήθηκε ότι εκείνο το βράδυ στην Όστιμα ο Κώτας βρήκε τον Μήτρο Βλάχο και όλο το βράδυ ήταν μαζί συζητούντες. Όταν έφθασαν στο Βογατσικό έμαθαν ότι οι αξιωματικοί είχαν φύγει. Έστειλαν επιστολή στον υποπρόξενο του Μοναστηρίου, Κοντογούρη, ζητώντας χρήματα και οδηγίες. Αυτός τους έστειλε τρεις λίρες και τους έδωσε εντολή να επιστρέψουν στην Αθήνα. Πράγματι πήραν το δρόμο της επιστροφής και στις 20 Ιουνίου 1904 έφθασαν στην Αθήνα. |
LAST_UPDATED2 |