Gistor

(George's Site)

Διαφήμιση
Κρήτη PDF Εκτύπωση E-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Administrator   
Τετάρτη, 05 Νοέμβριος 2008 18:38

Η μόνη ασφαλής χρονολόγηση για την περίοδο αυτή στηρίζεται στην κεραμική που προέρχεται από τη βόρεια κεντρική πεδιάδα, η οποία είχε δεχθεί έντονα την αττική επίδραση ήδη από τον 10ο αι. Έτσι αναπτύχθηκε ένα τοπικός πρωτογεωμετρικός ρυθμός, που αντιπροσωπεύεται καλύτερα στην περιοχή της Κνωσού, όπου η πρώιμη αυτή φάση κάλυψε όλο σχεδόν τον 10ο αι. Στην αρχή και ως τα μέσα του 9ου αι. σημειώθηκε μια ραγδαία εξέλιξη σε δύο στάδια ανάπτυξης (μέσο και ύστερο), ακολουθώντας τη δική πορεία χωρίς περισσότερες επιρροές από αλλού. Ακόμη και κατά τον 10 αι., όταν εισαγόταν αττική κεραμική, η αττική επίδραση ήταν μόνο επιφανειακή: σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριέλαβαν τους ομόκεντρους κύκλους στο ισχύον ακόμη υπομινωικό ρεπερτόριο, μιμήθηκαν τους αμφορείς με οριζόντιες και κατακόρυφες λαβές και πρόσθεσαν ψηλές κωνικές βάσεις σε κάποια αγγεία πόσεως. Μια ολόκληρη, ωστόσο, ομάδα ντόπιων σχημάτων διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια των τριών αυτών σταδίων εξέλιξης.

Τα νεκροταφεία της Κνωσού εκτείνονται προς τα δυτικά και περισσότερο προς τα βόρεια του κυρίως οικισμού. Το πιο απομακρυσμένο βρίσκεται στα προάστια του σημερινού Ηρακλείου. Τα πιο σημαντικά αυτής της περιόδου βρίσκονται στη Φορτέτσα και στον Αγ. Ιωάννη. Οι κνωσιακές ταφικές πρακτικές ήταν ένα παράξενο μείγμα παλιών και νέων στοιχείων. Σε όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων διατηρείται η συνήθης μορφή του παραδοσιακού μινωικού θαλαμωτού τάφου, σχεδιασμένου αρχικά για πολλαπλούς ενταφιασμούς. Υπάρχουν εξάλλου στοιχεία που δείχνουν ότι μερικές οικογένειες της Πρωτογεωμετρικής επαναχρησιμοποίησαν ορισμένους μινωικούς τάφους. Από τα τέλη όμως του 11ου αι. και εξής η καύση αρχίζει σταδιακά να αντικαθιστά τον ενταφιασμό και η αλλαγή αυτή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε ως την αρχή του 9ου αι. Τα καμένα υπολείμματα τοποθετούνταν συνήθως σε πίθο με λαιμό και γραπτή διακόσμηση, και σπανιότερα σε αμφορείς ή κωδωνόσχημους κρατήρες. Μέσα ή δίπλα στην τεφροδόχο υδρία τοποθετούσαν μικρότερα αγγεία, συχνά ένα από αυτά έπαιζε το ρόλο του πώματος της τεφροδόχου. Σε μερικούς τάφους βρέθηκαν πάρα πολλά αγγεία πόσεως, τα οποία παρόλο που δεν είναι σπασμένα και ριγμένα στην πυρά, όπως στην Αθήνα, ωστόσο υποδηλώνουν την τέλεση ενός επιταφίου εορτασμού. Εξάλλου στο δάπεδο του τάφου IV του Αγ. Ιωάννη βρέθηκαν τα υπολείμματα γεύματος. Μετά από κάθε ταφή έκλειναν τη θύρα χτίζοντας ένα πρόχειρο λίθινο τοίχο και γέμιζαν με χώμα το δρόμο του τάφου. Έτσι οι τάφοι χρησιμοποιούνταν ως οικογενειακές θόλοι, με αρκετό χώρο για πολλές γενεές, χωρίς να χρειάζονται αναδιοργάνωση. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η συνέχεια που διαπιστώνουμε ως τώρα διακόπτεται απότομα γύρω στα μέσα του 9ου αι., όταν το νεκροταφείο του Αγ. Ιωάννη και οκτώ από τους τάφους της Φορτέτσας έπαψαν να χρησιμοποιούνται.

Όσα από τα μη κεραμικά κτερίσματα μπορούν με ασφάλεια να χρονολογηθούν στην περίοδο αυτή είναι φτωχότερα από εκείνα του 10ου αι. Οι περόνες φαίνονται αρκετά οπισθοδρομικές για την εποχή τους, με απλή κεφαλή και έξαρμα οι πρώτες, με απλή τοξωτή μορφή οι δεύτερες. Έχουν αναφερθεί αρκετά σιδερένια δόρατα και μικρά ξίφη. Δύο αντικείμενα φαίνεται ότι έχουν εισαχθεί από την ανατολική Μεσόγειο: ένα μικρού μήκους χρυσό διάδημα κυπριακού τύπου με έκκρουστες στιγμές κατά μήκος της παρυφής του και ένα ειδώλιο από φαγεντιανή της αιγυπτιακής θεότητας Σέκχμετ.

Η τοπική κεραμική από την πεδιάδα της Μεσαράς στα νότια, φανερώνει τη στενή, τώρα πια, επικοινωνία της περιοχής με την Κνωσσό. Στην περιοχή αυτή εξάλλου, και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, βρέθηκε ο ωραιότερος τάφος της εποχής, μία θόλος διατηρημένη σε άριστη σχεδόν κατάσταση. Η θόλος είναι ημιυπόγεια, βρίσκεται σε επίπεδο χώρο και είναι κτισμένη με είκοσι σειρές δόμων, προσεκτικά δουλεμένες εκφορικά, που φθάνουν σε ύψος 3 μέτρων από το έδαφος. Η διάμετρός της στο δάπεδο είναι 2,70 μ. Στην είσοδο, που φράχτηκε με τρεις μεγάλους λιθόπλινθους, οδηγεί ένας βαθύς και στενός δρόμος λαξευμένος μέσα στο βράχο. Μέσα βρέθηκαν περισσότερα από 50 αγγεία, από τα οποία οι πίθοι και οι αμφορείς χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχα. Το μεγαλύτερο τμήμα της κεραμικής μπορεί να συγκριθεί με τη μέση και ύστερη φάση της κνωσιακής πρωτογεωμετρικής, αλλά η περιστασιακή εμφάνιση του μοτίβου των ακτινωτών τριγώνων και του πίθου χωρίς λαιμό χρονολογεί τις τελευταίες ταφές στα τέλη του 9ου αι. Τα υπόλοιπα ευρήματα περιλαμβάνουν σιδερένια ξίφη, σιδερένιους οβολούς κυπριακού τύπου, έναν πέλεκυ και ένα πριόνι. Όλα αυτά μας θυμίζουν την ΠΓ Ι καύση του πολεμιστή-τεχνίτη στον Άρειο Πάγο της Αθήνας.

Ο πρωτογεωμετρικός ρυθμός της Κεντρικής Κρήτης άφησε στην ουσία ανεπηρέαστο το υπόλοιπο νησί, γεγονός που μας εμποδίζει να διακρίνουμε ποια από τα ευρήματα του δυτικού και του ανατολικού τμήματος εντάσσονται μέσα στα χρονικά όρια του πρώιμου 9ου αι. Τα περισσότερα ευρήματα από το Μόδι, στο δυτικό άκρο του νησιού, μπορεί κάλλιστα ν' ανήκουν στην περίοδο αυτή, όπως επίσης και οι νεότερες ταφές των θαλαμωτών τάφων στο Βρόκαστρο. Η πρακτική της καύσης έγινε γενικός κανόνας μόνο στο κέντρο του νησιού, στα υπόλοιπα μέρη οι ταφές συνυπάρχουν με τις καύσεις.

 

LAST_UPDATED2
 

Εγγραφειτε στο Newsletter μας


Έχουμε 11 επισκέπτες συνδεδεμένους

Το Site φαίνεται καλλίτερα με:
και 

Συντομα Βοηθητικα Μηνυματα

Το περιεχόμενο του Site που είναι προσβάσιμο από τους απλούς επισκέπτες είναι περιορισμένο. Μόνο τα μέλη έχουν πλήρη πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενο. Μόλις κάνετε Login θα εμφανισθούν όλες οι επιλογές από το Μενού Περιεχόμενα.